Παράγωγο του χαλκού στην αρχαία Κύπρο, που αναφέρουν οι αρχαίοι συγγραφείς Διοσκουρίδης και Πλίνιος.
Ο Διοσκουρίδης (Περί Ὕλης Ἰατρικῆς, 5.74, 4) αναφέρει την χρυσόκολλα μαζί με άλλα παράγωγα του χαλκού που προέρχονταν από τα μεταλλεία των Σόλων. Ο ίδιος συγγραφέας (ό.π.π., 5,89) γράφει ότι η κυπριακή χρυσόκολλα ήταν τρίτη σε ποιότητα, μετά την αρμενική και τη μακεδονική. Αλλά πάλι από την κυπριακή, καλύτερη ήταν η καθαρή, ενώ απορριπτέα ήταν η αναμειγμένη με πέτρες και χώματα.
Για την κυπριακή χρυσόκολλα (=βασικός ανθρακικός χαλκός, μαλαχίτης), ο Πλίνιος κάνει αναφορά στο έργο του Naturalis Historia (33.89 και 33.93). Λέγει ότι στην Κύπρο παραγόταν χρυσόκολλα δυο ειδών: η ξηρή που εχρησιμοποιείτο για καλλυντικά, και η υγρή. Προσθέτει επίσης πως οι χρυσοχόοι χρησιμοποιούσαν ένα άλλο είδος χρυσόκολλας για συγκόλληση του χρυσαφιού۬ αυτή παρασκευαζόταν αφού αναμειγνυόταν σκωρία χαλκού με ούρα μικρού παιδιού και με προσθήκη σόδας (νίτρου), κι αφού κοπανιζόταν σε γουδιά από κυπριακό χαλκό, με κοπάνια πάλι από κυπριακό χαλκό.
Ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός (Ἱστορία Χρονολογική.... 1788, σσ. 41 και 367), λέγει ότι η χρυσόκολλα ήταν το λεγόμενο βιτριόλι κι έβγαινε όχι από τον χαλκό αλλά από φλέβες χρυσού στην περιοχή Χρυσοχούς. Ήταν, λέγει, ένας λάκκος, του οποίου το νερό ετοποθετείτο σε γούρνες όπου, σε λίγες ώρες, έπηζε και γινόταν κρύσταλλος, κι αυτή ήταν η χρυσόκολλα.
Βλέπε λήμμα: Χρυσοχού
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια