Αρχιεπίσκοπος Κύπρου για μακρό διάστημα, από το 1767 μέχρι τον θάνατό του την 1η Οκτωβρίου 1810 (περίοδος Τουρκοκρατίας). Στον αρχιεπισκοπικό θρόνο διαδέχθηκε τον αρχιεπίσκοπο Παΐσιον, ενώ του Χρυσάνθου διάδοχος ήταν ο εθνομάρτυρας αρχιεπίσκοπος Κυπριανός.
Ο Χρύσανθος καταγόταν από το χωριό Τρεις Ελιές της Μαραθάσας και ανήκε σε γνωστή οικογένεια της περιοχής, μέλη της οποία ανήλθαν αργότερα σε αρχιερατκούς θρόνους, όπως οι ανεψιόι του Μητροπολίτες Κιτίου Μελέτιος (1776-1797) και Xρύσανθος (1797-1810), καθώς και ο μικρός ανεψιός του Eθνο΅άρτυρας Μητροπολίτης Πάφου Χρύσανθος (1805-1821). Mέλος της ίδιας οικογένειας και ανεψιά του Aρχιεπισκόπου ήταν επίσης η Μαρουδιά Παυλίδη, σύζυγος του Δραγου΅άνου Χατζηγεωργάκη Κορνεσίου, ο οποίος δέσποζε στη ζωή της χώρας στα τέλη του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου.
. Δεν είχε ευρεία μόρφωση αλλά ήταν ικανός περί τα εκκλησιαστικά θέματα και χαρακτηριζόταν από ζήλο για την εκπλήρωση των καθηκόντων του. Δεν εστερείτο, επίσης, πολιτικού αισθητηρίου, και κατόρθωσε ν' αντεπεξέλθει σε πάρα πολλές δυσκολίες και να υπερπηδήσει σοβαρότατα εμπόδια. Η μακρά (43ετής) αρχιεπισκοπεία του ήταν περιπετειώδης.
Πριν γίνει αρχιεπίσκοπος Κύπρου, ο Χρύσανθος είχε διατελέσει για πέντε περίπου χρόνια επίσκοπος Πάφου (ως Χρύσανθος Α'). Στον θρόνο της Πάφου ανήλθε στις 5 Μαϊου 1762, διαδεχόμενος τον επίσκοπο Ιωακείμ Γ'. Τον Ιανουάριο του 1767 εξελέγη αρχιεπίσκοπος Κύπρου, μετά τον θάνατο του Παϊσίου την Πρωτοχρονιά του ίδιου χρόνου. Κύρια γεγονότα της περιόδου της αρχιεπισκοπείας του Χρυσάνθου υπήρξαν ο αγώνας της Κυπριακής Εκκλησίας κατά του εγκληματία μουχασίλη (=διοικητή) της Κύπρου Χατζημπακκή, η εξέγερση του 1804 (που οδήγησε στη πτώση του ισχυρού δραγομάνου Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου) και η βίαιη απομάκρυνση του Χρυσάνθου προς όφελος του νέου αρχιεπισκόπου Κυπριανού ο οποίος και τον αντικατέστησε παράνομα. Ακόμη, ο Χρύσανθος ανακαίνισε πολλές εκκλησίες, εξέδωσε διάφορα βιβλία και γενικά εργάστηκε σκληρά για το ποίμνιό του μέσα σε σκληρές συνθήκες. Δεν απέφυγε όμως τη διαμάχη προς αντιπάλους του, από τους οποίους δέχθηκε διάφορες κατηγορίες και ιδίως, κατά τα τέλη της ζωής του, ότι μετέτρεψε τα της Εκκλησίας σε οικογενειακή υπόθεση, προωθώντας σε εκκλησιαστικά αξιώματα τους συγγενείς του.
Ως επίσκοπος Πάφου ο Χρύσανθος είναι γνωστός για τη συμμετοχή του στον αγώνα της Εκκλησίας της Κύπρου κατά του μουχασίλη Τζηλ Οσμάν (1764) και στην αντιμετώπιση της εξέγερσης Τούρκων και Λινοβαμβάκων μαζί και Χριστιανών το 1765-1766 υπό τον φρούραρχο Χαλήλ. Μάλιστα ο Πάφου Χρύσανθος, μαζί με τον επίσκοπο Κυρηνείας που επίσης λεγόταν Χρύσανθος, συνόδευσαν τον αρχιεπίσκοπο Παΐσιο στο μυστικό ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη το 1765, προκειμένου να εκθέσουν στην Πύλη τα γεγονότα στην Κύπρο και να ζητήσουν βοήθεια για επαναφορά της τάξης. Στην Κύπρο επέστρεψαν τον Φεβρουάριο του 1766 και λίγο αργότερα το κίνημα υπό τον Χαλήλ κατεστάλη από σουλτανικά στρατεύματα που είχαν σταλεί στο νησί.
Κατά των μοναχών εμπόρων
Από την αρχή της θητείας του ως αρχιεπισκόπου ο Χρύσανθος προσπάθησε να επιβάλει την τάξη και την κοσμιότητα σε εκκλησιαστικά ζητήματα. Μάλιστα σε σύνοδο που συγκάλεσε τον Οκτώβριο του 1775 (με τη συμμετοχή των επισκόπων Πάφου Παναρέτου, Κιτίου Μακαρίου και Κυρηνείας Σωφρονίου) απαγόρευσε στους μοναχούς να αναδέχονται παιδιά από το άγιο βάπτισμα, επειδή είχε διαπιστώσει ότι οι μοναχοί βάπτιζαν μόνο και μόνο για ν' αποκτούν ελεύθερη είσοδο στα σπίτια των κοσμικών (ως ανάδοχοι των παιδιών τους), για να τριγυρίζουν στα χωριά, να εμπορεύονται κλπ. Η σχετική συνοδική απόφαση επέκρινε με δριμύτητα πολλά άτοπα μοναχών και μοναστηριών και προειδοποιούσε ότι τέτοιοι μοναχοί θα εκδιώκονταν από τα μοναστήρια τους, προκειμένου να σταματούσαν οι κατηγορίες του λαού κατά των μοναστηριών. ’λλη συνοδική απόφαση σύστηνε την κοσμιότερη τέλεση γάμων. Φαίνεται ότι αρκετοί μοναχοί εκδιώχθηκαν από τα μοναστήρια τους, επειδή άλλη συνοδική απόφαση (του Ιανουαρίου του 1781) απαγόρευε αυστηρά στα μοναστήρια να δέχονται μοναχούς που είχαν εκδιωχθεί από άλλα λόγω της κακής διαγωγής τους. Εξάλλου σώζονται διάφορες εγκύκλιοι του Χρυσάνθου , εκδομένες κατά καιρούς, με ηθικές παραινέσεις προς τον λαό.
Ανακαινίσεις ναών
Το ενδιαφέρον του αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου για τις εκκλησίες και τα μοναστήρια υπήρξε μεγάλο και συνεχές. Στον Κτηματολογικό Κώδικα της Αρχιεπισκοπής (σσ. 1098-1100) υπάρχει μακρός κατάλογος εκκλησιών και μοναστηριών που ανοικοδομήθηκαν εκ βάθρων ή ανακαινίστηκαν με τη φροντίδα και βοήθεια του αρχιεπισκόπου (αναφέρονται συνολικά 81 εκκλησίες και μοναστήρια μέχρι το 1795 οπότε σταματά η καταγραφή, συνεπώς μόνο κατά τα πρώτα 28 χρόνια της θητείας του). Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται τα μοναστήρια Αρχαγγέλου στον Αναλιόντα, Χρυσορροϊάτισσας, Αγίου Παντελεήμονος Αχεράς, Αγίου Ηρακλειδίου, Εγκλείστρας (Αγίου Νεοφύτου), Καντάρας, Μακεδονίτισσας, Κανακαρίας, Αγίας Θέκλης, Αγίου Σπυρίδωνος, Αγίου Αναστασίου, Αγίου Μνάσωνος. Η ανακαίνιση ή ανοικοδόμηση εκκλησιών στη Λευκωσία και στα περίχωρα, στην Αμμόχωστο και σε πολλά χωριά των επαρχιών Λευκωσίας, Λάρνακας, Αμμοχώστου και Πάφου ακόμη, υπήρξε πράγματι γιγάντιο (υπό τις συνθήκες) έργο. Διότι είναι γεγονός ότι εξαιτίας της αθλιότητας στην οποία είχε περιέλθει ολόκληρη η Κύπρος κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, όλοι σχεδόν οι ναοί και τα μοναστήρια είχαν μισοερειπωθεί (πολλά τέτοια οικοδομήματα είχαν ερειπωθεί εντελώς και εγκαταλειφθεί). Ωστόσο η ανοικοδόμηση εκκλησιών ήταν δύσκολο έργο κι από πολιτική άποψη, αφού κάτι τέτοιο (δηλαδή το κτίσιμο χριστιανικών ναών) προκαλούσε την αντίδραση των Τούρκων που το έβλεπαν ως ανταγωνισμό προς τα μωαμεθανικά τζαμιά.
Κατά της σπατάλης
Χαρακτηριστική της κατάστασης που επικρατούσε, είναι σωζόμενη εγκύκλιος του αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου με την ευκαιρία των εορτών του Πάσχα του 1798. Ο αρχιεπίσκοπος σύστηνε με την εγκύκλιό του την αποφυγή της πολυτέλειας και της σπατάλης κατά τις εορτές, λόγω του ότι επικρατούσε γενικότερη δυστυχία κατά τον χρόνο εκείνο, και δήλωνε ότι ο ίδιος θα αισθανόταν μεγάλη ευχαρίστηση εάν οι πιστοί απέφευγαν να του στείλουν τα καθιερωμένα πασχαλινά δώρα, όπως κουλούρια και φλαούνες. Με άλλη εγκύκλιό του, τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου, σύστηνε ξανά οικονομία και περιστολή των άσκοπων εξόδων, μεταξύ των οποίων περιελάμβανε τα πολλά κόλλυβα και τους άρτους κατά τις εορτές, το άναμμα πολλών και μεγάλων κεριών και λαμπάδων σε τελετές, την αποφυγή κατασκευής και προσφοράς γλυκισμάτων, την αποφυγή των κεριών σε τελετές γάμων κλπ. Τέτοια πράγματα τα θεωρούσε ως μάταια και ανώφελα έξοδα και σύστηνε τα περισσεύματα, εάν υπήρχαν, να δίνονται σε ελεημοσύνες και φιλανθρωπίες. Η σύσταση εκ μέρους του αρχιεπισκόπου να αποφεύγονται τέτοιες σπατάλες, όπως κι αυτό το απλό άναμμα κεριών, φανερώνει σε ποια δεινή θέση βρισκόταν τόσο οικονομικά όσο και γενικότερα ο χριστιανικός πληθυσμός της Κύπρου.
* * *
Ο Χρύσανθος, από την πρώτη στιγμή που ανήλθε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, αντιμετώπισε σοβαρότατα όσο και ποικίλα προβλήματα που συνέθεταν μια τραγική κατάσταση για την Κύπρο ολόκληρη: επικρατούσε γενικά πείνα και δυστυχία, συνεπεία καταστροφής της γεωργίας τον προηγούμενο χρόνο (1766) ۬ εξάλλου λόγω επιδημίας πανώλους, που είχε σημειωθεί από το 1759, είχαν πεθάνει πάρα πολλοί κι ο πληθυσμός του νησιού είχε μειωθεί σημαντικά. Πολλοί Κύπριοι είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν το νησί διά τήν δυστυχίαν τῶν γεννημάτων [=της γεωργικής παραγωγής] καί στενοχωρίαν τῆς πείνης καί διά τήν βαρυτάτην ἀπαίτησιν τῶν πολλῶν δοσιμάτων [=φόρων], σύμφωνα προς εγγραφή στον Κτηματολογικό Κώδικα της Αρχιεπισκοπής.
Παρά τη δυστυχία και την πείνα, οι φόροι εξακολουθούσαν να είναι μεγάλοι, μάλιστα δε ο πληθυσμός που είχε απομείνει είχε επιβαρυνθεί και με την πληρωμή φόρων για εκείνους που είχαν πεθάνει από πανώλη. Επιπρόσθετα, ήταν ακόμη ανοικτές και οι πληγές από την πρόσφατη εξέγερση του 1765-1766 υπό τον Χαλήλ και την καταστολή της από στρατεύματα που είχαν έλθει από τη Μικρά Ασία. Επικεφαλής μικρού αριθμού τέτοιων στρατευμάτων είχε έλθει κι ο Σουλεϋμάν* εφέντης που έγινε μουχασίλης (κυβερνήτης) της Κύπρου το 1766. Ο Σουλεϋμάν εξακολουθούσε να είναι μουχασίλης όταν έγινε αρχιεπίσκοπος ο Χρύσανθος. Σύμφωνα προς εγγραφή στον Κτηματολογικό Κώδικα της Αρχιεπισκοπής, ο Σουλεϋμάν ήταν ἀνήρ τύραννος καί πανοῦργος τόν τρόπον καί τῇ γνώμῃ, ἀκόρεστος, πρός αἰσχροκέρδειαν ἀνεκδιηγήτους μηχανάς καί δολιότητας καί καταδιωγμούς μηχανευόμενος κατά πάντων, ἴνα ἐμπλήσῃ τήν φιλοχρήματον αὐτοῦ γνώμην.
Μόλις ο Χρύσανθος έγινε αρχιεπίσκοπος, πρώτην φροντίδα ἐπελάβετο, ὅπως ἀναστείλῃ τήν ἀκόρεστον ὁρμήν ἐναντίον τοῦ πλεονέκτου ἡγεμόνος, καί ἐπεχείρησεν εὐθύς, ἳνα ἐλευθερῶσῃ τούς ὀρθοδόξους ἐκ τῆς ἁρπακτικῆς ὁρμῆς καί κακώσεως, ὅσπερ μετά πολλῶν μόχθων μάλα καλῶς ἐκατόρθωσεν, σύμφωνα και πάλι προς τον ίδιο Κώδικα της Αρχιεπισκοπής.
Πράγματι, ο μουχασίλης Σουλεϋμάν αντικαταστάθηκε το 1767 ή το 1768, αλλά δεν γνωρίζουμε ως ποιο βαθμό συνέβαλαν σ' αυτήν την αντικατάσταση οι προσπάθειες του Χρυσάνθου.
Ο αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος συνέδεσε το όνομά του και με τον σκληρό αγώνα της Εκκλησίας της Κύπρου κατά του ληστή και δολοφόνου Χατζημπακκή, πρώην ξυλοκόπου, που κατόρθωσε να γίνει κυβερνήτης της Κύπρου με αποτέλεσμα το νησί να γνωρίσει, υπό την εξουσία του, πολλά δεινά. Για τον περιβόητο αυτό μουχασίλη της Κύπρου βλέπε λήμμα Χατζημπακκής ή Χατζημπακκή αγάς. Εδώ σημειώνουμε μόνο την πτυχή του όλου θέματος που σχετίζεται με την Εκκλησία και τον αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο.
Όταν οι για χρόνια αυθαιρεσίες του Χατζημπακκή (ή Στραομπακκή), τα εγκλήματά του και η άγρια εκμετάλλευση του λαού με μονοπώλια κι επιβολή βαρύτατων φορολογιών οδήγησαν τα πράγματα στο απροχώρητο, ο αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος αποφάσισε να πάει ο ίδιος προσωπικά στην Κωνσταντινούπολη, μάλιστα συνοδευόμενος κι από τους άλλους ιεράρχες, προκειμένου να καταγγείλει τον τύραννο στην Πύλη. Η αναχώρηση των ιεραρχών έγινε κρυφά, στις 22 Αυγούστου 1783, από φόβο μήπως ο Χατζημπακκής παρεμποδίσει την αποστολή ή και τους συλλάβει. Τον αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο συνόδευαν οι επίσκοποι Πάφου Πανάρετος, Κιτίου Μελέτιος και Κυρηνείας Σωφρόνιος, όπως κι ο ηγούμενος Κύκκου Μελέτιος.
Ο τύραννος της Κύπρου, όταν πληροφορήθηκε για την αποστολή των ιεραρχών, αφενός κινητοποίησε τα μέσα τα οποία διέθετε και τους φίλους του στην Κωνσταντινούπολη, ώστε πέτυχε την έκδοση σουλτανικής διαταγής που κήρυσσε τους Κυπρίους ιεράρχες έκπτωτους και όριζε όπως εξοριστούν στο ’γιον Όρος۬ αφετέρου επιστράτευσε και τον προστάτη του καπουτάν πασά (αρχηγό του οθωμανικού στόλου) προκειμένου να βρει και να συλλάβει τους φυγάδες ιεράρχες. Αυτοί πληροφορήθηκαν τις εξελίξεις αυτές στην Χίο, όπου είχαν φθάσει καθ' οδόν προς την Κωνσταντινούπολη. Φοβούμενοι για τη ζωή τους κατέφυγαν στη Σμύρνη όπου και κρύφτηκαν, ο μεν αρχιεπίσκοπος στο σπίτι του εκεί προξένου της Ολλανδίας, οι δε άλλοι σε άλλα σπίτια.
Στη συνέχεια ο Χατζημπακκής πέτυχε, μέσω των υψηλών φίλων του στην Κωνσταντινούπολη, να εκβιάσει το Οικουμενικό πατριαρχείο όπως θεωρήσει κενούς τους αρχιερατικούς θρόνους της Κύπρου. Το πατριαρχείο, υποκύπτοντας, εξέδωσε και σχετικό έγγραφο στις 30 Οκτωβρίου 1783 που απευθυνόταν προς τον κλήρο και τον λαό της Κύπρου και τους καλούσε να εκλέξουν άλλους αρχιερείς. Το απαράδεκτο κι αντικανονικό αυτό έγγραφο υπέγραψαν ο πατριάρχης Γαβριήλ Δ' κι άλλοι επτά συνοδικοί αρχιερείς του Οικουμενικού πατριαρχείου.
Υπό την αφόρητη πίεση του τυράννου Χατζημπακκή εξελέγησαν τότε αντικανονικά τέσσερις κληρικοί για πλήρωση των θρόνων. Ουσιαστικά δεν επρόκειτο καν για εκλογή αλλά για επιλογή του ίδιου του Χατζημπακκή. Ως αρχιεπίσκοπος επελέγη ο ηγούμενος Μαχαιρά Ιωαννίκιος, ενώ ως επίσκοποι επελέγησαν ο ηγούμενος Παλλουριώτισσας Ιωακείμ στον θρόνο της Πάφου, ο ηγούμενος του Αγίου Λαζάρου Λάρνακας Χρύσανθος στον θρόνο Κιτίου και ο έξαρχος Κυρηνείας Ιωαννίκιος στον θρόνο Κυρηνείας. Γι αυτούς μάλιστα εξεδόθησαν και τα αναγκαία σουλτανικά βεράτια, επικυρωτικά της εκλογής τους.
Ωστόσο προέκυψε, αμέσως μετά, άλλο εκκλησιαστικό πρόβλημα, το πρόβλημα της χειροτονίας κι ενθρόνισης των νέων αρχιερέων, εφόσον δεν υπήρχαν αρχιερείς για να προβούν σε χειροτονία κι ενθρόνισή τους. Πάντα υπό πίεση, ο οικουμενικός πατριάρχης Γαβριήλ Δ' απευθύνθηκε τότε στον πατριάρχη Αντιοχείας Δανιήλ, ζητώντας του να στείλει αρχιερείς στην Κύπρο ώστε να γίνουν οι χειροτονίες. Η σχετική επιστολή του Γαβριήλ Δ' προς τον Αντιοχείας Δανιήλ (21.3.1784) είναι χαρακτηριστική του βαθμού της πιέσεως που είχε δεχθεί. Γράφει ότι ἐπροστάχθημεν παρά τοῦ ὑπέρτατου ἐπιτρόπου τῆς κραταιᾶς βασιλείας... εἰς τό νά γράψωμεν αὐτῇδιά νά στείλῃδι' ἐκδόσεώς της τρεῖς τῶν ὑποκειμένων αὐτῇ ἀρχιερέων εἰς τήν νῆσον Κύπρον, ὅπως χειροτονήσωσι νέον ἀρχιεπίσκοπον Κύπρου καί τούς ὑπ' αὐτῷ ἀρχιερεῖς ὡς ἤδη ἐκεῖπροεκλελενμένους.
Η σαφής αναφορά ἐπροστάχθημεν καθώς κι ο χαρακτηρισμός των αναμενόντων να χειροτονηθούν ως ήδη εκεί [στην Κύπρο] προεκλελεγμένων δείχνουν ότι είχε ασκηθεί μεγάλη πίεση, κι ότι τα πάντα ήταν ήδη αποφασισμένα.
Προς τον Αντιοχείας Δανιήλ στάλθηκε και επιστολή από την Κύπρο, ημερομηνίας 21 Απριλίου 1784, υπογραμμένη από τους ιερωμένους που ανέμεναν να χειροτονηθούν και να καταλάβουν τους τέσσερις θρόνους, κι από άλλους κληρικούς, προεστούς και κοτζαμπάσηδες. Και με την επιστολή αυτή εζητείτο να σταλούν στην Κύπρο τρεις αρχιερείς για να κάνουν τις χειροτονίες. Φαίνεται ότι και οι Κύπριοι είχαν πιεστεί από τον τύραννο Χατζημπακκή να εκλέξουν νέους ιεράρχες. Τούτο αποδεικνύεται από επιστολή των Κυπρίων που είχε σταλεί στον οικουμενικό πατριάρχη Γαβριήλ Δ' σχετικά με το όλο θέμα. Η επιστολή αναφέρει ότι οι ίδιοι οι Κύπριοι (δηλαδή οι ιερωμένοι, οι προεστοί και οι κοτζαμπάσηδες) είχαν δώσει στον ηγεμόνα (=στον Χατζημπακκή) τα ονόματα των τεσσάρων υποψηφίων (προφανώς ύστερα από απαίτησή του) αλλά, γράφουν στον πατριάρχη, όλοι δηλώνουν ότι ήταν ευχαριστημένοι από τους προηγούμενους αρχιερείς (τον αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο και τους άλλους φυγάδες) που τους ονομάζουν μάλιστα γνησίους καί νομίμους ἀρχιερεῖς ἡμῶν. Προσθέτουν ακόμη ότι ὡς καθολικούς ἀρχιερεῖς ἡμῶν ἀποδεχόμεθα μέχρι τέλους τῆς ζωῆς αὐτῶν και εύχονται, τέλος, τήν αὐτῶν πάλιν εἰς τούς ἰδίους θρόνους ἀποκατάστασιν.
Συνεπώς, ενώ οι Κύπριοι έδωσαν στον Χατζημπακκή τα ονόματα τεσσάρων κληρικών ως νέων αρχιερέων, ταυτόχρονα δήλωναν ότι αναγνώριζαν τους προηγούμενους κι επιθυμούσαν την επάνοδό τους.
Το όλο πρόβλημα αντελήφθη ορθά ο πατριάρχης Αντιοχείας Δανιήλ, που θεώρησε ότι χειροτονία νέων αρχιερέων στην Κύπρο θα ήταν αντικανονική και παράνομη, εφόσον οι προηγούμενοι ούτε είχαν πεθάνει, ούτε είχαν καθαιρεθεί από την Εκκλησία, ούτε είχαν παραιτηθεί. Έτσι αρνήθηκε να επέμβει, επισημαίνοντας ταυτόχρονα ότι η Εκκλησία Αντιοχείας δεν είχε δικαίωμα να κάνει χειροτονίες στην Κύπρο και μετέθεσε το όλο θέμα ξανά στο Οικουμενικό πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Ακόμη περισσότερο, ο πατριάρχης Αντιοχείας συνέστησε στο Οικουμενικό πατριαρχείο να μη βιαστεί να κάνει τις χειροτονίες αλλά να περιμένει πρός νουνεχεστέραν καί συμφεροτέραν σκέψιν.
Στο μεταξύ όλους αυτούς τους μήνες ο αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος και οι επίσκοποι συνέχισαν να κρύβονται στη Σμύρνη. Στην Κύπρο, πάλι, οι παράνομοι αντικαταστάτες των κατέλαβαν και διαχειρίζονταν τους αντίστοιχους θρόνους. Ο τύραννος Χατζημπακκής απαίτησε τώρα απ' αυτούς το ποσόν των 100.000 γροσίων, προκειμένου να τους υποστηρίξει μέχρι τέλους. Οι επιβάτες των θρόνων δεν δίστασαν να συμφωνήσουν με την απαίτηση, προκειμένου να κρατήσουν τα αξιώματα, αλλά δεν είχαν τόσα πολλά χρήματα για να πληρώσουν. Έτσι άρχισαν να εκποιούν εκκλησιαστικές περιουσίες, ακόμη και ιερά σκεύη, αλλά και πάλι μάζεψαν μόνο 16.943 γρόσια, ποσόν που δεν ικανοποίησε, βέβαια, τον Χατζημπακκή, που τους ανάγκασε να υπογράψουν έγγραφα, αποδεχόμενοι το υπόλοιπο τεράστιο ποσόν ως χρέος τους.
Οι Κύπριοι έγραψαν τότε ξανά στο Οικουμενικό πατριαρχείο και κατήγγειλαν τα όσα απαράδεκτα συνέβαιναν, όπως κατήγγειλαν και τις αυθαιρεσίες των επιβατών των θρόνων, που τους κατηγόρησαν ότι τάς μέν ἀνά πᾶσαν τήν νῆσον ἀπεγύμνωσαν ἐκκλησίας, τά δέ ἠ φάνισαν μοναστήρια καί ἐγένοντο παραίτιοι πωλήσεως ἱερῶν δίσκων, ἀστερίσκων καί ἱερατικῶν ἀμφίων, ἐν χερσίν ἀσεβῶν. Ταυτόχρονα στάλθηκαν και τρεις απεσταλμένοι στην Κωνσταντινούπολη, για να διεκτραγωδήσουν και προφορικά την κατάσταση στο πατριαρχείο. Οι απεσταλμένοι των Κυπρίων ήταν ο Παύλος Χατζηθεοδοσίου από τη Λευκωσία, ο Χατζηιωάννης από τη Σολιά και ο Χατζηπαύλος από τη Λεμεσό.
Όμως ταυτόχρονα προς τις προσπάθειες αυτές (που στρέφονταν βέβαια και κατά του τυράννου Χατζημπακκή), οι φυγάδες αρχιερείς κατέβαλλαν άλλες προσπάθειες, από τη Σμύρνη, για να αρθεί το διάταγμα για τη σύλληψη και εξορία τους, για αποκατάστασή τους και, βεβαίως, για παύση του Χατζημπακκή και απομάκρυνσή του. Έστειλαν προς τούτο στην Κωνσταντινούπολη ένα πράκτορά τους, τον Γεράσιμον τον Κρητικόν, πρώην δάσκαλο και μετέπειτα μητροπολίτη Θεσσαλονίκης.
Για τις ενέργειες του Γερασίμου υπάρχουν αμφιλεγόμενες απόψεις. Μερικοί (όπως οι Χάκκετ-Παπαϊωάννου) τον θεωρούν ως πράκτορα, στην πραγματικότητα, του Χατζημπακκή. Τούτο όμως δεν αποδεικνύεται, αντίθετα μάλιστα ο Γεράσιμος εξετέλεσε την αποστολή του εκ μέρους των Κυπρίων φυγάδων ιεραρχών, όμως (κατά τον Σέργιον Μακραίον) λόγω αναξιότητας δαπάνησε τεράστια ποσά. Ο Αθανάσιος Κομνηνός Υψηλάντης πάλι (Τά μετά τήν Ἃλωσιν, σ. 638) θεωρεί τον Γεράσιμο ως εκείνο που ουσιαστικά κατόρθωσε να επιτύχει την καθαίρεση του Χατζημπακκή από το αξίωμα του κυβερνήτη της Κύπρου. Ο Γεράσιμος κατόρθωσε να συναντηθεί με τον μεγάλο βεζίρη και να τον πείσει για τα δίκαια των Κυπρίων, κι αφού προετοίμασε το έδαφος, πήγε στην Κωνσταντινούπολη και ο επίσκοπος Κιτίου Μελέτιος, αφού κατόρθωσε να φύγει από τη Σμύρνη και να ταξιδέψει κρυφά. Εκεί, και με τη βοήθεια και του οικουμενικού πατριαρχείου, κατορθώθηκε να ανακληθεί το διάταγμα εξορίας των Κυπρίων αρχιερέων, ν' αποκατασταθούν αυτοί στους θρόνους των και να παυθεί ο Χατζημπακκής. Τότε το οικουμενικό πατριαρχείο επανεξέτασε το ζήτημα των τεσσάρων κληρικών που είχαν καταλάβει τους αρχιερατικούς θρόνους παράνομα στην Κύπρο, κι επέβαλε σε όλους την ποινή της καθαίρεσης. Αργότερα η ποινή αυτή ακυρώθηκε۬ πάντως οι θρόνοι αποδόθηκαν στους νομίμους κατόχους τους.
Στη συνέχεια οι Κύπριοι ιεράρχες παρέμειναν για αρκετό διάστημα στην Κωνσταντινούπολη, για την εκδίκαση της υπόθεσης του Χατζημπακκή και κυρίως διαφόρων οικονομικών πτυχών της. Αλλ' ακόμη ζητήθηκε και η θανάτωση του Χατζημπακκή, όμως δεν κατορθώθηκε να καταδικαστεί αυτός σε θάνατο. Στην Κύπρο επανήλθαν το 1784 ο αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος και ο επίσκοπος Πάφου Πανάρετος, ενώ στην Κωνσταντινούπολη παρέτειναν τη διαμονή τους οι Κιτίου Μελέτιος και Κυρηνείας Σωφρόνιος μέχρι το 1786, οπότε έληξε οριστικά ο αγώνας κατά του Χατζημπακκή.
* * *
Ο αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος, επιστρέφοντας στον θρόνο του ύστερα από ένα και πλέον χρόνο, βρήκε την Εκκλησία της Κύπρου σε οικτρότατη οικονομική κατάσταση. Τα χρέη της Αρχιεπισκοπής ανέρχονταν σε 193.934 γρόσια (περίπου 10.000 αγγλικές λίρες, ποσόν φανταστικά μεγάλο για την εποχή και τις κυπριακές συνθήκες), ενώ άλλες 290.903 γρόσια χρωστούσαν οι τρεις επισκοπές. Τα τεράστια αυτά χρέη είχαν δημιουργηθεί τόσο από την κάκιστη διαχείριση και σπατάλη των παράνομα εκλεγέντων, όσο και από τον αγώνα της Εκκλησίας κατά του Χατζημπακκή.
Τα τεράστια αυτά χρέη (που αργότερα μεγάλωσαν περισσότερο), όταν έγιναν γνωστά, προκάλεσαν την αγανάκτηση και την αντίδραση του λαού που στράφηκε κατά του αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου και των επισκόπων, πράγμα που θεωρεί ως αχαριστία ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός που ήταν αυτόπτης μάρτυς των γεγονότων (Ἱστορία Χρονολογική..., 1788, σ. 329). Ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός γράφει επίσης ότι ο Χρύσανθος, όταν επέστρεψε στην Κύπρο, βρήκε το νησί να μαστίζεται κι από άλλες πληγές, από πείνα και δυστυχία, γιατί εκτός των άλλων είχε σημειωθεί και μεγάλη ανομβρία.
Πάντως κατά τα επόμενα χρόνια η προσοχή του αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου και των επισκόπων στράφηκε προς τα οικονομικά προβλήματα και την επίλυσή τους.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1791, ο αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος αποφάσισε να παραιτηθεί. Ως λόγο παραίτησης πρόβαλε την κλονισμένη υγεία του που δεν του επέτρεπε να εργάζεται κανονικά. Συνεκλήθη τότε συνέλευση κληρικών και λαϊκών στην Αρχιεπισκοπή, όπου αποφασίστηκε να μη γίνει δεκτή η παραίτηση του αρχιεπισκόπου. Αποφασίστηκε επίσης, προς υποβοήθηση του έργου του, να δημιουργηθεί μια χωρεπισκοπή, η Ταμασέων, πράγμα που έγινε αμέσως. Το αξίωμα του χωρεπισκόπου Ταμασέων κατέλαβε ο Χρύσανθος*, ανεψιός του αρχιεπισκόπου, που λίγο αργότερα έγινε επίσκοπος Κιτίου. Σύμφωνα προς το υπόμνημα για την εκλογή του χωρεπισκόπου, ως λόγος αναφέρεται η υποβοήθηση του αρχιεπισκόπου στο έργο του, που κατέστη δύσκολο για τον ίδιο εξαιτίας τῶν συχνῶν ἀσθενειῶν καί ἀλγηδόνων τῶν ἀνηκέστων αὐτοῦ παθῶν, πράγμα που σημαίνει ότι ο Χρύσανθος υπέφερε. Ο ανεψιός του χωρεπίσκοπος Χρύσανθος κρατούσε την αρχιεπισκοπική σφραγίδα, υπέγραφε και σφράγιζε τα διάφορα έγγραφα εξ ονόματος του αρχιεπισκόπου και λειτουργούσε στα διάφορα χωριά.
Υποβολή παραίτησης του αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου επαναλήφθηκε και το 1802, οπότε όχι μόνο υπέφερε από ασθένειες (κυρίως από ρευματισμούς) αλλά ήταν πλέον και πολύ ηλικιωμένος. Η πρόθεση του Χρυσάνθου να παραιτηθεί εξετάστηκε και πάλι από συνέλευση, που απέρριψε την ιδέα κι αρνήθηκε να δεχθεί την παραίτηση. Και πάλι εξελέγη ιεράρχης ως βοηθός του (στο μεταξύ ο Ταμασέων Χρύσανθος έγινε επίσκοπος Κιτίου, διαδεχόμενος τον Μελέτιον). Εξελέγη ως επίσκοπος ο ιερομόναχος Σπυρίδων, καταγόμενος από το χωριό Γιόλου της επαρχίας Πάφου (ο Σπυρίδων εξακολουθούσε να φέρει τον τίτλο του επισκόπου Τρεμιθούντος και μετά τον θάνατο του Χρυσάνθου , μέχρι το 1821 οπότε, εξαιτίας των σφαγών, αναγκάστηκε να φύγει από την Κύπρο). Ως λόγος εκλογής επισκόπου Τρεμιθούντος, αναφέρεται στο σχετικό υπόμνημα η υποβοήθηση του αρχιεπισκόπου που λόγῳ τοῦ βαθύτατου γήρατος καί τῶν ἀσθενειῶν ἠ τόνησεν.
* * *
Δυο χρόνια αργότερα, το 1804, συνέβη η εξέγερση των Τούρκων της Λευκωσίας κατά του αρχιεπισκόπου και του δραγομάνου Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Χατζηγεωργάκης Κορνέσιος είχε προωθηθεί στο αξίωμα του δραγομάνου του σεραγίου από τον αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο, με τον οποίο μάλιστα απέκτησε και δεσμό συγγένειας. Συγκεκριμένα ο Χατζηγεωργάκης νυμφεύθηκε την Μαρουδιάν Παυλίδη, που ήταν ανεψιά του αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου. Ο Χατζηγεωργάκης είχε αναμειχθεί επίσης ενεργά στον αγώνα κατά του Χατζημπακκή και πάντως η συνεργασία Χρυσάνθου και Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου προσέδωσε και στους δυο (αλλά ιδίως στον δεύτερο αργότερα) σημαντική δύναμη έναντι των Τούρκων της Κύπρου. Η δύναμη αυτή και η επιρροή πάνω στην τοπική διοίκηση, προκάλεσε τον φθόνο των Τούρκων αγάδων που τελικά υποκίνησαν την εξέγερση του Μαρτίου του 1804. Για την εξέγερση αυτή γίνεται λόγος στο λήμμα Κορνέσιος Χατζηγεωργάκης γι' αυτό και τα γεγονότα δεν επαναλαμβάνονται εδώ. Εδώ σημειώνουμε μόνο ότι τα γεγονότα του 1804 οδήγησαν τελικά στην πτώση του Χατζηγεωργάκη, στη φυγή του το 1808 και τελικά στην εκτέλεσή του στην Κωνσταντινούπολη το 1809. Η θέση του αρχιεπισκόπου και γενικά του χριστιανικού πληθυσμού της Λευκωσίας υπήρξε πολύ επικίνδυνη κι επισφαλής, αλλά την κατάσταση έσωσε με πολιτικούς ελιγμούς και τόλμη ο μετέπειτα αρχιεπίσκοπος εθνομάρτυρας Κυπριανός, που τότε ήταν οικονόμος της Αρχιεπισκοπής και που κατέστη ο φύλαξ άγγελος της Χριστιανικής κοινότητας, όπως γράφει ο περιηγητής Ali Bey που επισκέφθηκε την Κύπρο λίγο αργότερα, το 1806.
Ωστόσο από την εξέγερση εκείνη δεν κινδύνευσε μόνο ο Χατζηγεωργάκης Κορνέσιος. Προκλήθηκε μεγάλη αναταραχή που δημιούργησε και πολλές ζημιές, ο γηραιός αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος πολιορκήθηκε στο κτίριο της Αρχιεπισκοπής και κακοποιήθηκε, τα χρέη της Εκκλησίας μεγάλωσαν (γιατί ο Κυπριανός χρησιμοποίησε και τη δωροδοκία για να κάμψει την ορμή των επιτιθεμένων) κι εκλήθη στρατός από τη Μικρά Ασία προς επιβολή της τάξης, με όλα όμως τα αρνητικά αποτελέσματα της παρουσίας στο νησί τέτοιου στρατού. Εξάλλου οι Τούρκοι της Λευκωσίας δεν συγχώρεσαν τον Κυπριανό για τον ρόλο του στην καταστολή της εξέγερσης του 1804 και αργότερα, το 1821, ως αρχιεπίσκοπος πλέον, ήταν ο πρώτος στον κατάλογο των προγραφέντων και εκτελεσθέντων.
Ο Ισπανός περιηγητής Ali Bey, που επεσκέφθη την Κύπρο λίγο αργότερα, το 1806, γράφει ότι ο αρχιεπίσκοπος ήταν και τότε άρρωστος. Πήγε στην Αρχιεπισκοπή, γράφει ο περιηγητής αυτός, όπου συνάντησε τον αρχιεπίσκοπο, και προσθέτει: Ο σεβάσμιος γέροντας, αν και ήσαν τρομερά πρησμένα τα πόδια του, είχε επιμείνει να μεταφερθεί εκεί [=στο μέγα συνοδικό της Αρχιεπισκοπής] από τον επίσκοπο Πάφου και πέντε ή έξι άλλα πρόσωπα, για να με συναντήσει. Τρυφερά τον επέπληξα για τον κόπο στον οποίο υπεβλήθη για χάρη μου... Μου διηγήθηκε τα τρομερά βάσανα που είχε υποστεί τον περασμένο χρόνο στα χέρια των Τούρκων επαναστατών [=εννοεί προφανώς την εξέγερση του 1804]. Ο Ali Bey ονομάζει επίσης τον αρχιεπίσκοπο αληθινό πρίγκιπα της Κύπρου και ανεξάρτητο πατριάρχη, ανώτατο πνευματικό και κοσμικό αρχηγό των Ελλήνων του νησιού (βλέπε Excerpta Cypria, p. 395).
* * *
Η πολιτική δύναμη του αρχιεπισκόπου Κύπρου είχε αυξηθεί σημαντικά επί αρχιεπισκοπείας Χρυσάνθου , ιδίως μετά την πτώση του τυράννου Χατζημπακκή, παρά τις αντιξοότητες και τους κινδύνους. Ένας τέτοιος κίνδυνος υπήρξε η δυναμική αντίδραση Οθωμανών κατά της Εκκλησίας της Κύπρου το 1799, σύμφωνα προς αναφορά ενός ’γγλου ναυάρχου, του sir Sidney Smith, που βρισκόταν στην υπηρεσία του σουλτάνου Σελίμ Γ'.
Ο sir Sidney Smith, σε σωζόμενη επιστολή του προς τον επίσκοπο Luscombe της Αγγλικανικής Εκκλησίας στο Παρίσι, γράφει ότι το 1799 ξεσηκώθηκαν στην Κύπρο οι Γενίτσαροι, οι Αρναούτες και οι Αλβανοί, που κατέλυσαν τη δύναμη της ιεραρχίας. Ο Χριστιανικός λαός της Κύπρου παρέμεινε τρομοκρατημένος κι απροστάτευτος στο έλεος των εξεγερθέντων, λέγει ο Smith. Ο ίδιος, συνεχίζει, αφού αποβιβάστηκε στο νησί, άσκησε την αυτή εξουσία που θ' ασκούσε κι ο ίδιος ο σουλτάνος εάν ερχόταν προσωπικά κι αποκατέστησε την τάξη και την ιεραρχία, διέλυσε τους εξεγερθέντες και τους εξεδίωξε από την Κύπρο.
Ο αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τον ’γγλο ναύαρχο, του χάρισε ένα πολύτιμο σταυρό που, κατά την παράδοση, ανήκε στον βασιλιά Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο. Ο πολύτιμος σταυρός συγκαταλεγόταν μεταξύ των κειμηλίων της Αρχιεπισκοπής. Ο Η. Luke (Cyprus under the Turks) που παραθέτει το κείμενο της σχετικής επιστολής του sir Sidney Smith, λέγει σε δική του επιστολή ότι ο ’γγλος ναύαρχος βρισκόταν στην Κύπρο και το 1800, με δυο πολεμικά καράβια, τα «Τίγρις» και «Θησεύς».
Για την αυξημένη πολιτική δύναμη του αρχιεπισκόπου Κύπρου κάνει σχετική αναφορά κι ο L. Lacroix (βλέπε ελληνική μετάφραση του έργου του Ἱστορία τῆς Νήσου Κύπρου, Αθήνα, 1877, τ.Β', σ. 162):
Ὁ ἀρχιεπίσκοπος τῆς Λευκωσίας, περιβεβλημένος τόν τίτλον τοῦ ραγιᾶ βεκιλί, ἀντιπρόσωπος τῶν ραγιάδων, εἶχε σχεδόν καθέξει ἃπασαν τήν διοικητικήν ἐξουσίαν, οὐ μόνον δέ κατέστη ἀνεξάρτητος ἀπό τούς μουχασίλας, ἀλλ' ὡς ἐπί τό πλεῖστον ἀπεφάσιζε περί τῆς ἐκλογῆς καί τῆς ἀνακλήσεως αὐτῶν. Ἐκ τῆς ἓδρας του ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ὁλόκληρον διώκει τήν νῆσον, διώριζεν ἐν πάσαις ταῖς ἐπαρχίαις ὑπαλλήλους, ἀπεφάσιζε περί τοῦ ποσοῦ τῶν ἐνιαυσίων φορολογήσεων καί ἀπέστελλεν εἰς τόν μέγαν Βεζύρην ἤ εἰς τό αὐτοκρατορικόν θησαυροφυλάκιον τά ἐκ τῆς ἐνοικιάσεως τῆς νήσου συμπεφωνημένα ποσά. Προνόμια κατά καιρούς παραχωρηθέντα διέθετον ὑπέρ τῆς διατηρήσεως τῆς ἐξουσίας του τούς Ὀθωμανούς ἀγάδες, πάντες δέ οἱ τῆς νήσου κάτοικοι, Ὀθωμανοί καί Χριστιανοί ἐθεώρουν αὐτόν ὡς τόν ἀληθῆ διοικητήν, ἐκ συνηθείας περί ἐλαχίστου ποιούμενος τοῦ λοιποῦ τόν μουχασίλην.
Εξάλλου κι ο ’γγλος Turner (1815) γράφει ότι η Κύπρος, αν και κατ' όνομα τελεί υπό την εξουσία ενός μπέη που διορίζεται από τον καπετάν πασά. ωστόσο ουσιαστικά κυβερνάται από ένα Έλληνα αρχιεπίσκοπο και από τον υποτελή σ' αυτόν κλήρο...
Επίσης, χαρακτηριστικό δείγμα της πολιτικής δύναμης του αρχιεπισκόπου αποτελεί και μακρά απολογητική επιστολή του Τούρκου μπέη της Πάφου Αλή, με ημερομηνία 15.6.1809, που σώθηκε στα αρχεία της Αρχιεπισκοπής. Ο μπέης της Πάφου απολογείται για εναντίον του κατηγορίες προς τον αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο, προς τον οποίο μάλιστα ορκίζεται «βάλλαχι πίλλαχι να μη χαρεί τα παιδιά του» εάν ήταν ένοχος.
Η εξέγερση του 1804 δεν κλόνισε την ισχύ του αρχιεπισκόπου, συνεχίστηκε όμως το μίσος των αγάδων που τράφηκε λίγο αργότερα με την πτώση και τον αποκεφαλισμό του δραγομάνου Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου στην Κωνσταντινούπολη. Η πτώση του Κορνέσιου (συγγενούς, όπως ελέχθη και πιο πάνω, του αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου) ήταν εκείνη που επέτρεψε στους εχθρούς ή πολιτικούς αντιπάλους του γηραιού Χρυσάνθου να τον εξουδετερώσουν. Και εχθροί και πολιτικοί αντίπαλοί του ήταν οι ανήκοντες στον κύκλο του οικονόμου της Αρχιεπισκοπής Κυπριανού (του μετέπειτα αρχιεπισκόπου και εθνομάρτυρα).
Οι άνθρωποι του κύκλου αυτού εκμεταλλεύθηκαν αφενός την ανικανότητα πλέον του Χρυσάνθου (λόγω του προχωρημένου της ηλικίας του), κι αφετέρου την πτώση του συγγενούς του Κορνέσιου, για να τον εκθρονίσουν. Ο αρχιεπίσκοπος αντιμετώπισε αρκετές κατηγορίες, ιδίως λόγω της περαιτέρω μεγάλης αύξησης των χρεών της Εκκλησίας (της οποίας η οικονομική κατάσταση επιδεινώθηκε και από τα τραγικά γεγονότα του 1804), λόγω του ότι ήταν πλέον πολύ ηλικιωμένος (άρα ανίκανος να διοικεί) και λόγω του ότι είχε προωθήσει σε υψηλά εκκλησιαστικά αξιώματα συγγενείς του (όπως οι επίσκοποι Κιτίου Χρύσανθος και Πάφου Χρύσανθος που και οι δυο ήταν ανεψιοί του αρχιεπισκόπου). Έτσι, μια μερίδα του λαού στράφηκε κατά του αρχιεπισκόπου, ο οποίος ας σημειωθεί, εκτός από πολύ ηλικιωμένος, έπασχε σοβαρά κι από ασθένειες, μάλιστα εξαιτίας ρευματισμών μόλις και μετά βίας μπορούσε να κινηθεί.
Αντί όμως η μεγάλη ηλικία και η ασθένεια του αρχιεπισκόπου να προκαλούν τον σεβασμό προς το πρόσωπό του, η μερίδα που τον αντιπολιτευόταν (με αρχηγό τον Κυπριανό) τον αντιμετώπισε άκρως αντίθετα: με διάφορες ενέργειες (περιλαμβανομένων και δωροδοκιών Τούρκων αξιωματούχων) κατόρθωσε όπως εκδοθεί ένα σουλτανικό διάταγμα εξορίας του αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου και του ανεψιού του, επισκόπου Κιτίου Χρυσάνθου (Ιούνιος του 1810).
Έτσι, επειδή ο φιλόδοξος οικονόμος Κυπριανός βιαζόταν να γίνει αρχιεπίσκοπος, ο σεβάσμιος, ασθενής και υπέργηρως Χρύσανθος οδηγήθηκε στον δρόμο της εξορίας του (ορίστηκε όπως σταλεί στην Εύβοια). Ταυτόχρονα έφθασαν στην Κύπρο και σουλτανικά βεράτια με τα οποία διορίζονταν ο Κυπριανός ως νέος αρχιεπίσκοπος Κύπρου και ως νέος επίσκοπος Κιτίου ο αρχιμανδρίτης Μελέτιος. Προέκυψε όμως σοβαρό πρόβλημα αναγνώρισης του Κυπριανού και του Μελετίου και χειροτονίας τους, εφόσον οι ως τότε κάτοχοι των εδρών βρίσκονταν ακόμη στη ζωή, δεν είχαν υποβάλει παραίτηση και δεν είχαν καθαιρεθεί. Συνεπώς οι θρόνοι τους δεν μπορούσαν να θεωρούνται κενοί επειδή εστάλησαν στην εξορία, άρα δεν ήταν δυνατό να καταληφθούν από άλλους. Απειλήθηκε τότε κρίση εκκλησιαστική, αλλά την 1 Οκτωβρίου 1810 ο γηραιός αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος (προφανώς ταλαιπωρημένος κι από το δύσκολο ταξίδι της εξορίας) πέθανε. Έτσι ο Κυπριανός μπόρεσε πλέον να γίνει κανονικά αρχιεπίσκοπος Κύπρου.
* * *
Ο αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος είχε προσπαθήσει να προωθήσει την ελληνική εκπαίδευση στην Κύπρο. Ιδίως το 1808 ίδρυσε στη Λευκωσία το «Ἑλληνομουσεῖον», που στεγάστηκε σε ένα σπίτι το οποίο προσέφερε ένας ιερομόναχος Ιωαννίκιος. Επίσης ο δραγομάνος Χατζηγεωργάκης Κορνέσιος έκανε μια δωρεά από 10.000 γρόσια για τις ανάγκες του σχολείου.
Εξάλλου με δαπάνες του αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου εξεδόθησαν διάφορα βιβλία: Η Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Ἡρακλειδίου (με επιμέλεια του ιερομονάχου Παρθενίου, Βενετία, 1774), η Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Μνάσωνος (με επιμέλεια του ιερομονάχου Παρθενίου, Βενετία, 1774), η Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Νεοφύτου (με επιμέλεια του αρχιμανδρίτη Κυπριανού, Βενετία, 1778), οι Ἀκολουθίαι τῶν ἁγίων Ἀναστασίου, Χαρίτωνος, Αὐξεντίου, Κενδέου, τοῦ εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ, τοῦ ἁγίου Δημητριανοῦ Κυθείρων καί τοῦ μάρτυρος Κωνσταντίνου (με επιμέλεια του αρχιμανδρίτη Κυπριανού, Βενετία, 1779· στο βιβλίο αυτό προτάσσεται και κείμενο /πρόλογος του αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου ), η Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Κασσιανοῦ (με επιμέλεια του αρχιδιακόνου Ιωαννικίου και δαπάνη του πρωτοπαπά Χριστοδούλου, Βενετία, 1787) και η Ἀκολουθία του ἁγίου ἱερομάρτυρος Θεράποντος (Βενετία, 1801). Και τα 6 αυτά βιβλία εξεδόθησαν από το γνωστό τυπογραφείο του Νικολάου Γλυκύ του εξ Ιωαννίνων στη Βενετία.
Στον αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο αφιέρωσε ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός το σημαντικό έργο του Ἱστορία Χρονολογική τῆς Νήσου Κύπρου, που επίσης εξεδόθη από το τυπογραφείο του Νικολάου Γλυκύ στη Βενετία, επί ημερών του αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου (1788). Ο αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος αναγράφεται, μάλιστα, πρώτος στον κατάλογο των συνδρομητών για το έργο αυτό.
Α. ΠΑΥΛΙΔΗΣ