Λέγεται και γαλατούνα (η), αν και με την ονομασία αυτή είναι περισσότερο γνωστά μερικά άλλα είδη αυτοφυών φυτών. Επιστημονική ονομασία: Scolymus hispanicus. Οικογένεια: Συνθέτων (Compositae).
Ετήσιο, φυλλάκανθον, ποώδες φυτό, ιθαγενές των παραμεσογείων χωρών (όπως και τα άλλα λίγα συγγενικά του είδη). Βλαστάνει μετά τα πρωτοβρόχια. Τα φύλλα του είναι πλατιά και νευρώδη. Οι νεύρες τους έχουν άσπρο γαλακτώδες ευδιάκριτο χρώμα, γι’ αυτό και από πολλούς λέγεται και γαλατούνα. Απλώνεται στο έδαφος, σε μια περίμετρο περί τα 35 εκατοστόμετρα, κι αυτή την εποχή (που το φυτό είναι φρέσκο) λαχανεύεται: αφού κοπεί από τη ρίζα, του αφαιρούν όλο το μαλακό πράσινο φύλλωμα από το κεντρικό νευρώδες στέλεχος κι αυτό το στέλεχος τρώγεται φρέσκο ή και μαγειρεύεται. Σε παλαιότερες εποχές συνήθιζαν στην Κύπρο να το μαγειρεύουν μαζί με όσπρια (φασόλια, κουκιά, λουβιά κ.α.). Μάλιστα στα χωριά προτιμούσαν να μαγειρεύουν τα όσπρια μαζί με γαλατούνες, γιατί είναι πολύ εύγευστες. Σήμερα δεν συνηθίζεται πλέον το μαγείρεμά του, εκτός από μερικούς παλαιούς που επιμένουν να μαζεύουν τέτοια φυτά από τους αγρούς.
Από το κέντρο του φυτού βλαστάνει χοντρό στέλεχος που φθάνει σε ύψος γύρω στα 60 εκατοστόμετρα (υπό ευνοϊκές συνθήκες ακόμη και περισσότερα), που στην κορφή ανθίζει και δίνει πολύ ωραία χρυσοκίτρινα άνθη τα οποία και περιβάλλονται από δυνατά αγκάθια. Από το ωραίο αυτό χρώμα των ανθέων του πήρε και την ονομασία χρυσάγκαθθον. Ωστόσο μερικοί το ονομάζουν και χριστάγκαθθον (=αγκάθι του Χριστού). Ανθίζει μεταξύ Μαΐου και Αυγούστου. Τα άνθη του φυτού είναι ωραιότατα κι όταν ξηραθούν (οπότε έχουν και το πραγματικά χρυσό χρώμα τους), πολλοί τα κόβουν και τα χρησιμοποιούν για διακοσμητικούς σκοπούς, φτιάχνοντας ξηρές ανθοδέσμες.
Στην Κύπρο, όπως και στην Ελλάδα, αυτοφύεται ακόμη ένα είδος του φυτού αυτού, το είδος Scolymus maculatus (Σκόλυμος ο στικτός). Είναι σχεδόν παρόμοιο είδος με το προηγούμενο, αναπτύσσεται όμως περισσότερο σε ύψος (μέχρι και 140 εκατοστόμετρα) και λαχανεύεται επίσης. Το πρώτο είδος αυτοφύεται από τα παράλια μέχρι σε υψόμετρο 915 περίπου μέτρων, ενώ το δεύτερο από τα παράλια μέχρι σε υψόμετρο 610 περίπου μέτρων. Ήταν, και τα δυο είδη, πολύ γνωστά στους αρχαίους Έλληνες. Ήταν ο σκόλυμος που αναφέρεται από τον Ησίοδο, τον Θεόφραστο και τον Διοσκουρίδη. Ο τελευταίος μάλιστα λέγει ότι τα φυτά αυτά λαχανεύονταν και τρώγονταν κατά την Αρχαιότητα: ἡ δέ πόα ἀρτιφυής οὖσα λαχανεύεται ἐφθή ὥσπερ ἀσπάραγος.
Στην Ελλάδα δυο είδη του φυτού είναι γνωστά με τις ονομασίες σκόλυμποι, ασκόλυμποι και ασπράγκαθα.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια