Λεόντιος Α΄: Επίσκοπος Πάφου κατά τις δυο πρώτες δεκαετίες του 17ου αιώνα (; — 1605 — 1617 — ;). Είναι γνωστός κυρίως για την ανάμειξή του σε θυελλώδη γεγονότα και σκάνδαλα που μάστιζαν τότε την Εκκλησία της Κύπρου μετά την αρχιεπισκοπεία του αρχιεπισκόπου Αθανασίου*, τον εξαναγκασμό του σε παραίτηση και την αρχιεπισκοπεία του αρχιεπισκόπου Βενιαμίν* που συνάντησε μεγάλη αντίδραση κι αναγκάστηκε κι αυτός να παραιτηθεί. Τα πάθη, τα μίση και οι ανταγωνισμοί μεταξύ των Κυπρίων ιεραρχών είχαν δημιουργήσει τέτοια κατάσταση ώστε σε επιστολή του Κυρίλλου Λουκάρεως, πατριάρχη Αλεξανδρείας, γίνεται λόγος για κληρικούς ὑπ’ οὐτιδανῶν ἀνθρωπαρίων καί θλίβεσθαι καί ὑβρίζεσθαι καί μαστίζεσθαι... καθώς και για αἱμοβόρους λύκους κατασπαράττοντας τά ταπεινά ποίμνια...
Ιδιαίτερα για τον επίσκοπο Πάφου Λεόντιο και τον επίσκοπο Ταμασσού Ιάκωβο*, ο Κύριλλος Λούκαρις χρησιμοποιεί σκληρότατη γλώσσα σε επιστολή του προς τον Χριστοφή Λογοθέτην Αμμοχώστου (Ε. Legrand, Bibliographie Hellénique, Paris, 1895, Vol. IV, p. 230). Χαρακτηρίζει και τους δυο ως ταῖς ἀληθείαις ἐχθρούς, τῆς ἐκκλησίας ἐξολοθρευτάς, τῆς ἱερωσύνης καταφρονητάς, τούς πᾶσαν τήν εὐλάβειαν τῶν χριστιανῶν ταῖς αἰσχίσταις πράξεσιν αὐτῶν κατασβέσαντας, τούς πᾶν εἶδος παρανομίας διά τήν φιλαργυρίαν ἐπιχειριζομένους, τούς καταλύτας τῶν ἱερῶν ναῶν, τούς προδότας τῆς ἡμετέρας θρησκείας καί πᾶν ὃ,τι εἴποι τις ἀποτρόπαιον ἐκείνους ἑτοίμως ἐργαζομένους. ..
Ο ίδιος ο Κύριλλος* Λούκαρις ήλθε στην Κύπρο στις αρχές του 1606, ανταποκρινόμενος σε εκκλήσεις των Κυπρίων, προκειμένου να βοηθήσει στην εξομάλυνση της εντελώς απαράδεκτης κατάστασης στην οποία είχε περιέλθει η Εκκλησία της Κύπρου. Κατόρθωσε να λύσει το αρχιεπισκοπικό πρόβλημα βοηθώντας στην εκλογή νέου αρχιεπισκόπου Κύπρου, του Χριστοδούλου, το 1606, δεν μπόρεσε όμως να επιβληθεί και στους επισκόπους τους οποίους περιγράφει με τόσο μελανούς χαρακτηρισμούς. Οι επίσκοποι παρέμειναν στις έδρες τους γιατί δεν ήταν καθόλου εύκολη η παύση ή και καθαίρεσή τους από τον πατριάρχη Αλεξανδρείας, του οποίου εξάλλου η ανάμειξη στα εκκλησιαστικά πράγματα της Κύπρου δυσαρέστησε το οικουμενικό πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως γιατί δεν είχε προηγηθεί ενημέρωσή του κι εξασφάλιση της συγκαταθέσής του για την επέμβαση του Λουκάρεως.
Τόσο ο Πάφου Λεόντιος όσο και οι άλλοι επίσκοποι της Κύπρου, φαίνεται ότι μετείχαν σε σύνοδο υπό τον Κύριλλο Λούκαριν και πήραν μέρος στην εκλογή του Χριστοδούλου ως νέου αρχιεπισκόπου Κύπρου, καθώς και στη χειροτονία του από τον ίδιο τον πατριάρχη Αλεξανδρείας. Η επέμβαση του Λουκάρεως, καθώς και η αγαθότητα του νέου αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, συνετέλεσαν στην κατασίγαση των παθών και την επάνοδο της ειρήνης στις τάξεις της Κυπριακής Εκκλησίας.
Ο επίσκοπος Πάφου Λεόντιος ήταν ένας των Κυπρίων ιεραρχών που προσυπέγραψαν τη γνωστή επιστολή /έκκληση του αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, τον Οκτώβριο του 1609, προς τον δούκα της Σαβοΐας για βοήθεια προς απελευθέρωση της Κύπρου από τον τουρκικό ζυγό (λεπτομέρειες για τα διαβήματα βλέπε στο λήμμα Χριστόδουλος αρχιεπίσκοπος). Ο Λεόντιος υπογράφει την επιστολή ως εξής: ταπεινός Λεόντιος επίσκοπος Πάφου. Υπογράφει τέταρτος στη σειρά, μετά τον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, τον επίσκοπο Αμμοχώστου Μωυσή και τον Ιάκωβο Λεμεσού.
Κατά το 1611 αναφέρεται σχέση του επισκόπου Πάφου Λεοντίου προς το μοναστήρι του Αγίου Νεοφύτου. Το μοναστήρι υπαγόταν ως τότε και από της ιδρύσεώς του, στη δικαιοδοσία της επισκοπής Πάφου. Με παραστάσεις του τότε ηγουμένου του μοναστηριού, που ονομαζόταν επίσης Λεόντιος*, και με τη σύμφωνη γνώμη τόσο του αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου όσο και του επισκόπου Πάφου Λεοντίου, το μοναστήρι ανακηρύχθηκε διά συνοδικής ψήφου σταυροπήγιον. Η απόφαση ήταν σημαντική στην όλη ιστορία του μοναστηριού. Το σχετικό έγγραφο διευκρινίζει ότι η προσπάθεια αποσκοπούσε, μεταξύ άλλων, ώστε (η Μονή) νά παραμένῃ ἐλευθέρα, ἀδούλωτος, ἀκαταζήτητος καί ἀκαταπάτητος παρά παντός ἐπισκόπου Πάφου...
Δεν είναι γνωστό από πότε ακριβώς είχε ανέλθει ο Λεόντιος στον επισκοπικό θρόνο της Πάφου, στον οποίο ευρισκόταν ήδη το 1605. Ο προκάτοχός του στον θρόνο Πάφου Φιλόθεος μαρτυρείται σε πατριαρχικό έγγραφο του 1601. Δεν είναι επίσης γνωστό μέχρι πότε ακριβώς υπηρέτησε ως επίσκοπος Πάφου. Όμως τουλάχιστον μέχρι το 1617 εξακολουθούσε να κατέχει το αξίωμα αυτό, αφού κατά το 1617 η υπογραφή του απαντάται και σε άλλο έγγραφο του χρόνου αυτού. Πάντως ο διάδοχός του επίσκοπος Τιμόθεος μας είναι γνωστός από αναφορά του σε πατριαρχικό έγγραφο του 1618.