Αρχιεπίσκοπος Κύπρου από το Νοέμβριο του 1977 μέχρι την τιμητική του παύση, λόγω ασθένειας, τον Μάιο του 2006. Στον αρχιεπισκοπικό θρόνο διαδέχθηκε τον αποθανόντα το 1977 αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ', πρώτο πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πιο πριν διετέλεσε επίσκοπος Πάφου και χωρεπίσκοπος Κωνσταντίας.
Ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος γεννήθηκε στο χωριό Στατός της επαρχίας Πάφου στις 27 Σεπτεμβρίου του 1927. Το κοσμικό του όνομα ήταν Χριστόφορος. Παιδί φτωχής αγροτικής οικογένειας, διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα στο δημοτικό σχολείο του χωριού του, από το οποίο κι αποφοίτησε το 1940. Αμέσως μετά εισήχθη ως δόκιμος στο μοναστήρι της Παναγίας του Κύκκου όπου υπηρέτησε κατά τα επόμενα 6 χρόνια, παρακολουθώντας ταυτόχρονα και τα μαθήματα στο σχολείο του μοναστηριού.
Το 1946 εστάλη από το μοναστήρι στη Λευκωσία, για φοίτηση στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, αρχίζοντας (ύστερα από εξετάσεις) από την τρίτη τάξη. Αποφοίτησε από το Παγκύπριο Γυμνάσιο το 1950 κι αμέσως μετά διορίστηκε γραμματέας του ηγουμενοσυμβουλίου του μοναστηριού του. Στις 18 Φεβρουαρίου 1951 χειροτονήθηκε σε διάκονο από τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ', παίρνοντας το όνομα Χρυσόστομος.
Τον επόμενο χρόνο (1952) εστάλη στην Αθήνα ως υπότροφος του μοναστηριού του, για ανώτερες σπουδές. Παρακολούθησε τα μαθήματα της Φιλοσοφικής και της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου της ελληνικής πρωτεύουσας, από το οποίο αποφοίτησε το 1961. Στο μεταξύ από το 1957 (όταν ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ' απελευθερώθηκε από την εξορία του στις Σεϋχέλλες και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα), ο Χρυσόστομος ανέλαβε τη διεύθυνση του Γραφείου Εθναρχίας της Εκκλησίας της Κύπρου στην Αθήνα.
Όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του, το 1961, επέστρεψε στην Κύπρο και διορίστηκε από το μοναστήρι του Κύκκου ως ιεροκήρυκας. Στις 29 Οκτωβρίου του 1961 χειροτονήθηκε σε πρεσβύτερο και προεχειρίσθη σε αρχιμανδρίτη. Από το 1961 μέχρι το 1966 εργάστηκε ως καθηγητής της θεολογίας στο Παγκύπριο Γυμνάσιο και στην Ιερατική Σχολή «Απόστολος Βαρνάβας».
Το 1966 πήγε στην Αγγλία για μεταπτυχιακές σπουδές και εκμάθηση της αγγλικής γλώσσας, και παρέμεινε εκεί μέχρι το 1968. Το 1968 επέστρεψε στην Κύπρο όπου, στις 28 Μαρτίου, ύστερα από πρόταση του αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ', εξελέγη από την Ιερά Σύνοδο ως χωρεπίσκοπος της Αρχιεπισκοπής (άμεσος βοηθός του αρχιεπισκόπου Μακαρίου) με τον τίτλο του χωρεπισκόπου Κωνσταντίας. Χειροτονήθηκε σε επίσκοπο στις 14 Απριλίου 1968.
Δίπλα στο Μακάριο
Ως χωρεπίσκοπος Κωνσταντίας, ο Χρυσόστομος στάθηκε αποφασιστικά στο πλευρό του αρχιεπισκόπου Μακαρίου κατά την κρίσιμη περίοδο του 1971-1973, οπότε ο Μακάριος, τόσο ως αρχιεπίσκοπος όσο κι ως πρόεδρος της Κύπρου, βαλλόταν από πολλές κατευθύνσεις: από την ελληνική στρατιωτική χούντα, από την παράνομη οργάνωση ΕΟΚΑ Β' του στρατηγού Γεωργίου Γρίβα, από τους τρεις Κυπρίους επισκόπους, τους Πάφου Γεννάδιο, Κιτίου Άνθιμο και Κυρηνείας Κυπριανό, που δημιούργησαν εκκλησιαστική κρίση ζητώντας την παραίτηση του, ακόμη κι από δυνάμεις πέραν του κυπριακού και του ελλαδικού χώρου. Λόγω της στάσης του, στο πλευρό του αρχιεπισκόπου Μακαρίου, ο Χρυσόστομος κινδύνευσε επανειλημμένα, εις δε την Αμμόχωστο έγινε επίθεση πολιτών εναντίον του.
Οι τρεις Κύπριοι επίσκοποι τελικά καθαιρέθηκαν από μείζονα και υπερτελή σύνοδο που συνήλθε στη Λευκωσία το καλοκαίρι του 1973. Στο μεταξύ ο ένας των τριών επισκόπων, ο Πάφου Γεννάδιος, είχε κηρυχθεί ήδη ως έκπτωτος αφού, λόγω της πολιτικής αντιπαράθεσής του προς τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο, είχε έλθει σε αντιδικία προς τον λαό της εκκλησιαστικής του περιφέρειας και είχε εκδιωχθεί από την έδρα του. Προκηρύχθηκαν τότε επισκοπικές εκλογές στην περιφέρεια Πάφου, με υποψήφιο (ύστερα από υπόδειξη του αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ') τον Χρυσόστομο Κωνσταντίας. Ο Χρυσόστομος εξελέγη δια βοής επίσκοπος Πάφου στις 28 Ιουλίου 1973 και ενθρονίστηκε την επόμενη μέρα.
Κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος κατά του προέδρου Μακαρίου, τον Ιούλιο του 1974, ο Μακάριος κατέφυγε στην Πάφο. Το κτίριο της εκεί επισκοπής κανονιοβολήθηκε από τους πραξικοπηματίες. Ο Μακάριος διέφυγε εκτός Κύπρου (με προτροπή και του Χρυσοστόμου), ο δε Χρυσόστομος συνελήφθη και, μαζί με τους άλλους αρχιερείς, περιορίστηκε στο κτίριο του μετοχίου του Αγίου Προκοπίου, κοντά στη Λευκωσία, φρουρούμενος από ισχυρή δύναμη πραξικοπηματιών. Εξάλλου οι πραξικοπηματίες διόρισαν παράνομα τον έκπτωτο πρώην επίσκοπο Πάφου Γεννάδιο ως «τοποτηρητή» του αρχιεπισκοπικού θρόνου.
Εισβολή
Λίγες μέρες αργότερα ακολούθησε η τουρκική στρατιωτική εισβολή στην Κύπρο που επέφερε τη μεγαλύτερη τραγωδία στη νεότερη ιστορία του νησιού. Ο Πάφου Χρυσόστομος πήγε λίγο αργότερα στο Λονδίνο, όπου συνάντησε τον εκεί εξόριστο αρχιεπίσκοπο Μακάριο που τον κάλεσε να επιστρέψει στην Κύπρο. Ο ίδιος ο Χρυσόστομος, επιστρέφοντας στο νησί, άρχισε αγώνα για να μεθοδεύσει και επιτύχει την επιστροφή του Μακαρίου, σε συνεργασία με τις δημοκρατικές δυνάμεις του νησιού. Τελικά ο Μακάριος μπόρεσε να επιστρέψει στην Κύπρο στις 7 Δεκεμβρίου 1974.
Μετά τον θάνατο του αρχιεπισκόπου Μακαρίου, στις 3 Αυγούστου 1977, ο Χρυσόστομος ανέλαβε, ως ο πρώτος ιεραρχικά από τους επισκόπους, κι ως τοποτηρητής του χηρεύοντος αρχιεπισκοπικού θρόνου. Στις 12 Νοεμβρίου 1977 εξελέγη ομόφωνα ως αρχιεπίσκοπος Κύπρου, κι ενθρονίστηκε την επόμενη μέρα, που ήταν και η μέρα της ονομαστικής του γιορτής (13 Νοεμβρίου).
Ο Χρυσόστομος πήρε μέρος, ως χωρεπίσκοπος Κωνσταντίας, σε διάφορες αποστολές στο εξωτερικό, συνοδεύοντας τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Ως αρχιεπίσκοπος, πήρε μέρος σε πολλά εκκλησιαστικά συνέδρια στην Κύπρο και στο εξωτερικό και εκπροσώπησε την Εκκλησία της Κύπρου σε διεθνείς εκδηλώσεις. Είχε ισχυρές προσωπικές απόψεις για το εθνικό θέμα της Κύπρου, που το θεωρούσε ως πρόβλημα κατοχής και απελευθερωτικού αγώνα του σκλαβωμένου τμήματος του νησιού. Η δυναμική έκφραση των απόψεών του τον έφερε αρκετές φορές σε αντιπαράθεση με πολιτικά κόμματα της Κύπρου.
Ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος (Βίντεο Ψηφιακός Ηρόδοτος-Αρχείο ΡΙΚ) διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στα πολιτικά δρώμενα του τόπου και με τη δυναμική του παρουσία επηρέαζε σε μεγάλο βαθμό και την πολιτική ζωή. Στήριξε σωματεία και οργανώσεις και διάφορες αντικατοχικές εκδηλώσεις, καθώς στο πολιτικό πρόβλημα της Κύπρου ήταν ανυποχώρητος υπερασπιστής των δικαίων του ελληνικού κυπριακού λαού. Μεταξύ άλλων, και στο πλαίσιο καλύτερης εξυπηρέτησης του αγώνα της Κύπρου, ίδρυσε το 1990 και τον ραδιοτηλεοπτικό σταθμό «Ο Λόγος». Οργάνωσε επίσης διεθνή εκστρατεία προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς της Κύπρου που ελεηλατείτο στο κατεχόμενο τμήμα του νησιού και επιστροφή εκκλησιαστικών θησαυρών που είχαν κλαπεί από τους Τούρκους και πωληθεί στο εξωτερικό. Συνεργάστηκε Αντιμετώπισε επίσης διάφορα σκάνδαλα που είχαν αποκαλυφθεί στους εκκλησιαστικούς κύκλους.
Το 2002 ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος είχε ένα ατύχημα από πτώση στην Αρχιεπισκοπή. Στη συνέχεια η κατάσταση της υγείας του επιδεινωνόταν συνεχώς, και κατέληξε να τον καταστήσει ανίκανο να εκτελεί τα καθήκοντά του. Για ένα διάστημα τον αντικαθιστούσε (με τον τίτλο του προεδρεύοντος της Ιεράς Συνόδου) ο μητροπολίτης Πάφου Χρυσόστομος. Τελικά, και αφού κατέστη σαφές ότι ο αρχιεπίσκοπος δεν θα ήταν δυνατό να γινόταν καλά, επενέβη το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ο πατριάρχης Βαρθολομαίος, προκειμένου να τερματίσει την αταξία που επεκράτησε στην ιεραρχία της Εκκλησίας της Κύπρου και τους διαπληκτισμούς μεταξύ των ιεραρχών, συγκάλεσε διευρυμένη σύνοδο που πραγματοποιήθηκε τον Μάιο του 2006 στο Σαμπεζί της Ελβετίας. Η σύνοδος κήρυξε, στις 17 του μηνός, κενό τον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κύπρου, με τιμητική παύση του ασθενούντος αρχιεπισκόπου. Έτσι άνοιξε ο δρόμος για εκλογή νέου αρχιεπισκόπου. Εξελέγη ο Πάφου Χρυσόστομος, ως Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β.
Βλέπε Βίντεο: Συνέντευξη Χρυσόστομος Α στην εκπομπή Αρχονταρίκι
Ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Α πέθανε ένα και πλέον χρόνο αργότερα, στις 22 Δεκεμβρίου του 2007.
Πηγή: