Λέγεται και κουκκουμάχος (ο). Είδος ανεμώνης (λαλέ) που αυτοφύεται στην Κύπρο, μαζί με άλλα συγγενικά είδη. Επιστημονική ονομασία: Anemone blanda. Οικογένεια: Ρανουνκουλιδών (Ranunculaceae).
Πολυετές αγριολούλουδο με ακανόνιστο κονδυλώδες ρίζωμα (που μοιάζει με το εδώδιμο ρίζωμα του γλυκοκολόκασου, γνωστού και ως γέρελμασ'ι). Τα φύλλα του είναι τριγωνοειδή, όπως του μαϊντανού και των καλλωπιστικών βατραχίων. Είναι πορφυρόχρωμα, έχουν πλάτος περί τα 3 εκ. και μήκος περί τα 5,5. Στην κορφή του μίσχου, που το ύψος του φθάνει τα 15 εκ., ανοίγουν τα κυανοπόρφυρα άνθη του που μοιάζουν με τα άνθη άλλων φυτών λαλέ (Anemone sp.), μόνο που έχει λεπτότερα πέταλα.
Αρέσκεται σε παχιά εδάφη, κάποτε και καλλιεργημένα, κι απαντάται σε υψόμετρο μέχρι και 610 μέτρων περίπου. Αυτοφύεται στους πρόποδες της οροσειράς του Πενταδάκτυλου, στις περιοχές Μύρτου, Κοντεμένου, Αγίου Επικτήτου, Κυθρέας, Καρπασίας, Πάφου, Πόλης, Μαζωτού κ.α.
Το κονδυλώδες, σαν πατάτα, ρίζωμά του τρωγόταν ωμό σε παλαιότερες εποχές από τους ανθρώπους, αφού καθαριζόταν από τη μαύρη φλούδα του. Έχει άσπρο χρώμα, λεπτή μυρωδιά και γλυκία γεύση. Αυτά γνωρίζει κι ένα πουλί, ο κάρκας ή κοράζινος (Corvus corone cornix) που ξεθάβει με το δυνατό του ράμφος το ρίζωμα του φυτού, το καθαρίζει και το τρώγει. Γι’ αυτό και το φυτό λέγεται ψουμίν του κάρκα.
Πρώτος που ανακάλυψε το ωραίο αυτό αγριολούλουδο και το πρόσθεσε στον κατάλογο της κυπριακής χλωρίδας, ήταν ο διάσημος Αυστριακός βιολόγος και πτηνολόγος Τ. Kotshy, που βρισκόταν στην Κύπρο το 1864.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια