Κύπριος λαϊκός ηγέτης της περιόδου της Φραγκοκρατίας. Γνωρίζουμε γι’ αυτόν όσα αναφέρει στο Χρονικόν του ο μεσαιωνικός χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς, που τον γράφει ως Ψιχίδην (παρ. 399 και 440). Ακολουθώντας τον Μαχαιρά, ο Στραμβάλδι τον ονομάζει Psichidi. Ωστόσο ο Φρ. Αμάτι τον αναφέρει ως Psiludi και ο Φλώριος Βουστρώνιος ως Psilludi, άρα Ψυλλίδην ή Ψυλλούδην.
Πιθανότατα το όνομά του ήταν Ψυλλίδης, εις δε το Χρονικόν του Μαχαιρά εγράφη λανθασμένα αφού το γράμμα λ θεωρήθηκε εύκολα στο χειρόγραφο ως χ.
Ο Ψυχίδης ή Ψυλλίδης ή Ψυλλούδης ήταν Λευκωσιάτης Κύπριος, προφανώς απελεύθερος τεχνίτης, που έζησε επί ημερών του βασιλιά της Κύπρου Πέτρου Β' (1369-1382), οπότε συνέβη και η καταστροφική εισβολή των Γενουατών στο νησί το 1373-1374.
Όταν, κατά τη διάρκεια της εισβολής των Γενουατών στην Κύπρο ανέλαβε ως αρχηγός της αντίστασης ο κοντοσταύλης Ιάκωβος (θείος του βασιλιά Πέτρου Β' και μετέπειτα βασιλιάς της Κύπρου ως Ιάκωβος Α'*), ο λαός της Λευκωσίας ξεσηκώθηκε και τον εμπόδισε από του να φύγει από την πρωτεύουσα και να πάει στην Αμμόχωστο όπου βρισκόταν κι ο νεαρός βασιλιάς Πέτρος Β'. Ο λόγος ήταν ότι ο λαός της Λευκωσίας απαιτούσε να παραμείνει ο κοντοσταύλης Ιάκωβος στην πρωτεύουσα ως αρχηγός της φρουράς της πόλης. Πίστευε ο λαός πως, εάν έφευγε ο κοντοσταύλης, η Λευκωσία θα παρέμενε χωρίς ικανή ηγεσία κι εύκολα θα έπεφτε στα χέρια των Γενουατών εισβολέων.
Ο λαός της Λευκωσίας, γράφει ο Μαχαιράς, παράτησε τις δουλειές του και βρισκόταν συνεχώς σε επιφυλακή, φρουρώντας τον κοντοσταύλη Ιάκωβο. Τότε ο Ψυχίδης σχημάτισε ένα σώμα από 60 άνδρες εθελοντές, κι ανέλαβε αυτός τη φρούρηση του κοντοσταύλη (και των πυλών της Λευκωσίας), ώστε οι υπόλοιποι να γυρίσουν στις δουλειές τους και να μη παθαίνουν όλοι μαζί ζημιές (από το ότι παραμελούσαν τις εργασίες τους). Έτσι όλοι συμφώνησαν καί ἀφῆκαν τό βάρος εἰς τόν Ψιχίδην, γράφει ο Μαχαιράς, και ὅλον τό πλῆθος τοῦ λαοῦ ἀναπαύτην καί ἔμεινεν κουβερνούρης [= διοικητής] ὁ κοντοσταύλης εἰς τήν Λευκωσίαν...
Ωστόσο αργότερα (την 21.11.1373) ο κοντοσταύλης κατόρθωσε να βγει κρυφά από τη Λευκωσία (οι άνθρωποι του Ψυχίδη που πρόσεχαν μια από τις πύλες, εκείνη της Αγίας Παρασκευής, είχαν αποκοιμηθεί) και να καταφύγει στην Κερύνεια απ' όπου με επιτυχία αντιμετώπισε την εκεί επίθεση των Γενουατών. Στο μεταξύ οι Γενουάτες είχαν καταλάβει και λεηλατήσει την Αμμόχωστο, όπου είχαν μάλιστα συλλάβει και τον ίδιο τον βασιλιά Πέτρο Β, κι αργότερα κατέλαβαν και τη Λευκωσία, ύστερα από σκληρές μάχες, την οποία επίσης λεηλάτησαν.
Όταν οι Γενουάτες σταθεροποιήθηκαν στη Λευκωσία, συνέλαβαν τον Ψυχίδη και τους άνδρες του (προφανώς ύστερα από προδοσία άλλων Λευκωσιατών). Ο Ψυχίδης και οι άνδρες του βασανίστηκαν απάνθρωπα από τους Γενουάτες, που τους κατέκαψαν τις σάρκες με πυρακτωμένα σίδερα, τελικά δε εκτελέστηκαν με απαγχονισμό (τον Δεκέμβριο του 1373).
Ο Ψυχίδης αυτός φαίνεται ότι ήταν ένα είδος λαϊκού ηγέτη ανάμεσα στον ελληνικό πληθυσμό της Λευκωσίας. Το γεγονός μάλιστα ότι ηγήθηκε «φρουράς» από απελεύθερους για να μπορούν οι υπόλοιποι να εργάζονται, φανερώνει ότι μεταξύ του ελληνικού πληθυσμού των απελεύθερων υπήρχε κάποιου είδους οργάνωση (βλέπε σχετική αναφορά σε ειδικό κεφάλαιο του λήμματος Φραγκοκρατία).