ΑΠΟ ΤΑ ΤΕΙΧΗ ΤΗΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ήτανε μια ωραία μέρα του Μαΐου
κι από τα τύχη (μπρούντζινο το φως)
πήχτρα λαός στις πέντε η ώρα
με δάκρυα της Ανατολής κοιτούσε
το αλγεινό μπροστά του γεγονός.
Η φρίκη μαζευότανε στα δάκτυλά του,
ζουλούσε την καρδιά του, μαδούσε τη φωνή
κι έμενε ο λαός συμμαζωμένος
στα τείχη τα ολοκαίνουρια της Λευκωσίας.
Κάθε φορά που τ' άλογα του λυκόφρονα Τούρκου
σέρναν ξωπίσω τους το σώμα του ακριβού
πατέρα κι αδελφού και γιου και άντρα,
σε κάθε του νεκρού περιφορά
η σκοτεινή καρδιά τους σπαρταρά.
Αυτή ‘ναι η μοίρα των αγνοουμένων
Τέκνων της δυστυχούς πατρίδος να τους βλέπεις
Ωσάν σε πανελλήνιους αγώνες πίσω
Από τ' άρματα μέρες εννιά και χρόνια εννιά
Μες στο Δημόσιο Κήπο στα κομμένα
Δέντρα του Απόλλωνα στα αίματα λουσμένους
Και να κατατροπώνουν την ψυχή τους
Σκοτάδια η ψυχή τους στραγγισμένη
Απ' τ' ανελέητο μίσος των αλόγων
Κι η μαύρη ράχη του βουνού θλίψη ζωσμένη
Κι ολόδικοί τους ν' απελευθερώνουν
Εικόνες απ' το Σύμπαν-ο νεκρός τους είναι
Ο Κόσμος όλος το κλειδί και το θεμέλιο
Το πιο αγαπητερό περπάτημα και το διώμα
Το πρόσωπο κι η λάμψη του μες στα λουλούδια
Θέλουν να του φωνάξουν ν' ανεβεί
Μαζί τους πάνω στων τειχών τη ντάπια
Πλην δεν ακούει κανείς όλα είναι μαύρα
Ωσάν την πρώτη μέρα της δημιουργίας
Τα σύγνεφα τα γέρικα βαραίνουν
Στον ανελέητο χτύπο της καρδιάς.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ
(ΘΟΛΟΣ)