Η Ελένη (Ελεγκού) Μίτσιγγα, κόρη του μεγαλέμπορου Χατζηκωνσταντή Χατζηχαρίτου, από το Γέρι, ήταν η πρώτη Κυπρία γυναίκα επιχειρηματίας. Γεννήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1850. Διακρίθηκε τόσο στο εμπόριο όσο και στη βιοτεχνία. Περιγράφεται ως εμπορική ιδιοφυία και νους υπερπρακτικός. Έθεσε τις βάσεις για τη διαμόρφωση ενός δικτύου που εργοδοτούσε δεκάδες υφάντριες, το οποίο επεξέτεινε αργότερα ο γιος της Κώστας Χριστοδούλου.
Σε ηλικία 17 ετών η Ελένη παντρεύτηκε τον Χατζηχριστόδουλο Γ. Μήτσιγγα, ο οποίος κάτω από την επίδρασή της άλλαξε το αρχικό του επάγγελμα και το 1876 έγινε «πραματευτής». Όμως οι εργασίες του δεν πήγαιναν καλά, επειδή λόγω του πράου και αγαθού χαρακτήρα του φαίνεται ότι δεν ήταν καθόλου προικισμένος για το επάγγελμα του εμπόρου, ούτε και υπήρχε οποιαδήποτε προοπτική ότι θα αποκτούσε τέτοιες ικανότητες στο μέλλον. Η Ελένη απέκτησε τρεις γιους, τον Κώστα, τον Σπύρο και τον Γιώργο, και δύο θυγατέρες τη Μαρίτσα Χρ. Σταυρινάκη και την Ευρυδίκη, η οποία παντρεύτηκε τον Γεώργιο Χατζηπαύλου (πρώην Ιωαννίδη), δικηγόρο από τη Δρούσια, και η οποία πέθανε νωρίς. Η Ελένη, βλέποντας ότι οι δουλειές του συζύγου της δεν πήγαιναν καθόλου καλά, μετέβαινε η ίδια στο κατάστημα και τον βοηθούσε όσο μπορούσε. Ταυτόχρονα έδινε δουλειά σε άλλες γυναίκες, και της «μολιτούσαν» μετάξια δικά της. Επίσης πολλές υφάντριες ύφαιναν, κατά παραγγελίαν, για λογαριασμό της μεταξωτά, τα οποία εμπορευόταν.
Περί τα τέλη του 19ου αιώνα είχε έλθει στην Κύπρο η μόδα των έτοιμων «σάκκων» (σακάκια) από τη Σμύρνη, που κατασκευάζονταν από ένα είδος υφάσματος το οποίο ονομαζόταν «καλμούκκο». Η Ελένη Χριστοδούλου, πανέξυπνη και πολύ δραστήρια, ήταν η πρώτη που αγόρασε ένα τέτοιο σάκκο, τον ξήλωσε και έβγαλε «μόλες» (σχέδια ραπτικής), θέτοντας ως σκοπό της ν’ αρχίσει να ράβει τα ίδια ακριβώς σακάκια. Χωρίς να χάνει καιρό, έδωσε δείγμα του υφάσματος στον πατέρα της Χατζηκωνσταντή, ο οποίος είχε μεγάλο εμπορικό οίκο. Ο πατέρας της έστειλε το δείγμα αμέσως στην Αγγλία και σε λίγο καιρό άρχισαν να φθάνουν στο κατάστημά του μεγάλες ποσότητες του υφάσματος «καλμούκκο».
Μετά τις διευθετήσεις αυτές, η γεννημένη για έμπορος Ελένη άνοιξε αμέσως ολόκληρο εργοστάσιο, στο οποίο κατασκεύαζε ωραιότατα σακάκια σύμφωνα με τη μόδα της εποχής. Στο εργοστάσιό της εργάζονταν είκοσι έως εικοσιπέντε γυναίκες, και το διηύθυνε η ίδια προσωπικά. Τα σακάκια αυτά ήταν περιζήτητα και πωλούνταν σ’ όλες τις πόλεις της Κύπρου. Η παραγωγή συνεχιζόταν για τέσσερις μήνες περίπου τον χρόνο, από τον Σεπτέμβριο μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου, και κατά το διάστημα αυτό οι πωλήσεις αριθμούσαν μερικές χιλιάδες σακάκια.
Αυτό ήταν μόνο το πρώτο μέρος της εμπορικής και επιχειρηματικής σταδιοδρομίας της. Από τις δραστηριότητες αυτές κέρδισε αρκετά χρήματα, με τα οποία δημιούργησε τα πρώτα της κεφάλαια (1899). Με αυτά, αργότερα, χρηματοδότησε δραστηριότητές της και σ’ άλλο κλάδο, στο εμπόριο εγχωρίων υφασμάτων. Έτσι η οξυδερκής και δραστήρια αυτή γυναίκα, η «Χατζηχριστοδούλαινα», όπως την ονόμαζαν, έθεσε τις βάσεις για ένα νέο είδος εμπορίου, και συνέδεσε το όνομά της με μια πολύ σημαντική φάση ανάπτυξης της κυπριακής υφαντουργίας, που κυριάρχησε στη βιοτεχνική παραγωγή της Κύπρου για μερικές δεκαετίες. Διάφορα κυπριακά υφαντά, αλλά κυρίως αλατζιές όλων των ειδών (πουκάμισα, φουστάνια, παντελονίκκια), διάφορα μεταξωτά κ.ά., όλα έβρισκαν στο πρόσωπο της Ελένης τον βιομήχανο και συνάμα τον έμπορό τους. Κατά την περίοδο αυτή τα εγχώρια υφάσματα από εμπορική άποψη ήταν ακόμη ανεκμετάλλευτα. Όμως η Ελένη με την εμπορική διαίσθηση που τη διέκρινε, προέβλεψε την έκταση την οποία μπορούσε να πάρει το εμπόριο των ειδών αυτών σε μεγάλο βαθμό. Χωρίς να χάνει χρόνο, μετέτρεψε τη σάλα του σπιτιού της σε κατάστημα, πρατήριο μεταξωτών και αλατζιών όλων των ειδών. Προσέλαβε στην υπηρεσία της πολλές υφάντριες. Ίδρυσε δικά της βαφεία, και γενικά οργάνωσε τέλεια τη δουλειά της. Το κατάστημά της συγκέντρωνε συνεχώς περισσότερη πελατεία. Πολλοί έμποροι προμηθεύονταν από το κατάστημά της τα εγχώρια υφάσματα χονδρικώς. Όλοι σχεδόν οι Άγγλοι που ζούσαν και εργάζονταν στην Κύπρο, από τον κατώτερο αξιωματούχο της τότε βρετανικής διοίκησης μέχρι τον μέγα αρμοστή, και όλες οι Αγγλίδες που ήταν εγκατεστημένες στην Κύπρο ψώνιζαν από το κατάστημά της τα είδη που ήθελαν, είτε για προσωπική χρήση, είτε για να τα στείλουν ως δώρα στην Αγγλία.
Το κατάστημα και οι άλλες επιχειρήσεις της Ελένης, κάτω από την πεφωτισμένη διεύθυνση και καθοδήγησή της έφθασαν στο απόγειο της επιτυχίας τους κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Αυτήν ακριβώς την περίοδο, το έτος 1903, επέλεξε η ίδια, ως την καταλληλότερη στιγμή, για να παραδώσει τη σκυτάλη της διεύθυνσης και περαιτέρω ανάπτυξής τους, στον πρωτότοκο γιο της Κώστα Χριστοδούλου.
Η Ελένη μαζί με τον πατέρα της έκαμε το 1911 σημαντικές δωρεές στην εκκλησία της Φανερωμένης, μεταξύ των οποίων δύο εικόνες της Σταύρωσης και του αγίου Δημητρίου, που βρίσκονται στο εικονοστάσιο της εκκλησίας.