Δεν υπάρχουν γραπτές πηγές για την ίδρυση του μοναστηριού της Παναγίας Χρυσορροϊάτισσας (Χρυσορογιάτισσας) στην Πάφο. Οι παλαιότερες πληροφορίες που υπάρχουν ανάγονται στον 18ο αιώνα. Ο Βασίλι Μπάρσκυ επισκέφθηκε το μοναστήρι το 1735 και το βρήκε μικρό και εξαρτημένο από το μοναστήρι του Κύκκου. Τότε υπήρχε ένας οικονόμος και δυο μοναχοί που στέλνονταν από το μοναστήρι του Κύκκου. Ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός το αναφέρει σαν ένα από τα μοναστήρια που ανήκαν στη Μητρόπολη Πάφου. Όπως φαίνεται ο Πάφου Πανάρετος (1767-1790) κατόρθωσε να καταστήσει το μοναστήρι αυτοτελές. Το 1768 ύστερα από προτροπή του κατεδαφίσθηκε η παλαιά μικρή εκκλησία του μοναστηριού και αντικαταστάθηκε με τη σημερινή, μεγάλων σχετικά διαστάσεων, εκκλησία. Τα εγκαίνια της νέας εκκλησίας έγιναν τον Σεπτέμβριο του 1770. Τότε ο Πάφου Πανάρετος χειροτόνησε ως ηγούμενο του μοναστηριού τον οικονόμο Καλλίνικο. Τότε φαίνεται έγινε προσπάθεια περισυλλογής των διαφόρων παραδόσεων που υπήρχαν για την ίδρυση του μοναστηριού. Σύμφωνα με τις παραδόσεις αυτές το μοναστήρι της Χρυσορροϊάτισσας ιδρύθηκε από τον μοναχό Ιγνάτιο. Την ολοκλήρωση της καταγραφής των διαφόρων παραδόσεων για την ίδρυση και την ιστορία του μοναστηριού έκαμε ο ηγούμενος του μοναστηριού Ιωακείμ (1794-1821). Ο Ιωακείμ ήταν πολύ δραστήριος και σ' αυτόν οφείλεται η ανέγερση της ανατολικής, της νότιας και της δυτικής πτέρυγας του μοναστηριού, που με διάφορες επεμβάσεις σώζονται μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με την επιγραφή πάνω από την είσοδο του Συνοδικού του μοναστηριού η ανοικοδόμηση έγινε το 1798. Ο διάδοχος του Ιωακείμ Χαρίτων (1821-1827) κατάρτισε και κατάλογο των ηγουμένων από την ίδρυση του μοναστηριού μέχρι την εποχή του. Δυστυχώς δεν αναφέρει τις πηγές του. Ο Ιωακείμ παράγγειλε στον Ιωάννη Κορνάρο το 1801 μια χαλκογραφία της Παναγίας Χρυσορροϊάτισσας με δέκα μικρογραφίες στο πλαίσιο που διηγούνται την ίδρυση του μοναστηριού και θαύματα της Παναγίας. Σύμφωνα λοιπόν με τις διηγήσεις αυτές ο μοναχός Ιγνάτιος που ασκήτευε ψηλότερα στο όρος Κρεμμαστή είδε μακριά στην παραλία της Πάφου, στην τοποθεσία Μουλιά, δυνατό φως. Πήγε εκεί και βρήκε την εικόνα της Παναγίας Χρυσορροϊάτισσας που είχε ρίψει στη θάλασσα της Κιλικίας μια γυναίκα την εποχή της εικονομαχίας για να τη σώσει από την καταστροφή. Τα κύματα μετέφεραν την εικόνα στην Κύπρο όπου έμεινε μέχρι το 1152 οπότε τη βρήκε ο Ιγνάτιος και την μετέφερε στο βουνό Ρογιά όπου έκτισε το μοναστήρι ύστερα από υπόδειξη της Παναγίας στη θέση που βρίσκεται μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με την παράδοση η εικόνα της Παναγίας Χρυσορροϊάτισσας είναι μια από τις εβδομήντα εικόνες που ζωγράφισε ο απόστολος Λουκάς. Η εικόνα φυλάσσεται μέχρι σήμερα στο εικονοστάσιο του μοναστηριού που κατασκευάσθηκε το 1770 μαζί με το προσκυνητάριο, τον δεσποτικό θρόνο και τα στασίδια.
Το μοναστήρι της Παναγίας Χρυσορροϊάτισσας έχει σχήμα ακανόνιστου ορθογωνίου. Τα μοναστηριακά κτίρια καταλαμβάνουν και τις τέσσερις πλευρές μιας εσωτερικής αυλής στο μέσο της οποίας είναι κτισμένη η εκκλησία. Η ανατολική και η νότια πτέρυγα αποτελούνται από ισόγειο και όροφο. Η δυτική και η βόρεια αποτελούνται από ισόγειο και ημιυπόγειο. Η νότια πτέρυγα έχει σχήμα κεφαλαίου Γ, αμβλυγώνιου. Πριν, δηλαδή, η νότια πτέρυγα φθάσει τη δυτική κάμπτεται προς τα νότια. Μπροστά από τα κελιά τόσο του ισογείου όσο και του ορόφου υπάρχει βεράντα που στηρίζεται κάτω σε τόξα και πάνω σ' ευθύγραμμο επιστύλιο που φέρεται από πέτρινους οκτάπλευρους πεσσούς. Το Συνοδικό στο ισόγειο με την προέκταση του ναού που καλύπτεται με σταυροθόλιο και όλο το ημιυπόγειο της δυτικής πτέρυγας είναι κτίσμα του 18ου αιώνα. Τα υπόλοιπα τμήματα της δυτικής πτέρυγας είναι νεότερα. Η βόρεια πτέρυγα καταστράφηκε από τον σεισμό του 1953 και ξανακτίσθηκε αμέσως κατόπιν. Το μοναστήρι κάηκε ολοκληρωτικά το 1967 και επιδιορθώθηκε κατά τα έτη 1967-1969. Από την πυρκαγιά δεν επηρεάσθηκε η εκκλησία και η τοιχοδομία των μοναστηριακών κτιρίων.
Από τα σημαντικότερα κειμήλια του μοναστηριού της Χρυσορροϊάτισσας είναι οι εικόνες. Παλαιότερη είναι η εικόνα του Χριστού στο τέμπλο του τέλους του 16ου ή των αρχών του 17ου αιώνα, με επιζωγραφήσεις του 18ου αιώνα, η εικόνα της Παναγίας Χρυσορροϊάτισσας, ίσως του 17ου αιώνα, με αργυρεπίχρυση επένδυση του 1762. Οι υπόλοιπες εικόνες είναι του 18ου αιώνα και του 19ου αιώνα. Αξιόλογος είναι ο χρυσοκέντητος επιτάφιος του 1797 καθώς και τα ασημένια καντήλια της εκκλησίας. Στα τυφλά τόξα πάνω από τις εισόδους της εκκλησίας υπάρχουν τοιχογραφίες του 1802. Τοιχογραφία υπάρχει και στο τυφλό τόξο πάνω από την είσοδο του Συνοδικού.
Το μοναστήρι της Παναγίας της Χρυσορροϊάτισσας είχε μικρά μετόχια στη Λευκωσία, απέναντι από την εκκλησία της Φανερωμένης και στη Λεμεσό, εκεί που είναι η εκκλησία της Αγίας Τριάδος. Τα μετόχια αυτά πούλησε το μοναστήρι στην εκκλησία της Φανερωμένης (που το κατεδάφισε και έκτισε καταστήματα και διαμερίσματα στη δεκαετία του 1920) και στους ενορίτες της Αγίας Τριάδος στη Λεμεσό (που το κατεδάφισαν και έκτισαν τη σημερινή εκκλησία της Αγίας Τριάδος και διαμερίσματα των κληρικών της εκκλησίας). Κτήματα κι ελαιόδενδρα είχε το μοναστήρι σε πολλά χωριά της Λεμεσού και σε μερικά της επαρχίας Λάρνακας (Μαρώνι-Χοιροκοιτία-Ψεματισμένος-Ορά).