Χριστοδούλου Κώστας

Image

Ένας από τους πλέον δραστήριους και ευρυμαθείς πρωτοπόρους Κυπρίους εμπόρους, που είχε έντονη ανάμειξη και μεγάλη προσφορά στα κοινά. Γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1878 από τον Χριστόδουλο και την Ελένη Μίτσιγγα και πέθανε το 1972. Αποφοίτησε από το Τέτσειο Λύκειο Λάρνακας, το οποίο ήταν εκπαιδευτήριο κλασσικό με εμπορικά μαθήματα και ξένες γλώσσες. Εκτός της ελληνικής γλώσσας, την οποία γνώριζε άριστα,   μιλούσε και έγραφε πολύ καλά την αγγλική και γαλλική γλώσσα. Γόνος γνωστής εμπορικής οικογένειας της Λευκωσίας ο Κ. Χριστοδούλου ασχολήθηκε από πολύ νωρίς με το εμπόριο.  Ήταν ένας από τους μεγαλύτερους εμπόρους και βιομηχάνους κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα στον τομέα της υφαντουργίας, της βαφικής, και του εσωτερικού και εξωτερικού εμπορίου της Κύπρου. Στο εμπόριο μυήθηκε από τη μητέρα του Ελένη (Ελεγκού) Χατζηχριστοδούλου Μίτσιγγα, κόρη του μεγαλέμπορου Χατζηκωνσταντή Χατζηχαρίτου, από το Γέρι, που την διαδέχθηκε στις εμπορικές της δραστηριότητες, κυρίως στο κατάστημα διάθεσης ντόπιων υφασμάτων, κεντημάτων και μεταξωτών, στη Λευκωσία.

 

Πριν αναλάβει προσωπικά το κατάστημα της μητέρας του, ο Κώστας Χριστοδούλου είχε ήδη αποκτήσει σημαντικές εμπειρίες στο εμπορικό επάγγελμα. Αρχικά εργάστηκε στο κατάστημα του παππού του Χατζηκωνσταντή για εννέα χρόνια, από το 1893 έως το 1901. Εκεί δοκίμασε όλη την αυστηρότητα του παππού του, αλλά είχε την ευκαιρία να αποκτήσει και πολύ χρήσιμες εμπειρίες. Κατά την αποχώρησή του, το 1901, ο παππούς και προϊστάμενός του, του έδωσε μία επιταγή 100 λιρών, η οποία του χρησίμευσε ως το πρώτο κεφάλαιο για τις εμπορικές εργασίες του. Από το 1901 έως το 1902 εργάστηκε ως διευθυντής του καταστήματος της μητέρας του, αλλά το 1903 ίδρυσε τον δικό του εμπορικό Οίκο, τον οποίο οργάνωσε και διηύθυνε με θαυμαστή ικανότητα και διορατικότητα. Οι ορθές και γερές βάσεις οργάνωσης και διοίκησης, στις οποίες στηρίχθηκε η όλη δραστηριότητα του Οίκου του, επέτρεψαν τη δημιουργία πολλών και διαφόρων κλάδων, οι οποίοι λειτουργούσαν με επιτυχία. Πρώτος και μεγαλύτερος ήταν ο κλάδος των εγχωρίων υφασμάτων (μεταξωτών, αλατζιών, κεντημάτων λευκαρίτικων κλπ). Ο Κώστας Χριστοδούλου ασχολείτο επίσης με την εισαγωγή τεράστιων ποσοτήτων νημάτων και ειδών «μανιφατούρας». Επί πλέον διεξήγε το εμπόριο των χρωμάτων ανιλίνης και ίντικο (λουλάκι), από το οποίο αποκόμισε τεράστια κέρδη. Εισήγαγε και εμπορευόταν με επιτυχία στην Κύπρο μεγάλη ποικιλία καταναλωτικών αγαθών και βιομηχανικών προϊόντων, ακόμη και φαρμάκων.

 

Ο Κώστας Χριστοδούλου, σε ηλικία μόλις 23 ετών, συμμετείχε και βραβεύθηκε στην «Κυπριακή Έκθεση» που οργανώθηκε στο Ζάππειο, στην Αθήνα, από τις 6 Απριλίου μέχρι και τον Ιούνιο του 1901. Την έκθεση οργάνωσε ο Γεώργιος Φραγκούδης.

Ο Κώστας Χριστοδούλου κατάφερε να αντεπεξέλθει επιτυχώς και κερδοφόρα στα οξύτατα προβλήματα που προκάλεσαν  ο Α΄ και ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, αλλά και η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929-1932.

 

Ο κύριος τομέας  της εμπορικής δραστηριότητας του Κώστα Χριστοδούλου ήταν το υφασματεμπόριο, εισαγόμενων και εγχώριων υφασμάτων. Από την έναρξη της σταδιοδρομίας του, οι εισαγωγές του στην Κύπρο σχετίζονταν με συναφείς πρώτες ύλες, νήματα, είδη βαφής, χρώματα, αλλά και υφάσματα. Συνεργαζόταν με όλους τους εμποροράπτες, βαφείς, μικροεμπόρους Έλληνες, Αρμενίους, Άγγλους και Τουρκοκυπρίους με τους οποίους   αλληλογραφούσε πάντοτε στα ελληνικά.

 

Το αρχείο του, που διασώθηκε, τηρούμενο με κάθε λεπτομέρεια και εκπληκτική ακρίβεια και οργάνωση, αποτελεί μοναδικό θησαυρό. Η Αικατερίνη Αριστείδου εξέδωσε σημαντικό μέρος αυτού του αρχείου στη σειρά του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών «Πηγές και Μελέτες της Κυπριακής ιστορίας» αρ. LIV  στο δίτομο έργο της, Η υφαντουργία της Κύπρου από την Αρχαιότητα μέχρι τον 20ό αιώνα και η συμβολή του Κώστα Χριστοδούλου, τόμ. Α΄-Β΄, Λευκωσία 2006.

 

Ο Κώστας Χριστοδούλου, με την πολύπλευρη και αδιάκοπη επιχειρηματική δραστηριότητά του στον εμπορικό και βιομηχανικό τομέα, συνέβαλε σημαντικά στην ουσιαστική ανάπτυξη της κυπριακής υφαντουργίας κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, που αποτελεί και την τελευταία περίοδο ανάπτυξης της κυπριακής υφαντουργίας. Όμως ταυτόχρονα συνέβαλε στην προώθηση και περαιτέρω ανάπτυξη της κυπριακής οικονομίας, και ειδικότερα του εσωτερικού και εξωτερικού εμπορίου. Ο Κώστας Χριστοδούλου θα αναδειχθεί σε πρωταγωνιστή στο εμπόριο της «μανιφατούρας», οργανώνοντας ένα εκτεταμένο σε παγκύπρια κλίμακα δίκτυο οικοτεχνίας, και προωθώντας τα κυπριακά χειροτεχνήματα στο εξωτερικό, όπου δημιούργησε και διατήρησε ένα ευρύ κύκλο γνωριμιών, αφού παράλληλα εισήγε και εμπορευόταν με επιτυχία στην Κύπρο μια μεγάλη ποικιλία καταναλωτικών αγαθών και βιομηχανικών προϊόντων, ακόμη και φαρμάκων.

 

Ο Κώστας Χριστοδούλου είχε το κεντρικό κατάστημά του στη Λευκωσία, καθώς και υφαντουργείο, νηματοπωλείο και βαφείο. Όμως διατηρούσε και τρία υποκαταστήματα –ένα στη Λευκωσία, ένα στη Λεμεσό και ένα στην Πάφο. Επίσης, για ένα διάστημα είχε υποκατάστημα στον Αγρό και στην Ακανθού. Το κεντρικό κατάστημα στη Λευκωσία ασχολείτο τόσο με το εμπόριο εισαγομένων, κυρίως ευρωπαϊκών, όσο και με το εμπόριο ντόπιων υφασμάτων, ιδιαιτέρως μεταξωτών και αλατζιών. Ένα μεγάλο μέρος των κυπριακών υφασμάτων που εμπορευόταν το κατασκεύαζε στο ιδιόκτητο υφαντουργείο που διατηρούσε στη Λευκωσία. Εκτός αυτού ανέθετε την κατασκευή μεγάλων ποσοτήτων υφασμάτων σε χίλιες περίπου υφάντριες που εργάζονταν στα σπίτια τους σε ολόκληρη σχεδόν την Κύπρο. Σε ορισμένες περιοχές ο αριθμός των υφαντριών που απασχολούσε ήταν μεγάλος, όπως στο Πάνω και Κάτω Δίκωμο και τον Καραβά. Την περίοδο 1916-19 από το Πάνω και Κάτω Δίκωμο ύφαιναν για λογαριασμό του 266 υφάντριες. Στον Καραβά το 1916 ύφαιναν πέραν των 150 υφαντριών. Τις υφάντριες αυτές προμήθευε με όλα τα απαραίτητα υλικά. Αρκετές γυναίκες συνέχισαν να εκτελούν παραγγελίες του μέχρι και τη δεκαετία του 1970.

 

Από γεωγραφική άποψη η εμπορική δραστηριότητα του Κ. Χριστοδούλου είχε μεγάλη εμβέλεια, αφού κάλυπτε ολόκληρη την Κύπρο και πολλές χώρες του εξωτερικού (Αίγυπτο, Σουδάν, Αγγλία, Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία, Αυστρία, Ελβετία, Ολλανδία, Ελλάδα, Η.Π.Α., Ινδία, Ιαπωνία κ.ά.). Διατηρούσε πολλούς μόνιμους εμπορικούς συνεργάτες και αντιπροσώπους, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό. Μάλιστα ο ίδιος συχνά ταξίδευε στο εξωτερικό και έστελλε με διάφορα πλοία σημαντικά εμπορεύματα.

 

Ο Κώστας Χριστοδούλου είχε ποικίλη ανάμειξη στα κοινά, ως μέλος διαφόρων σωμάτων και επιτροπών και ως δωρητής ή «μέγας ευεργέτης». Διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος της Λευκωσίας (1926-1935) και έφορος των Ελληνικών Εκπαιδευτηρίων Λευκωσίας (1929-1932). Σημειώνουμε τη μακρά θητεία του στο Διοικητικό Συμβούλιο της Τράπεζας Κύπρου και στην Εκκλησιαστική Επιτροπή του ναού της Φανερωμένης. Ο Κώστας Χριστοδούλου υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, τον Απρίλιο του 1927. Από τις δωρεές του ξεχωρίζουν η σημαντική οικονομική ενίσχυση για συμπλήρωση του ιερού ναού του Αγίου Μηνά στο Γέρι, η ανέγερση του ναού των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, στο Κοιμητήριο Λευκωσίας, και η γενναία εισφορά του για την ίδρυση και ανέγερση της Βιβλιοθήκης Φανερωμένης.

 

Ως αποτέλεσμα της πλούσιας και πολύπλευρης επιχειρηματικής δραστηριότητάς του, άφησε πίσω του μια πάρα πολύ σημαντική για τα δεδομένα της εποχής του περιουσία σε ακίνητα, σπίτια, μαγαζιά και γη. Από τα ακίνητα αξίζει να αναφερθεί η νεοκλασσική οικία του, που βρίσκεται στην εντός των τειχών Λευκωσία, στη γωνία Μ. Αλεξάνδρου και Α. Κομνηνού. Την έκτισε το 1920 με πολύ μεράκι και αγάπη, αφού κατεδάφισε τρεις άλλες οικίες. Το αρχοντικό του σώζεται στη Λευκωσία, ενώ στην Κακοπετριά σώζεται η εξοχική κατοικία του και το ιδιόκτητο ξενοδοχείο του, που έφερε το όνομα «Παυσίλυπον». Η κοινότητα της Κακοπετριάς τον ανακήρυξε ευεργέτη για τη συνεισφορά του στην κοινότητα, όπου μεταξύ άλλων ανήγειρε τους κοιτώνες της κατασκήνωσης των κατηχητικών σχολείων Λευκωσίας στον Άγιο Νικόλαο της Στέγης.

 

Πηγές:

1. Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

2. Αικατερίνη Αριστείδου Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών «Πηγές και Μελέτες της Κυπριακής ιστορίας» αρ. LIV  στο δίτομο έργο, Η υφαντουργία της Κύπρου από την Αρχαιότητα μέχρι τον 20ό αιώνα και η συμβολή του Κώστα Χριστοδούλου, τόμ. Α΄-Β΄, Λευκωσία 2006.