Ιστορικό πρόσωπο, βασιλιάς της Αιγύπτου (393-380 π.Χ.), τρίτος φαραώ της 29ης δυναστείας. Με τον Άκορι συνεργάστηκε στενά σε κοινό αγώνα κατά των Περσών ο Κύπριος βασιλιάς της Σαλαμίνος Ευαγόρας Α'. Ο Άκορις είχε συνάψει συμμαχία με την Αθήνα, στην οποία λίγο αργότερα εντάχθηκε κι ο Ευαγόρας, προκειμένου ν' αντιμετωπίσει την περσική απειλή κατά της Αιγύπτου. Δεν είναι γνωστό, είναι όμως πιθανό ότι ο Ευαγόρας είχε σχεδιάσει μαζί με τον Άκορι κοινή ή παράλληλη εξέγερση κατά των Περσών. Η προσπάθειά τους υπέστη βαρύ πλήγμα μετά την Ανταλκίδειο ειρήνη* που συνήψαν οι Αθηναίοι με τους Πέρσες (386 π.Χ.). Ένα άμεσο αποτέλεσμά της ήταν η ανάκληση των αθηναϊκών στρατευμάτων που βρίσκονταν στην Κύπρο προς ενίσχυση του Ευαγόρα υπό τον στρατηγό Χαβρία.
Μετά την Ανταλκίδειο ή Βασίλειο ειρήνη οι Πέρσες αποφάσισαν να πλήξουν τους δυο επαναστατημένους συμμάχους Άκορι και Ευαγόρα, κι επετέθησαν πρώτα κατά της Αιγύπτου (385 - 383 π.Χ.), με αρχηγούς τους Φαρνάβαζο και Τιθραύστη. Όμως ο Άκορις κατόρθωσε να αποκρούσει την επίθεση, βοηθούμενος και από Έλληνες μισθοφόρους. Παράλληλα ενίσχυσε και τον Ευαγόρα στην Κύπρο, στέλνοντάς του χρήματα, σιτηρά και πολεμικό υλικό και, κατά τον Διόδωρο Σικελιώτη, με ναυτική βοήθεια από 50 τριήρεις. Όταν οι Πέρσες στράφηκαν κατά του Ευαγόρα, προσπάθησαν να αποκόψουν τη συνεχή ενίσχυσή του από τον Άκορι, πράγμα που τελικά κατόρθωσαν αφού μπόρεσαν να υπερισχύσουν στη θάλασσα, με την δράση του στόλου του ναυάρχου Γλως και την αποκοπή της θαλάσσιας επικοινωνίας μεταξύ Κύπρου και Αιγύπτου.
Όταν οι Πέρσες πολιόρκησαν στενά τη Σαλαμίνα, ο Ευαγόρας κατόρθωσε να διασπάσει τον κλοιό (381 π.Χ.) και να πλεύσει με 10 τριήρεις στην Αίγυπτο, αφήνοντας αντικαταστάτη το γιο του Πνυταγόρα. Στην Αίγυπτο, κατά τον Διόδωρο Σικελιώτη, συναντήθηκε με τον Άκορι, ο οποίος, όμως, δεν ήταν σε θέση να προσφέρει στον Κύπριο βασιλιά ουσιαστικότερη βοήθεια. Μετά από αυτό, ο Ευαγόρας αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει με τους Πέρσες. Σύγχρονοι ιστορικοί πιστεύουν ότι πιο πιθανό είναι ο Ευαγόρας να συνάντησε στην Αίγυπτο τον διάδοχο του Άκορι, τον Νεκτανεβώ Β', μια κι ο Άκορις εκείνη περίπου την εποχή είχε ανατραπεί από το αιγυπτιακό ιερατείο.