Ωριγένης

Image

Ο πρώτος μεγάλος λόγιος των Ελλήνων εκκλησιαστικών πατέρων της Ανατολής. Γεννήθηκε το 185 και πέθανε το 254 μ.Χ. Διακρίθηκε ως κριτικός και ερμηνευτής της Ἁγίας Γραφῆς και ως δογματικός της Εκκλησίας. Δίδαξε μεγάλη ποικιλία μαθημάτων στην Κατηχητική Σχολή της Αλεξάνδρειας. Υπήρξε ένας από τους πολυγραφότερους συγγραφείς. Παραδίδεται ότι έγραψε έξι χιλιάδες έργα και για τούτο ονομάστηκε «χαλκέντερος». Με τη διαδασκαλία του διαφώνησε η επίσημη Εκκλησία της Εποχής του. Αναθεματίστηκε μετά τον θάνατό του ο ίδιος και οι ιδέες του από την Ε΄  Οικουμενική Σύνοδο το 553 μ.Χ.

 

Ο Ωριγένης («γέννημα του [αιγύπτιου θεού] Ώρου») κατά το όνομα, «Αδαμάντιος» προήλθε από οικογένεια αστική και ευκατάστατη, ήταν ελληνικής παιδείας και άγνωστης καταγωγής (αιγυπτιακής, ελληνικής ή μεικτής). Ο νεοπλατωνικός Πορφύριος τον θέλει «Έλληνα που εξώκειλε στον χριστιανισμό». Ο πατέρας του Λεωνίδης, μάλλον γραμματοδιδάσκαλος προσήλυτος στον χριστιανισμό, καταδικάστηκε σε θάνατο κατά τον διωγμό που ακολούθησε την επίσκεψη του Σεπτίμιου Σεβήρου στην Αλεξάνδρεια. Είχε ήδη φροντίσει για τη μόρφωση του γιου του, τη μελέτη των χριστιανικών γραφών και την εγκύκλιο παιδεία του. Μεγαλωμένος στο περιβάλλον της πόλης, ο Ωριγένης στερήθηκε μέσα σε μια στιγμή τα πάντα: ο πατέρας νεκρός, η περιουσία τους δημευμένη και αυτός να είναι ο πρωτότοκος που πρέπει να μεγαλώσει τα έξι μικρότερα αδέλφια του.

 

Οι απόψεις του

Ο Ωριγένης βρίσκεται στην αφετηρία όλων των μυστικιστικπών συστημάτων του Βυζαντίου. Εκπαιδευμένος στη σχολή του Κλήμη και από τον πατέρα του, ήταν στην πραγματικότητα ένας Χριστιανός πλατωνιστής με ψήγματα Στωικής  φιλοσοφίας. Η φλογερή τάση του για ασκητισμό τον έκανε να ακολουθήσει κυριολεκτικά την εντολή του Ιησού Χριστού «εἰσὶν εὐνοῦχοι οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτοὺς διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Ματθαίος 19:12) και αυτοενουχίστηκε.  Σε τούτη την απόφαση ήταν εν μέρει επηρεασμένος, επίσης, από την πεποίθησή του ότι ο Χριστιανός πρέπει να ακολουθεί τα λόγια του Κυρίου του δίχως επιφυλάξεις. Ωστόσο αργότερα έκρινε διαφορετικά την ακραία πράξη του.

 

Στην κορυφή της πυραμίδας της Ύπαρξης την οποία περιγράφει βρίσκεται ένας Ύψιστος, αυτάρκης Θεός, η Μονάδα. Τούτη η Μονάδα στην ιστορική της εξέλιξη γίνεται Τριάδα, μια θεότητα γεμάτη δημιουργική ενέργεια. Στη δραστηριότητα αυτής της δημιουργικής ενέργειας οφείλεται η γέννηση ενός κόσμου καθαρών και αγνών πνευμάτων, που μετέχουν της γνώσης της Μονάδας. Μια μερίδα αυτών των αγνών πνευμάτων, κορεσμένη από την ευτυχία της μακάριας ύπαρξης, αποσκιρτά από τον κοσμικό νόμο. Η τιμωρία της είναι η εξορία στην ύλη, έναν τόπο που δημιουργήθηκε αποκλειστικά για αυτό το σκοπό. Ο άνθρωπος είναι ένα πνεύμα σε κατάσταση τιμωρίας και τούτη η τιμωρία είναι το εφαλτήριο της κίνησης για την επιστροφή στη Μονάδα.

 

Χάρη στη θεία οικονομία, η οποία εκφράζεται μέσω της ιδέας της Θείας Πρόνοιας, το πεπτωκός ανθρώπινο γένος τελικά θα βρει το δρόμο του προς τη θέωση, την επιστροφή στη μακάρια ύπαρξη. Η επιστροφή λοιπόν είναι το κύριο και μοναδικό καθήκον της ανθρώπινης ύπαρξης, η επιστροφή μέσω της μεσολάβησης του θείου Λόγου, που ενσαρκώνεται αναλαμβάνοντας ένα φυσικό φορέα, γενόμενος άνθρωπος ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους. Η πρώτη πράξη για την επιστροφή είναι ο ασκητισμός, μέσω του οποίου κυριαρχούνται τα πάθη. Η σωματική φύση σταδιακά αποβάλλεται, μετουσιώνεται, προκειμένου να προβάλλει ο πνευματικός άνθρωπος. Η πλήρης και ολοκληρωτική πνευματοποίηση είναι ο επιδιωκόμενος στόχος, έτσι ώστε η ύπαρξη να πλημμυρίσει από το θεϊκό μεγαλείο, δίχως όμως να αποκλείεται η επανάληψη της πτώσης εξαιτίας της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπινου όντος.

 

Υπάρχει μια κυρίαρχη τάση ανάμεσα στους μελετητές να θεωρούν το φιλοσοφικό και μάλλον κοσμικό σύστημα του Ωριγένη ως συμπαγές, αναλλοίωτο και τελεσίδικο. Ωστόσο, ο ίδιος, αν και πολυγραφότατος, δεν έφτασε ποτέ σε οριστικά συμπεράσματα. Γνώριζε πολύ καλά τα όρια της νοητικής διατύπωσης και τη θεωρούσε βοήθημα, όχι σύστημα ή θεολογικό δόγμα. Το γεγονός ότι η εκκλησία τον αναθεμάτισε αμετάκλητα το  553 μ.Χ  συνδέεται με την αντιπαράθεση της δογματικής αντίληψης των θεολόγων και της πειραματικής διάθεσης του Φιλοσόφου.

 

Η σύλληψή του για το Θεό είναι εξ ολοκλήρου αφηρημένη. Ο Θεός είναι μια τέλεια ενότητα, αόρατος και άυλος. Ξεπερνά την υλικότητα όλων των πραγμάτων και επομένως είναι ασύλληπτος και ακατανόητος. Είναι επιπλέον αμετάβλητος, πέραν του διαστήματος και του χρόνου. Όμως, η δύναμή Του περιορίζεται από την εγγενή καλοσύνη, δικαιοσύνη και φρόνησή Του, αν και είναι απαλλαγμένος από την ανάγκη, την καλοσύνη και την παντοδυναμία που Τον περιόρισε για να αποκαλυφθεί. Αυτή η αποκάλυψη, η εξωτερίκευση του Θεού, εκφράζεται από τον Ωριγένη με διάφορους τρόπους. Τα αρχέτυπα είναι μόνο ένας από τους πολλούς. Η αποκάλυψη ήταν η πρώτη δημιουργία του Θεού, προκειμένο

 

Αναφορές στο Ζήνωνα

Στο έργο του Κατά Κέλσου περιλαμβάνονται πληροφορίες για τον Κύπριο στωικό φιλόσοφο Ζήνωνα τον Κιτιέα και τον επίσης Κύπριο απόστολο Βαρνάβα. Για τον Ζήνωνα ο Ωριγένης γράφει τα ακόλουθα: Στην Πολιτεία του ο Κύπριος φιλόσοφος υποστήριζε ότι στις πολιτείες δεν πρέπει να κτίζονται ιερά, γιατί αυτά είναι έργα τεχνιτών και για τούτο δεν είναι ούτε άγια ούτε άξια σεβασμού. Ο Ζήνων και οι στωικοί καταδίκαζαν τη μοιχεία. Σε κάποιον που του είπε: «να πεθάνω αν δεν σε εκδικηθώ», ο Ζήνων απάντησε: «εγώ να πεθάνω αν δεν σε κάνω φίλο μου». Ο Ωριγένης κατηγορεί τον Ζήνωνα γιατί, αντίθετα προς τη χριστιανική άποψη, θεωρούσε ότι ο Θεός είναι σώμα. Παράλληλα κατηγορεί τον Κέλσο ότι θεωρούσε τον Ζήνωνα σοφότερο από τον Ιησού.

 

Τέλος ο Ωριγένης θεωρούσε γνήσια την καθολική Ἐπιστολή του Κυπρίου αγίου αποστόλου Βαρνάβα η οποία πολύ ενωρίς θεωρήθηκε νόθα και δεν περιελήφθη στα βιβλία της Καινῆς Διαθήκης.

 

 

Πηγές:

  1. Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια
  2. Βικιπαιδεία: Ωριγένης