Τύπος της ποντιακής και της δημοτικής, αντί του μεσαιωνικού ακρίτης. Η λέξη παράγεται από το ουσ. άκρον (=σύνορο) και δηλώνει τον στρατιώτη που είχε αποστολή να φυλάει τα άκρα του βυζαντινού κράτους. Από το προσηγορικό ακρίτης σχηματίστηκε και το επώνυμο Ακρίτης και -ας. Οι ακρίτες αποτελούσαν ειδικά στρατιωτικά σώματα που είχαν την έδρα τους στα σύνορα και απαρτίζονταν από στρατιώτες μόνιμα εγκατεστημένους εκεί.
Η λ. Ακρίτας είναι επώνυμο κυρίως του Διγενή, ο οποίος θεωρείται ο κατεξοχήν ήρωας και υπερασπιστής των συνόρων του Βυζαντίου εναντίον των Αράβων (Σαρακηνών). Η ζωή και τα κατορθώματα του Διγενή Ακρίτα εξυμνούνται σε μακρό βυζαντινό αφηγηματικό ποίημα γνωστό με τον τίτλο «Ἒπος τοῦ Βασιλείου Διγενή Ἀκρίτα».
...Εἶχεν καί ἂλλο ὂνομα. Ἀκρίτη τόνε λέσι,
γιατί στις άκρες ἒτρεχεν διά νά ἀπολέση
ὃσους εὓρη στά σύνορα ἐχθρούς τῆς
Ῥωμανίας,
ὃλους τούς ἐθανάτωνεν μετά πολλῆς μανίας...
«Ἒπος τοῦ Βασιλείου Διγενῆ Ἀκρίτα», στ. 1245-1248.»
Κατά το κυπριακό ακριτικό τραγούδι «Ἁρπαγή τῆς κόρης τοῦ Λεβάντη»(Βασ. Βιβλ. αρ. 46. Ἑλλην. Δημ. Τραγ., τ. Α', 1958), ο Ἀκρίτης είναι πατέρας του Διγενή:
...Aὒριον ἒνι Τζιερκατζή τζ'αί πιθαρκού ἒν Τρίτη.
τζ'αί εἲπασιν οἱ ἂρκοντες πώς ἒν ὁ γιός τ' Ἀκρίτη...
στ. 212-213.
Το δίστιχο αυτό είναι μάλλον παρέμβλητο και δεν πρέπει ν' ανήκει στα δημοτικά στοιχεία του τραγουδιού. Είναι μάλλον προσθήκη κάποιου ποιητάρη που θέλησε να προσθέσει κάτι από τις δικές του γνώσεις.
-> ακριτική ποίηση