Ωχρα κυπριακή

Image

Η ώχρα είναι ορυκτή εύθραυστη άργιλλος που συνήθως συνίσταται από μείγμα υδροξειδίου του σιδήρου και από ουσίες αργιλλώδεις, αμμώδεις ή ασβεστολιθικές, αναμεμειγμένες και με προσμείξεις φωσφορικού οξέος και μαγγανίου. Ανάλογα, παρουσιάζεται σε διάφορους τόνους χρωμάτων. Χρησιμοποιείται ευρύτατα ως χρωστική ύλη είτε μόνη της είτε αναμεμειγμένη με άλλα χρώματα, ύστερα από διαδικασίες επεξεργασίας.

 

Η Κύπρος παρήγε ώχρα από τα αρχαία χρόνια. Μάλιστα δε ο Γαληνός, στο σύγγραμμά του Περί Ἀντεμβαλλομένων, λέγει ότι η ώχρα εχρησιμοποιείτο και στη φαρμακευτική. Αναφέρεται δε ιδιαίτερα στην κυπριακή ώχρα (ὤχρα Κυπρία) που, στη φαρμακευτική, μπορούσε να αντικαταστήσει το μίσυ ή και ν' αντικατασταθεί απ' αυτό. Το μίσυ* (που παρήγε επίσης κατά την Αρχαιότητα η Κύπρος) ήταν ορυκτό, παράγωγο των μεταλλείων του νησιού, ίσως ο χαλκοπυρίτης.

 

Στην Κύπρο τα κοιτάσματα ώχρας είναι σχετικά περιορισμένα σε σύγκριση με τα κοιτάσματα φαιοχώματος και συνδέονται άμεσα με τα κοιτάσματα των χαλκούχων σιδηροπυριτών. Θεωρούνται ως προϊόν υποθαλάσσιας διάβρωσης και οξείδωσης των κοιτασμάτων αυτών και ως εκ τούτου τα κοιτάσματα ώχρας βρίσκονται είτε πάνω από τα κοιτάσματα χαλκούχων σιδηροπυριτών, είτε κοντά τους.

 

Τα μεγαλύτερα κοιτάσματα ώχρας βρίσκονται στη Σκουριώτισσα*, μικρότερα δε στον Μαθιάτη* και στην Καλαβασό*. Όπως και το φαιόχωμα, η ώχρα τυγχάνει επεξεργασίας (διαπύρωση και λειοτρίβηση) σε ειδικά εργοστάσια στην Κύπρο (βλέπε και λήμμα λατομεία).