Πρωτοπόρος εμπορευόμενος, παππούς του Κώστα Χριστοδούλου από τη μητέρα του. Γεννήθηκε το 1838 και πέθανε τον Ιανουάριο του 1907. Ήταν ιδιοκτήτης του εμπορικού Οίκου «Χατζηκωνσταντής και Σία», που είχε την έδρα του στη Λευκωσία.
Ο Χατζηκωνσταντής καταγόταν από το χωριό Γέρι της επαρχίας Λευκωσίας. Ήταν παιδί εύπορων χωρικών, με πάρα πολλά κτήματα και 3.000 πρόβατα, που την εποχή εκείνη αποτελούσαν περιουσία μεγάλης αξίας. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε από τον τότε Οικονόμο της Φανερωμένης. Τη σταδιοδρομία του στο εμπόριο την άρχισε ανοίγοντας παντοπωλείο. To παντοπωλείο αυτό του «το άνοιξε» δυο φορές ο πατέρας του, αλλά και τις δυο φορές, λόγω του νεαρού της ηλικίας του, αναγκάστηκε να το κλείσει. Όμως το εμπορικό επάγγελμα συνέχιζε να τον ενδιαφέρει και να τον ελκύει , γι’ αυτό και αργότερα κατόρθωσε να προσληφθεί ως υπάλληλος στο κατάστημα του Χατζηγεώρκη Μουμτζή (προπάππου του Κώστα Χριστοδούλου από τη μητέρα του), ο οποίος κατά την περίοδο αυτή ήταν γνωστός έμπορος της Λευκωσίας και επίτροπος του ιερού ναού της Παναγίας της Φανερωμένης.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και ο Χατζηκωνσταντής έγινε γαμβρός του Χατζηγεώρκη. Μετά παρέλευση μικρού χρονικού διαστήματος ο Χατζηγεώρκης άνοιξε για λογαριασμό και προς όφελος του γαμβρού του Χατζηκωνσταντή ιδιαίτερο κατάστημα «μανιφατούρας». Το 1879 ο Χατζηκωνσταντής έστειλε τον συγγενή του Αχιλλέα Μιχαηλίδη στο τότε ξακουστό βιομηχανικό και εμπορικό κέντρο Μάντσεστερ ως αντιπρόσωπό του. Εκεί ο Αχιλλέας ίδρυσε δικό του εμπορικό Οίκο. Εκτός του Αχιλλέα, ο Χατζηκωνσταντής είχε προσλάβει στο κατάστημά του και τον Χρύσανθο και τον Ιωάννη Μιχαηλίδη, αδέλφια του Αχιλλέα, τους οποίους το 1890 έστειλε στο Μάντσεστερ. Ο εμπορικός Οίκος «Χατζηκωνσταντής και Σία» στα τέλη του 19ου αιώνα, σύμφωνα με στοιχεία του ημερήσιου τύπου της εποχής, ήταν ένας από τους σημαντικότερους εμπορικούς οίκους της Κύπρου. Κληρονόμος του Οίκου αυτού ήταν ο εγγονός του Χατζηκωνσταντή, Σπύρος Χριστοδούλου, αδελφός του Κώστα Χριστοδούλου. Ο Χατζηκωνσταντής Χατζηχαρίτου, μαζί με τη σύζυγό του Μαριέττα, υπήρξαν μεγάλοι ευεργέτες της εκκλησίας της Φανερωμένης, την οποία και ανακαίνισαν το 1911.
Πηγή: