Ψουμίν

Image

Έτσι λέγεται στο τοπικό κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα το ψωμί, ο άρτος.

 

Η λέξη ψουμίν εχρησιμοποιείτο στην Κύπρο από τα Μεσαιωνικά χρόνια, τόσο κυριολεκτικά (εννοώντας τον άρτον) όσο και μεταφορικά. Στο Χρονικόν του Λεοντίου Μαχαιρά (15ος αιώνας) η λέξη απαντάται αρκετά συχνά, όπως λ.χ:

 

...ὡς καλός νοικοκύρης καί φρόνιμος ἀφέντης ὁ κοντοσταύλης... ἐκουβάλιεν τους ψουμίν...

 

Στην περίπτωση αυτή το ψουμίν σήμαινε γενικά προμήθειες σε φαγώσιμα είδη που ο κοντοσταύλης Ιάκωβος μετέφερε στην Κερύνεια για να εφοδιάσει την πόλη το 1373, εν όψει του πολέμου κατά των Γενουατών.

 

Βλέπε λήμμα: Γένουα και Κύπρος

 

Ωστόσο ο Μαχαιράς χρησιμοποιεί την λέξη ψουμίν για να υποδηλώσει το φέουδο. Τα φέουδα τα παραχωρημένα στους ιππότες οι Κύπριοι τα ονόμαζαν, εύστοχα, ψουμία, γιατί απ' αυτά εξασφάλιζαν οι ευγενείς τα εισοδήματά τους. Αυτή την ωραία μεταφορική έννοια την απαντούμε και στους αρχαίους Έλληνες, συγκεκριμένα σε αναφορά του Θουκυδίδη ότι ο Θεμιστοκλής είχε πάρει από τον βασιλέα των Περσών Μαγνησίαν μέν ἄρτον (Ἱστοριῶν Α', 138.5).

 

Μεταφορικά λοιπόν το ψουμίν ήταν, γενικά, το φέουδο που προσέφερε στον ιδιοκτήτη τους πόρους για να ζει. Έτσι γράφει ο Μαχαιράς πως ο βασιλιάς της Κύπρου Πέτρος Β' (1369 - 1382) ὅνταν ἐστέφθην, ἐχάρισεν πολλά ψουμία σε διάφορους. Παραχώρησε, δηλαδή, φέουδα. Κι αλλού σημειώνει:

 

...διότι   Ἀραδίππου καί περιοχή της καί λον τό ψουμίν το κυρο το Στύρου...

 

κι εννοεί την Αραδίππου κι όλες τις άλλες ιδιοκτησίες του λόρδου της Τύρου.

 

Αλλού πάλι ο Μαχαιράς με τη λέξη ψουμίν εννοεί το χρηματικό επίδομα (που εξασφάλιζε τον άρτον γι' αυτόν που το έπαιρνε):

 

..τότες ὁ ρήγας ἐποῖκεν ψουμίν τοῦ Μουντολίφ, αφ' ἂσπρα τῆς Κύπρου...

 

Δηλαδή ο Μοντολίφ πήρε επίδομα από 1.500 άσπρα κυπριακά βυζάντια.

 

Κι αλλού:

 

...ἄς τοῦ ποίσουν ψουμίν ν' χιλιάδες ἄσπρα...

 

Κατ' ακολουθίαν, ο ιππότης που κατείχε δικό του φέουδο (=ψουμίν), ονομαζόταν από τους Κυπρίους ψουμάτος. Γράφει ο Μαχαιράς:

 

...πέψε φέρε... καλούς καβαλλάρους ψουμάτους...

 

Κι αλλού:

 

...ἐμήνυσεν τοῦ  ἐμπαλῆ νά τούς πέψῃ δ' ψουμάτους καβαλλάριδες...

 

Σε άλλη περίπτωση ο Μαχαιράς αναφέρεται σε ψουμάτους και τήν δούλευσιν τοῦ ψουμιοῦ τους, δηλαδή σε φεουδάρχες και στο προσωπικό του φέουδού τους.

 

Η μεταφορική έννοια του ψουμιού ως εισοδήματος και γενικά πόρου ζωής, χρησιμοποιείται και σήμερα, σε φράσεις όπως λ.χ. (αυτό το κτήμα) εν το ψουμίν των παιδκιών μου.

 

Το ψουμίν απαντάται, βέβαια, και σε αρκετές παροιμιακές φράσεις, όπως για παράδειγμα:

 

* Εφάαμεν ψουμίν τζ' άλας(= ψωμί κι αλάτι), που σημαίνει ότι δυο άτομα πέρασαν τόσες δυσκολίες, ώστε γνωρίζει άριστα ο ένας τον άλλο.

* Μασ'αίριν ξένον, ψουμίν ξένον, κόβκε τζ'αι τρώε, που σημαίνει πως δεν είναι απαραίτητο να οικονομείς τα ξένα πράγματα.

* Δρόμος μακρύς, ψουμίν λλίον, που λέγεται για πολλή εργασία που δεν αμείβεται ικανοποιητικά:

* Ψουμίν δανεικόν, έμ που την ταπατζ'ιάν σου (=ψωμί δανεικό, προέρχεται από τη δική σου ψωμοθήκη), που σημαίνει πως τα δανεικά πρέπει να επιστρέφονται.

* Ψουμίν να 'σει το μοναστήριν, τζ'αι καλοήρους (βρίσκει) πολλούς, που σημαίνει πως όπου υπάρχει ευκαιρία, βρίσκονται πολλοί να προστρέξουν.

* Ψουμίν θέλουμεν, τζ'αι φούρνος ας μεν καπνίσει, που λέγεται για παράλογες απαιτήσεις αφού δεν μπορεί να γίνει ψωμί χωρίς ν' ανάψει ο φούρνος.

* Ψουμίν (να φάμεν) δεν είχαμεν τζ'αι ρεπάνια (για την όρεξιν) γυρεύκουμεν. Στη φράση αυτή το ψωμί ορθά αναφέρεται ως είδος πρώτης ανάγκης, αφού λέγεται για ανόητους που, αν και στερούνται των βασικών ειδών (ψωμί), φροντίζουν να εξασφαλίζουν δευτερεύοντα είδη (ρεπάνια ως ορεκτικά).

 

Υπάρχει ένα πλήθος παροιμιών που σχετίζονται με το ψουμίν, πράγμα που φανερώνει πόση σημασία δινόταν σ' αυτό ως κύριο κι απολύτως αναγκαίο είδος διατροφής σε παλαιότερες εποχές κατά τις οποίες επικρατούσε δυστυχία και οικονομική αθλιότητα, οπότε έναν κομμάτιν ψουμίν ήταν το βασικό είδος που δινόταν για ελεημοσύνη. Αλλά και πολλοί εργαζόμενοι δούλευαν σκληρά για έναν κομμάτιν ψουμίν. Πρβλ. και το ποίημα:

 

Ψουμίν τζ' ελιάν που το πρωίν

τζ'αι κρόμμυον που πάνω,

γέρημη φτώσ'εια έφας μας

στον κόσμον παραπάνω...

 

όπου το ψουμίν, η ελιά και το κρεμμύδι είναι το γεύμα του φτωχού. Εξάλλου και η φράση εν λλία τα ψουμιά του (=είναι λίγα τα ψωμιά του) σημαίνει ότι κάποιος δεν πρόκειται να ζήσει για πολύ ακόμη, είναι μετρημένες οι μέρες του.

 

Βλέπε λήμμα: Σιτηρά

 

Το ψωμί ήταν κύριο και βασικό είδος διατροφής από τα αρχαιότατα χρόνια. Έχουν δε βρεθεί κι αρχαίες πήλινες παραστάσεις γυναικών που ασχολούνται με σχετικές εργασίες, όπως το άλεσμα των σιτηρών και το ζύμωμα για παρασκευή του ψωμιού.

 

Στην Κύπρο το ψωμί ψηνόταν, μέχρι και πρόσφατα, στον παραδοσιακό κυπριακό φούρνον που ήταν κτισμένος στην αυλή όλων σχεδόν των σπιτιών. Το ζύμωμα του αλευριού γινόταν στην ξύλινη σκάφην κι όταν τα ψωμιά σχηματίζονταν, έμπαιναν στην πινακωτήν, μακρύ σανίδι με λαξευμένα κοιλώματα σε σχήμα ψωμιού, με την οποία μεταφέρονταν στον φούρνο. Σήμερα λειτουργούν σύγχρονα αρτοποιεία.

 

Ωστόσο είδη ψωμιών που προορίζονταν για ιεροτελεστίες στις εκκλησίες (μνημόσυνα και γιορτές) δεν είχαν την ονομασία ψουμίν. Λέγονταν (και λέγονται) άρτοι και πρόσφορα (ως προσφορές) και αυτά τα ψωμιά (συνήθως άσπρα, από καλής ποιότητας σιτάλευρο) σφραγίζονταν στο πάνω μέρος τους με ειδική σφραγίδα, το λεγόμενο τυπάριν, που είχε θρησκευτική παράσταση με σταυρό.

 

Φθηνότερα ήταν τα ψωμιά που παρασκευάζονταν από κριθάρι (που ήταν φθηνότερο του σιταριού). Από κριθάρι παρασκευαζόταν στα μοναστήρια και μικρό ψωμί για διατροφή των εργαζομένων σ' αυτά, που λεγόταν σταμπόλιν.

 

Το σιταρένιο (ή σιταρένον) ψουμίν ήταν το καλύτερο κι ακριβότερο. Παρασκευάζονταν επίσης ψωμιά με αλεύρι ανάμεικτο από σιτάρι και κριθάρι. Στα χρόνια του Β' Παγκοσμίου πολέμου, και προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα διάθεσης αμπελουργικών προϊόντων, στα ψωμιά αναμειγνύονταν και σταφίδες, ύστερα από διάταγμα της τότε αποικιακής κυβέρνησης.

 

Προκειμένου να διατηρούν τα ψωμιά για αρκετά διαστήματα, οι οικοκυρές τα έκοβαν στη μέση, κατά πλάτος και τα ξαναφούρνιζαν ώστε να «ποξαμαδκιάσουν», να γίνουν δηλαδή ξερά. Έτσι διατηρούνταν και, όταν επρόκειτο να φαγωθούν, βρέχονταν με νερό για να μαλακώσουν. Αυτός ο «δίπυρος άρτος» λεγόταν και καυκαλιά.

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

Φώτο Γκάλερι

Image
Image