Χρύσανθος επίσκοπος Μόρφου

Image

Επίσκοπος Μόρφου, ο πρώτος κάτοχος της έδρας αυτής από την ίδρυσή της τον Νοέμβριο του 1973. Γεννήθηκε στο νησί Κως της Δωδεκανήσου το 1927. Από το 1933 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Κύπρο. Αποφοίτησε από το Παγκύπριο Γυμνάσιο το 1944. Το 1954 χειροτονήθηκε διάκονος. Τον ίδιο χρόνο ενεγράφη στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ' όπου κι αποφοίτησε το 1958. Στο μεταξύ από το 1955 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και το 1959 προεχειρίσθη σε αρχιμανδρίτη. Το 1960 πήγε στην Τυβίγγη της Γερμανίας για μεταπτυχιακές τριετείς θεολογικές σπουδές, με ειδίκευση στην Παλαιά Διαθήκη.

 

Επιστρέφοντας στην Κύπρο μετά το τέλος των σπουδών του, υπηρέτησε για 10 χρόνια (1963-1973) ως προϊστάμενος στην ενορία της Παλλουριώτισσας. Επίσης, από το 1966 μέχρι το 1973, υπηρέτησε και ως διευθυντής του γραφείου θρησκευτικής διαφώτισης της Αρχιεπισκοπής, όπως και καθηγητής στην Ιερατική Σχολή «Απόστολος Βαρνάβας». Αντιπροσώπευσε την Εκκλησία της Κύπρου σε διάφορα διεθνή συνέδρια. Δημοσίευσε άρθρα σε περιοδικά κι εφημερίδες και συνέγραψε διάφορα βιβλία. Τον Νοέμβριο του 1972 αναγορεύθηκε σε διδάκτορα της θεολογίας από τη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

 

Την 1η Αυγούστου 1973 ο Χρύσανθος εξελέγη χωρεπίσκοπος (με τον τίτλο του Λήδρας) και στις 5 Αυγούστου 1973 χειροτονήθηκε σε επίσκοπο. Στις 17 Νοεμβρίου 1973 εξελέγη ομόφωνα επίσκοπος Μόρφου. Ήταν τότε που, μετά το εκκλησιαστικό πραξικόπημα των τριών επισκόπων Γενναδίου, Ανθίμου και Κυπριανού κατά του αρχιεπισκόπου και προέδρου Μακαρίου Γ' και την καθαίρεσή τους από Μείζονα και Υπερτελή σύνοδο, εξελέγησαν νέοι επίσκοποι και οι έδρες αυξήθηκαν κατά δύο, με τη δημιουργία των θρόνων Λεμεσού και Μόρφου. Ο πλήρης τίτλος του είναι επίσκοπος Μόρφου και πρόεδρος Σολέας. Χειροτονήθηκε και ενθρονίστηκε την επομένη της εκλογής του (18 Νοεμβρίου 1973).

 

Μετά την τουρκική εισβολή του καλοκαιριού του 1974 και την κατάληψη της Μόρφου από τα τουρκικά στρατεύματα, έδρευε στην Ευρύχου.

 

Όταν ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος, που δρούσε ως τοποτηρητής του θρόνου μετά τον θάνατο του επισκόπου Χρυσάνθου, προκήρυξε κανονικά εκλογές στην εκκλησιαστική περιφέρεια Μόρφου προς ανάδειξη νέου επισκόπου, οι κάτοικοι της περιοχής, σχεδόν σύσσωμοι, ετάχθησαν υπέρ της εκλογής ως νέου επισκόπου του αρχιμανδρίτη της περιφέρειας Παγκρατίου Μερακλή. Ο αρχιεπίσκοπος και άλλα μέλη της Ιεράς Συνόδου υποστήριξαν ότι ο αρχιμανδρίτης Παγκράτιος δεν μπορούσε να διεκδικήσει τον θρόνο, λόγω μη ενάρετου βίου. Οι κάτοικοι της περιοχής επέμεναν ιδιαίτερα έντονα υπέρ της εκλογής Παγκρατίου, για τον οποίο η Ιερά Σύνοδος προχώρησε σε δίκη.

 

Κατά την πρώτη φάση της εκλογικής διαδικασίας (εκλογή γενικών αντιπροσώπων), ο Παγκράτιος (αν και αναγκάστηκε να δηλώσει ότι δεν ενδιαφερόταν για το αξίωμα και έφυγε για την Ελλάδα) συγκέντρωσε περίπου το 95% των ψήφων.

 

Στην επιμονή του αρχιεπισκόπου να μη θεωρεί κατάλληλο τον αρχιμανδρίτη, οι κάτοικοι της περιοχής Μόρφου αντέταξαν τη δική τους θέληση υπέρ του Παγκρατίου. Η αντιπαράθεση αρχιεπισκόπου και λαού της περιοχής Μόρφου πήρε εκρηκτικές διαστάσεις, απασχόλησε το παγκύπριο για μήνες, ενώ δεν έλειψαν και οι μαχητικές διαδηλώσεις υποστήριξης του Παγκρατίου και σημειώθηκαν βίαια και αιματηρά επεισόδια στην περιοχή της Αρχιεπισκοπής στη Λευκωσία.

 

Τελικά, με τη μεσολάβηση του προέδρου της Δημοκρατίας Γλαύκου Κληρίδη και άλλων (περιλαμβανομένων και θεολόγων καθηγητών από την Ελλάδα), και αφού δεν αποδείχθηκαν οι κατηγορίες κατά του αρχιμανδρίτη, επήλθε συμβιβασμός που προέβλεπε: αποκατάσταση του αρχιμανδρίτη στην περιφέρεια Μόρφου, αναβολή της διαδικασίας εκλογής νέου επισκόπου μέχρις ότου «ηρεμήσουν τα πνεύματα» και ανάθεση της τοποτηρητείας της επισκοπής Μόρφου στον επίσκοπο Κυρηνείας (που ήταν αποδεκτός και από τους κατοίκους της περιοχής Μόρφου).

 

Ο επίσκοπος Χρύσανθος (Σαρηγιάννης) πέθανε στις 21 Ιανουαρίου του 1996 και διάδοχός του εξελέγη το 1998 ο Νεόφυτος*.