Κυρίως κατά την περίοδο του Μεσαίωνα αλλά και της ύστερης Οθωμανοκρατίας οι ακρίδες θεωρούνταν η μεγαλύτερη πληγή της κυπριακής αγροτικής παραγωγής.
Είναι είδη πηδητικών εντόμων της τάξης των Ορθοπτέρων, που ανήκουν σε δυο μεγάλες οικογένειες με διάφορα είδη κάθε μια: α) Οικογένεια Acrididae και β) Οικογένεια Tettigoniidae.
Είδη ακρίδων
Οι ακρίδες απαντώνται συνήθως σε χαμηλά υψόμετρα και σε τροπικές ή υποτροπικές δασώδεις ή ξηρές περιοχές, σε πολυπληθή είδη, χρώματα και μεγέθη. Υπάρχουν είδη ακρίδων που είναι προσαρμοσμένα σε ειδικά περιβάλλοντα, όπως η ακρίδα της ερήμου, ενώ άλλα είδη είναι μεταναστευτικά που πολλές φορές μεταναστεύουν σε σμήνη από τεράστιους αριθμούς, προκαλώντας σημαντικές καταστροφές, κυρίως στα φυτά, από όπου περνούν.
Στην Κύπρο υπάρχουν διάφορα είδη ακρίδων που συνήθως είναι γνωστά κάτω από την γενική ονομασία σκάρνοι, αν και σε μερικές περιοχές σκάρνοι λέγονται μόνο οι μεγαλόσωμες ακρίδες. Τέτοια είδη που υπάρχουν στην Κύπρο είναι, μεταξύ άλλων, και τα: Dociostaurus maroccanus, που ανήκει στα μεταναστευτικά είδη, και το χρώμα της είναι κοκκινωπό κι οι φτερούγες άχρωμες και διαφανείς. Orthacanthacris aegyptia, γνωστή σαν αιγυπτιακή ακρίδα. Acrida turrida, με σώμα λεπτό κι επίμηκες, με κωνική κεφαλή και λεπτά και μακριά τα πισινά πόδια.
Η ακρίδα πολλαπλασιάζεται με αυγά και καταπολεμάται με διάφορους τρόπους, όπως ψεκασμός, δολωματικός ψεκασμός κ.ά. Σε παλαιότερες εποχές, κατά τις οποίες οι αγρότες πάθαιναν εκτεταμένες ζημιές στις καλλιέργειές τους από σμήνη ακρίδων, προσπαθούσαν να τις καταπολεμήσουν με διάφορους πρακτικούς τρόπους, συνήθως χωρίς ικανοποιητικά αποτελέσματα.
Επιδρομές ακρίδων
Πρόκεται για μάστιγα της κυπριακής γεωργίας από τα αρχαία χρόνια μαρτυρείται συχνότατα στα μεσαιωνικά και νεότερα χρόνια. Πρώτη λεπτομερής σχετική μαρτυρία είναι για την ολέθρια επιδρομή των ακρίδων στα 1351, οπότε ο πατριάρχης Αντιοχείας Ιγνάτιος —που τότε παρεπιδημούσε στην Κύπρο— έπεισε τον Ούγο Δ' να ζωγραφίσουν εικόνισμα των αγίων Χριστοφόρου, Ταρασίου (Κυπρίου πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως) και Τρύφωνος, που το εγκαινίασε στο Παλαίκυθρο, όπου έπληξαν πιο πολύ οι ακρίδες˙ όταν οι ακρίδες επωάζονταν, λιτάνευαν το εικόνισμα για να τις απομακρύνει από τους καρπούς! (Hill, History of Cyprus, ΙΙ, 1948, σ. 306. Βλ. ιδίως Λ. Μαχαιρά).
Η συνηθέστερη ακρίδα στο νησί ήταν του γένους Stauronotus cruciatus και εμφανίζεται την άνοιξη με την έναρξη της βλάστησης. Στα 1409, κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, μετά από επιδημία, σημειώθηκε νέα επιδρομή ακρίδων που ρήμαξε τη γεωργική παραγωγή για 3-4 χρόνια. Στα 1413 ελήφθησαν μέτρα με βασιλική εντολή: μαζεύονταν τ' αυγά και οι μικρές ακρίδες και θάβονταν σε λάκκους (Hill, αυτ. II, σ. 464). Στα 1432, γύρω στο χρόνο της στέψης του Ιωάννη Β' (24 Αυγ.) «ἐφύσησεν πολλή ἀκρίδα» (Μαχ.). Επί Ιακώβου Β' του Νόθου, στα 1469-1470, πολλά δεινά έπληξαν το νησί κι ανάμεσά τους οι ακρίδες, που ξανάρθαν και στα 1473. Ο βασιλιάς επιχείρησε να φέρει μέσω δυο Αρμενίων από την Περσία νερό «ειδικό για την θεραπεία της λέπρας και την προσέλκυση των πουλιών του Μωάμεθ που τρώνε τις ακρίδες!». Εντούτοις σε βενετικό έγγραφο της 24 Σεπτ. 1474 οι ακρίδες αναφέρονται ότι προκάλεσαν πάλι μεγάλες ζημιές (Hill. IΙΙ, σ. 646). Αλλά το πρόβλημα των ακρίδων δεν έπαυσε να απασχολεί και την βενετική κυβέρνηση της Κύπρου, που όμως υιοθέτησε πιο ορθολογιστικό μέτρο καταπολέμησής τους, που είχε αποτελέσματα: στα 1510 διατάχθηκε η συλλογή των αυγών των ακρίδων, όπως επί του Ιανού, στα 1409, από τους χωρικούς των οποίων η προκατάληψη υπέρ της απάθειας ενάντια στην ακρίδα, την «θεία μάστιγα», έγινε πετυχημένη προσπάθεια να διαλυθεί. Αν και έφεραν και περσικό «νερό», το οποίο θεωρείτο ιερό και καθαρτικό, η συλλογή αυγών έγινε υποχρεωτική για τους χωρικούς, που θα παρέδιδαν ένα κιλό αυγά οι φραγκομάτοι και μισό κιλό οι πάροικοι. Οι δαπάνες για την όλη εκστρατεία καταβάλλονταν από τους φεουδάρχες και την κυβέρνηση. Τούτο αναφέρεται και στα 1553, παρά το ότι στα 1525 δυο Αρμένιοι έφερναν ακόμη και νερό περσικό!
Στα 1542 συνέβη μεγάλη έφοδος ακρίδων ταυτόχρονα με κάποιους σεισμούς που σημειώθηκαν στην Κύπρο. (Hill, III, σσ. 818-819)
Οθωμανική περίοδος
Κατά την οθωμανική περίοδο, αγιασμοί και λιτανείες αρχικά χρησίμευσαν ως αποτρεπτικά των ακρίδων, ιδιαίτερα η κάρα του αγίου Μιχαήλ Συννάδων μεταφερόταν από την Μολδαβία ή από τον Άθω για να φτιάξουν με αυτή αγιασμένο νερό, που κατέστρεφε τις ακρίδες. Π.χ. στα 1628 ύστερα από 18 χρόνια ακριδικών καταστροφών, ο Ματθαίος Κιγάλας εστάλη από τους Κυπρίους προκρίτους, λαϊκούς και κληρικούς, και τον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο στην Κωνσταντινούπολη να φέρει την κάρα από τον Άθω, με τη βοήθεια των εκεί εξεχόντων Κυπρίων — ανάμεσά τους και Μουσουλμάνοι που είχαν τσιφλίκια στην Κύπρο και ενδιαφέρονταν σφόδρα να τα ελευθερώσουν από την ακρίδα (Κυπρ. Χρονικά [Λάρνακος], XII, 1936, σσ. 182-184). Επομένως και αυτοί πίστευαν στην θαυματουργό δύναμη της κάρας, όπως και της εικόνας της Παναγίας του Κύκκου, και της κάρας του αποστόλου Φιλίππου στο Άρσος, πιθανώς διότι ήσαν εξισλαμισμένοι Χριστιανοί. Η αποστολή δεν πέτυχε γιατί οι Αθωνίτες αρνήθηκαν να στείλουν την κάρα, παρά την μεσολάβηση του πατριάρχη Κυρίλλου Λούκαρη. Ενώ το νερό του Μωάμεθ από την Περσία ή από το πηγάδι Zem-Zem στη Μέκκα δεν ξεχάστηκε (π.χ. το ξέρει ο περιηγητής Villamont στα 1588, βλ. Μαχ.). Φαίνεται, κατά μια ασαφή μαρτυρία, ότι στα 1645 η κάρα ήλθε στην Κύπρο με διαταγή του σουλτάνου ύστερα από ισχυρές εγγυήσεις των Κυπρίων. Στα 1740, όταν ο αρχιεπίσκοπος Φιλόθεος την ζήτησε πάλι, του ελέχθη να έλθει ο ίδιος να την πάρει, αλλά δεν μπόρεσε, όπως φαίνεται ότι συνέβη στα 1757 και στα 1759-1760 κατά την παρόμοια ανεπιτυχή αποστολή του Εφραίμ του Αθηναίου με εντολή του αρχιεπισκόπου Παϊσίου. Στα 1778 έγινε μεγάλη λιτανεία της κάρας του αποστόλου Φιλίππου για καταστροφή των ακρίδων.
Επί αρχιεπισκόπου Κυπριανού του εθνομάρτυρος ήταν γενική η πίστη ότι οι ακρίδες ήσαν αθάνατες κι όσο πιο πολλές σκότωνε κανείς, τόσο πιο πολλές γίνονταν, εγειρόμενες από την κατάσταση θανάτου τους! Για να καταπολεμήσει αυτή την προκατάληψη ο Κυπριανός εξέδωσε εγκύκλιο που θεωρούσε το έντομο κανιβαλικό ζώο, που τρώει τα πτώματα των άλλων νεκρών ακρίδων, και γι' αυτό δίνουν την εντύπωση στους περαστικούς που τις ενοχλούν, ότι ανίστανται εκ νεκρών (Hill, IV, 1952, σσ. 67-68). Τότε έγιναν με ενθάρρυνση του Κυπριανού πλήθος εικόνες του αγίου Τρύφωνος, ως αποτρεπτικές κατά των ακρίδων, με κατάλληλη λιτανεία, αγιασμό και ευχές, από τις οποίες αρκετές περιέγραψε ο Ιω. Τσικνόπουλλος. Αργότερα από κάποιο ανώνυμο Κύπριο εκδόθηκαν στη Σμύρνη «Εὐχαί ἐξιλαστικαί κατ' ἀκρίδος» (1852).
Στα 1859, σε υπόμνημα του αρχιεπισκόπου προς τον Αβδούλ Μετζίτ αναφέρεται και η μάστιγα της ακρίδας, ενώ στα 1862 ο κυβερνήτης Zia Pasha θέτει ως ένα από τα καθήκοντά του την καταστροφή της ακρίδας, αλλά η μέθοδος που πρότεινε ήταν το νερό της Μέκκας! Όταν, όμως, πονηροί Τούρκοι του κουβάλησαν πλήθος στάμνες με δήθεν νερό της Μέκκας για να το αγοράσει, στράφηκε σε πρακτικότερα μέτρα: υποχρέωσε κάθε φορολογούμενο να παραδώσει 30 οκάδες αυγά ακρίδας (50.000 αυγά την οκά), και στα 1865 300.000 εκατομμύρια αυγά καταστράφηκαν. Επί Tayyib Pasha η συλλογή αυγών παραμελήθηκε, αν και μερικοί υπεύθυνοι φυλακίστηκαν. Στα 1868 ο βαλής των Δαρδανελλίων Αχμέτ Καϊζαρλή Πασάς κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες και αρκετά πετυχημένες για να εξαλείψει τις ακρίδες, αλλά δεν υπήρξε συνέπεια σ' αυτές. Όταν ο βαλής ξαναήλθε στην Κύπρο στα 1870 βρήκε πάλι φοβερές ζημιές από την ακρίδα, που συνεχίστηκαν κι έπειτα.
Ο κυβερνήτης Σαΐντ Πασάς (27 Ιουλίου1868 - 21 Οκτωβρίου 1871) φέρεται από προξενική έκθεση (βρεττανική) ότι εξάλειψε τις ακρίδες ολοκληρωτικά με τη βοήθεια του Ριχάρδου Ματτέι, που επινόησε μια δική του μέθοδο (απόχη κλπ.), αλλά και γιατί πρόσφερε καλή τιμή (όσα και για το μετάξι) για την αγορά των αυγών της ακρίδας (βλ. λήμμα Αβδούλ Αζίζ και Κύπρος).
Κατά τον Ιανουάριο του 1870, βεζιρική εγκύκλιος συνιστά κατά της ακρίδας τη χρήση κερωμένων υφασμάτων και λάκκων για την ταφή των αυγών της.
Αγγλοκρατία
Οι Άγγλοι συνέχισαν την προσπάθεια προσφέροντας, όμως, χαμηλή τιμή για τα αυγά (1 σελίνι την οκά στα 1879). Γι' αυτό, παρά τα μέτρα που ελήφθησαν, οι ακρίδες γύρισαν στα 1880 κι ο Ματτέι επανήλθε στον αγώνα και τιμήθηκε από τους Άγγλους πριν πεθάνει στις 18 Ιουνίου 1882. Μέχρι το 1884-1886 το ζήτημα τείνει να λήξει και η ακρίδα να εξαλειφθεί (Hill. IV, σσ. 227, 234, 236-237, 241, 248, 250, 349. Περισσότερες λεπτομέρειες: Θεοδ. Παπαδοπούλλου, Προξενικά Έγγραφα του Ιθ ' αιώνος, Λευκωσία, 1980, σ. 533 Γενικόν Ευρετήριον στη λ. ακρίς, πλείστες αναφορές).
Αναφορές χρονογράφων
Πιο κάτω παρατίθενται κείμενα- μαρτυρίες εποχής σχετικά με τις επιδρομές της ακρίδας στο νησί.
…Ομοίως ο Ιγνάτιος ο πατριάρχης Αντιοχείας, γροικώντα την μεγάλην ζημίαν την εποίκεν η ακρίδα, είπεν του ρε Ούνγκε [=βασιλιάς Ούγος Δ’ της Κύπρου, 1324-1359] καί ώρισεν καί εζωγραφήσαν έναν εικόνισμαν τον άγιον Χριστοφόρον μάρτυραν καί τον άγιον Ταρράσιον πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως καί άγιον Τρύφον [=Τρύφωνα] μάρτυραν καί εγκαινίασεν ο αυτός πατριάρχης…
(Λεόντιος Μαχαιράς, έκδοση Α. Παυλίδη, παρ. 40).
…Ομοίως από την ι’ ιουνίου ,αυθ’ Χριστού [=10 Ιουνίου 1409] είχεν η Κύπρος θανατικόν μέγαν καί ακρίδαν πολλήν, καί ‘πάντησεν γ’, δ’ χρόνους [=κράτησε 3-4 χρόνια] όπου εκατάλυσεν [=κατέστρεψε] ούλην την χλόην της γης καί τα δέντρη, καί εις τους υι’ [=1410] Χριστού εποίκεν πολλήν ζημίαν εις όλον το νησσίν […] Θεωρώντα ένας παπάς την ζημίαν οπού επολόμαν την πολλήν, επήγεν να την καταρασθή […] καί ήρτεν έναν κοπάδιν ακρίδα καί έππεσεν απάνω του, καί τόσον τον εστενοκόπησαν καί απέθανεν…
(Λεόντιος Μαχαιράς, ό.π.π, παρ. 637, 639).
…’Έτσι λοιπόν ο πόλεμος [Κυπρίων και Γενουατών] τελείωσε και άρχισε μία επιδημία η οποία διήρκεσε 13 μήνες [το 1410-11]. Και όταν αυτή η επιδημία τερματίστηκε, ήλθαν οι ακρίδες, οι οποίες προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές στα σιτηρά και στα λαχανικά το καλοκαίρι και έτσι σημειώθηκε μεγάλη έλλειψη κάθε είδους τροφίμων σε ολόκληρη τη χώρα…
(Φλώριος Βουστρώνιος, μετάφραση/ έκδοση Α. Ερκολάνι και Α. Παυλίδης, παρ. 542).
…Καί η Νήσος δυστυχούσα από τας συνεχείς ανομβρίας καί από την φθοράν των ακρίδων εις τα γεννήματα, άρχισαν να φεύγουσιν οι κάτοικοι από τον τόπον […] ‘Ετει δε 1757. Πείνα σκληρά εις τον τόπον εξ’ αιτίας της ανομβρίας καί της ακρίδος […]Εξ’ αυτής πολύ πλήθος έφυγεν εκ της Νήσου εις τα μέρη της Συρίας και Ανατολής…
(Αρχιμανδρίτης Κυπριανός, έκδοση Α. Παυλίδη, σελ. 460, 470, 472).
Πηγές: