ΠΑΡΑΝΤΖΕΛΙΑ ΤΟΥ ΓΟΝΙΟΥ
-Παπά, τζ’είν τον ευκάλυπτον που σ’εν τζ’ει κά’ στου Λιάσου,
που ‘θελεν πέντε πλάσματα για να τον αγκαλιάσουν
τζ’αι ‘φτάνναν μισοούρανα της μούττης του οι κλώνοι
τζ’ εις τογ γυρόν εσσιέπαζεμ περίτου που τ’ αλώνιν,
τζ’είνος ο άερος εχτές άρπαξέν τον του φτέρου
τζ’αι πέταξέν τον ξύριζον τρεις σκάλες τζ’είττε μέρου.
Τζ’ έναδ δεντρούιδ δίπλα του με μιαν ριζούαμ μόνον,
με τάραξέν το που τζ’ιαμαί, με τσάκκισέν του κλώνον!
-Μα ξέρεις, γιόκκα μου γρουσέ, τούτον γιατί τζ’ εγίνην;
Να φκάλει κότζ’ια μου δεντρόν, τζ’αι το μιτσίν να μείνει;
Έπλωσεν τζ’ εξαννοίκτηκεν πολλά που το καράριν
Τζ’ έδωσεμ πιάσμαν του κακού για να τον ι-ττουμπάρει.
Την ώραμ που τον άρπαξεν τζ’ εσσ’έτουν σαν τησ σούσαν,
οι κλώνοι του εγινήκασιν λιβέρκα τζ’ εκουντούσαν,
τζ' έτσι σαν ήτουδ δύναμη δική του, στο κορμίν του,
τζ’είνοι τον εττουμπάρασιν τζ’ εκόψαν την ζωήν του.
Μες στην ζωήμ μας άξιππα έρκουνται τζ’αι κατζηώρες!
Τζ' εσού με τ' αυτοκίνητα, γιε μου, τζ’αι τες μοτόρες,
που πλώννεις τζ’αι ξαννοίεσαι τζ’αι σσ’ιζεις όπως τ' άστρον,
να δείξεις ότι εν εσ’ει καλλύττερόν σου μάστρον,
τούτα εγ κλώνοι που διούν εις το κακόν το πκιάσμαν
τζ’αι πότ' εν να 'ρτει ελ' λαλεί, με ξέρει το το πλάσμαν.
Είαν πολλά τ' αμμάθκια μου που ‘μαι μιαλλύττερός σου
τζ’αι ξέρεις το πως σ' αγαπώ τζ’αι θέλω το καλόσ σου,
τζ' ώσπου 'ν νάν' ώρας σκέφτου το, σύναξε τα μυαλά σου
να μες σε δω, τον γιόκκαμ μου, σαν το δεντρόν του Λιάσου.
Γεώργιος Κατσαντώνης