ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΙΚΑ
Κ' ἐγώ θά δοκιμάσω νά σέ ξεχάσω
μέσα σέ δυό μάτια λοξά πού δέ θά μέ κυτάζουν κἄν
γιά ν' ἀρχίσω ἀργότερα τελετουργικά νά σβήνω τά κεριά
μέ τά γυμνά μου δάκτυλα νά μεταφέρω
τή φωτιά ἀπό ἐκεῖ πού καίει
ἐκεῖ πού ἁπλῶς πονεῖ.
Βάρυνε ὁ κόσμος ἀπροσδόκητα ἀπό ἀσήκωτη ἐνοχή
ἄν περπατήσω δίχα σου θά σταματήση ὁ χρόνος.
Κ' ἐγώ πού θ' ἀπομείνω πίσω
θά κόψω ὅλες τίς ρίζες νά σ' ἀκολουθήσω.
Βαθύ πηγάδι ἡ πίκρα σου σταγόνα ἡ δροσιά σου.
Δέν ξέρω ἄν είναι θάλασσα ἤ ποτάμι
τά γκρίζα νερά ὅπου μόνοι ὁδεύουμε
στήν ὄχθη τάχα κάποιος νά μᾶς περιμένη;
Τίς μέρες μας τίς ὧρες μας ξοδεύουμε
σέ πολιτεῖες σέ τόπους πού μᾶς εἶναι ξένοι
φεύγουμε ἀπ' ὅπου θέλουμε νά οἰκοῦμε
μέ τήν ἐλπίδα ὅτι κάποτε ἡ τύχη θά συνδράμη
καί θά μᾶς ἀγαπᾶνε ὅπως ἀγαποῦμε.
Ἡ μοναξιά δέν εἶναι κάτι πού ἀτιμωρητί περιφρονεῖς.
Μήν περιμένης νά σοῦ πῶ πώς σ' ἀγαπῶ καί πάλι
δοκίμασε νά κοιμηθῆς χωρίς νά τό θυμᾶσαι
ἄφησε χῶρο δίπλα σου γιά τ' ἄδειο προσκεφάλι
νά φαίνεται πώς μόνη σου πάντα δέ θά κοιμάσαι.
Σέ παρακολουθῶ πού φεύγεις μέ τά μάτια ἀχνά σχεδόν κλαμένα.
Μ' αὐτή τή σύνθεση θά ζήσης τή ζωή σου
ὑδρογόνο δύο ὀξυγόνο ἕνα ἤ κανένα.
Τά φιόρδ δέν ἔγιναν γιά νά σέ περιθάλψουν
νά ἀπαλύνουν τά ἐγκαύματα τοῦμεσογειακοῦ ἥλιου
βυθίζεσαι στά κρύα νερά
καί περιμένεις νά ἀποξέσουν τά λέπια
τῶν εὐερέθιστων ἡμερῶν
καί ὡς προσπερνᾶς τό τελευταίο φιόρδ
θ' ἀφήσης, ὑποθέτεις, τό δέρμα τῶν περιπλοκῶν σου.
Σκέφτομαι ν' ἀνεβῶ ψηλότερα στά βορεινά τά δάση
ἡ ἀγάπη νά μ' ἀκολουθῆ νά μή μέ προσπεράση.
Καθώς νομίζουμε πώς γίνονται ἀτελείωτες οἱ ὧρες τῆς φοβερῆς μονώσεως,
τοῦ χρονικοῦ διαστήματος ὅπου οὒτε ὁ μονόλογος εἶναι ἐφικτός
καί παραμένει ἔκταση χρονική μιᾶς ἐρημιᾶς
πιό πεθαμμένης κι' ἀπό τούς νεκρούς۬ πού θάψαμε πέρυσι
ἀπό τούς νεκρούς πού κουβαλοῦμε στίς κοινωνικές συγκεντρώσεις.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗΣ
(Από την Ἀνθολογία Κυπριακῆς Ποιήσεως των Μόντη - Χριστοφίδη)