Με τις ονομασίες αυτές είναι γνωστά στην Κύπρο διάφορα αυτοφυή φυτά της οικογένειας των Υπερικωδών (Hypericaceae), που έχουν κι αρκετά άλλα τοπικά κυπριακά ονόματα, όπως βαρσαμόχορτον, σουμάτζ'ιν, κκελόχορτον, μαζούλιν, μαζουλόχορτον κλπ. Κυρίως όμως με τις ονομασίες ψυλλίνα (η) ή και ψυλλίτης (ο), είναι ευρύτερα γνωστά τα είδη Hypericum triquetrifolium, Hypericum perforatum και Hypericum crispum.
1. Hypericum triquetrifolium: Αυτοφυόμενο στην Κύπρο πολυετές φυτό που βλαστάνει με τα πρωτοβρόχια σε χέρσα και καλλιεργημένα εδάφη, κάποτε δε και στις όχθες και κοίτες χειμάρρων. Απαντάται από τα παράλια μέχρι και σε υψόμετρο 1.370 μέτρων περίπου. Είναι φυτό πολύκλαδο, με λεπτά μικρά φύλλα, που φθάνει σε ύψος μέχρι και 45 εκατοστόμετρα περίπου. Δίνει άνθη πολύ μικρά με βαθύ κίτρινο χρώμα και παράξενη λεπτή μυρωδιά. Ανθίζει μεταξύ Μαΐου και Σεπτεμβρίου.
Πριν ανακαλυφθούν τα εντομοκτόνα, το φυτό αυτό εχρησιμοποιείτο ευρέως ως διωκτικό επιβλαβών εντόμων. Τα μικρά φύλλα, και ιδίως τα άνθη του, τοποθετούνταν σε ρούχινα σακουλάκια που τα έβαζαν οι οικοκυρές σε ντουλάπια, σεντούκια και ερμάρια για να διώχνουν τον σκώρο που αποτελούσε μάστιγα και κατέστρεφε τον ρουχισμό.
Εκτός από την καταπολέμηση του σκώρου, το φυτό είχε χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά κι ως φάρμακο κατά του ψύλλου (Pulex irritans), γι’ αυτό εξάλλου πήρε και την ονομασία ψυλλίτης ή ψυλλίνα. Αφού μάζευαν τα άνθη του και τα ξήραιναν στον ήλιο, τα κοπάνιζαν ή τα άλεθαν και με τη σκόνη ράντιζαν τα εσώρουχα και τα στρώματα.
Το φυτό αυτό (το υπερικόν των αρχαίων Ελλήνων) έχει και διάφορες άλλες φαρμακευτικές ιδιότητες. Μεταξύ δε άλλων το έλαιόν του (Olio Hyperici) είναι θαυμάσιο κατά εγκαυμάτων κι άλλων πληγών.
2. Hypericum perforatum: Πολύ συγγενικό με το προηγούμενο, μόνο που φθάνει σε ύψος μέχρι κι ένα μέτρο περίπου. Δίνει κάπως μεγαλύτερα κι επίσης κίτρινου βαθιού χρώματος άνθη. Ανθίζει μεταξύ Μαΐου και Ιουλίου. Αυτοφύεται σε λοφοπλαγιές, δάση, καλλιεργημένους αγρούς, σε υψόμετρο μεταξύ περίπου 700 έως 1.700 μέτρων. Είναι το άσκυρον των αρχαίων Ελλήνων (έτσι το ονομάζει ο Διοσκουρίδης), γνωστό στους Νεοέλληνες ως βάλσαμο ή βαλσαμόχορτο, χελωνόχορτο, λειχηνόχορτο κλπ. Στην Κύπρο ονομάζεται και βαρσαμόχορτον και ψυλλίνα ή ψυλλίτης.
Έχει κι αυτό φαρμακευτικές ιδιότητες, κι όπως και το προηγούμενο, χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα σε παλαιότερες εποχές στη λαϊκή και πρακτική ιατρική.
Βλέπε λήμμα: Ιατρική
3. Hypericum crispum: Συγγενές με τα προηγούμενα είδος, που οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν υπερικόν (Διοσκουρίδης). Εάν φαγωθεί από ζώα, προξενεί σ' αυτά ασθένειες. Είναι κι αυτό φαρμακευτικό, ποώδες, πολυετές και φρυγανώδες. Αυτοφύεται σε χέρσα και καλλιεργημένα χωράφια, σε πευκόφυτες περιοχές κ.α. Πολύκλαδο, λεπτόκλαδο και μικρόφυλλο, εχρησιμοποιείτο για κάλυψη των κοφινιών με τα οποία μεταφέρονταν σταφύλια κι άλλα προϊόντα. Λόγω του ευλύγιστου και της αντοχής των κλαδιών του, που όταν το φυτό ξηραθεί, εύκολα απογυμνώνονται από τα μικρά φύλλα τους, εχρησιμοποιείτο ευρύτατα για την εκτροφή μεταξοσκωλήκων (ως κλαδιά ξηρά στα οποία οι μεταξοσκώληκες έπλεκαν τα κουκούλια τους), ως βάση για άπλωμα κι αποξήρανση προϊόντων (όπως λ.χ. τα σύκα) και για κατασκευή φρουκαλιών (μικρών σαρώθρων).
Στην Κύπρο αυτοφύονται κι άλλα 8 είδη υπερικού.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια