Χριστόδουλος Α' αρχιεπίσκοπος

Image

Αρχιεπίσκοπος Κύπρου από το 1606 μέχρι τον Απρίλιο ή Ιούνιο ή Αύγουστο του 1639 και πάλι από τα τέλη Αυγούστου ή τις αρχές Σεπτεμβρίου του 1640 μέχρι λίγο πριν από τις 14 Ιουνίου του 1641. Λόγω ανωμαλιών ανήλθε δυο φορές στον αρχιεπισκοπικό θρόνο αλλά δεν είναι απόλυτα σαφείς οι ακριβείς περίοδοι της αρχιεπισκοπείας του. Μεταξύ των δυο περιόδων της θητείας του, δηλαδή από το 1639 μέχρι το 1640, διετέλεσε για σύντομο χρόνο αρχιεπίσκοπος ο Παρθένιος. Ο Χριστόδουλος Α' διαδέχθηκε, ύστερα από ανωμαλία και σύντομο σχετικά κενό, τον αρχιεπίσκοπο Βενιαμίν. Του Χριστοδούλου Α' διάδοχος, από το 1641 κ.ε, ήταν ο αρχιεπίσκοπος Νικηφόρος.

 

Ο Χριστόδουλος Α' πιθανότατα είχε υπηρετήσει, πριν γίνει αρχιεπίσκοπος Κύπρου, ως επίσκοπος Κυρηνείας. Ένας επίσκοπος Κυρηνείας Χριστόδουλος μαρτυρείται κατά το 1606, ενώ τον προηγούμενο χρόνο (1605) ως επίσκοπος Κυρηνείας αναφέρεται ο Παρθένιος.

 

Ο Χριστόδουλος εξελέγη αρχιεπίσκοπος Κύπρου το 1606 ύστερα από αποφασιστική παρέμβαση στα της Εκκλησίας της Κύπρου του σοφού πατριάρχη Αλεξανδρείας (και αργότερα οικουμενικού πατριάρχη) Κυρίλλου Λουκάρεως, του οποίου τη βοήθεια είχαν ζητήσει οι ίδιοι οι Κύπριοι. Ο Κύριλλος Λούκαρις, που είχε έλθει στην Κύπρο τότε, είχε κατορθώσει να θέσει τέρμα στη σκληρή διαμάχη μεταξύ του αρχιεπισκόπου Βενιαμίν και του πρώην αρχιεπισκόπου Αθανασίου Α'. Ο Βενιαμίν είχε εξαναγκασθεί σε παραίτηση το 1604, οπότε ακολούθησε περίοδος 2 περίπου χρόνων σοβαρών ανωμαλιών στις οποίες αναμείχθηκαν και οι τότε επίσκοποι του νησιού, ιδίως ο Πάφου Λεόντιος, ο Ταμασσέων Ιάκωβος και ο Αμμοχώστου Μωυσής. Η αναστάτωση εξαιτίας των αντιζηλιών υπήρξε σοβαρότατη (έγιναν ακόμη κι εγκλήματα) ώστε ζητήθηκε από τους Κυπρίους η βοήθεια του Κυρίλλου Λουκάρεως. Ο τελευταίος, όταν ήρθε στην Κύπρο, βρήκε ένοχους τόσο τον Αθανάσιο όσο και Βενιαμίν και κατηγόρησε επίσης σφοδρά τους επισκόπους. Κατόρθωσε πάντως ν' αποκαταστήσει την τάξη, οπότε εξελέγη ως νέος αρχιεπίσκοπος ο Χριστόδουλος τον οποίο και χειροτόνησε ο ίδιος ο Κύριλλος Λούκαρις. Η επέμβαση του Λουκάρεως στα εκκλησιαστικά πράγματα της Κύπρου φαίνεται ότι είχε γίνει χωρίς προγενέστερη γνώση του Οικουμενικού πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο εξέφρασε δυσαρέσκεια, γι' αυτό κι ο Λούκαρις αναγκάστηκε να υποβάλει μακροσκελή δικαιολογητική επιστολή. Το Οικουμενικό πατριαρχείο, πάντως, δεν αντέδρασε αρνητικά στην εκλογή και εγκαθίδρυση του Χριστοδούλου ως αρχιεπισκόπου Κύπρου.

 

Εξάλλου σε σωζόμενο κείμενό του ο Κύριλλος Λούκαρις χαρακτηρίζει τον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο ως νδρα μαθ μέν καί σοφίας μοιρον τς τεθύραθεν καί τς μετέρας, τά δέ λλα, καλόν κ' γαθόν.

 

Ήταν λοιπόν, κατά τον Λούκαρι, ο Χριστόδουλος άνθρωπος αμόρφωτος μεν αλλά καλός και αγαθός. Ωστόσο είχε αναλάβει το υψηλότατο αξίωμα του αρχιεπισκόπου Κύπρου σε μια πολύ σοβαρή στιγμή κατά την οποία γίνονταν από διάφορες κατευθύνσεις προσπάθειες και σχέδια γι' απαλλαγή της Κύπρου από τον οθωμανικό ζυγό, με ανάμειξη και του προκατόχου του αρχιεπισκόπου Βενιαμίν. Κι ακριβώς στην αρχή της θητείας του Χριστοδούλου ως αρχιεπισκόπου είχε εκδηλωθεί το σοβαρό επαναστατικό κίνημα υπό τον Βίκτωρα Ζεμπετό, που έγινε σε συνεννόηση ή με γνώση του δούκα της Σαβοΐας. Τελικά το πολυαίμακτο αυτό κίνημα κατεστάλη, ο δε αρχηγός του Βίκτωρ Ζεμπετός διέφυγε στην Ευρώπη. Στην Κύπρο εφαρμόστηκαν, στη συνέχεια, πολύ σκληρά μέτρα κατά των Ελλήνων Χριστιανών κατοίκων του νησιού, για τα οποία κάνει λόγο κι ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος σε επιστολές του.

 

Ο Χριστόδουλος μας είναι γνωστός κυρίως από επιστολές που απηύθυνε προς τον δούκα της Σαβοΐας από τον οποίο ζητεί βοήθεια γι’ απελευθέρωση της Κύπρου και τον οποίο, μάλιστα, θεωρεί κι ως «βασιλιά της Κύπρου». Η άποψη αυτή, περί του δούκα της Σαβοΐας, ξεκινούσε από συγγενικούς δεσμούς μεταξύ του οίκου της Σαβοΐας και του οίκου των Λουζινιανών βασιλιάδων της μεσαιωνικής Κύπρου, ύστερα από συνάψεις γάμων, και από το γεγονός ότι μια από τις τελευταίες βασίλισσες του νησιού, η Καρλόττα Λουζινιανή, είχε κληροδοτήσει το βασίλειο της Κύπρου στον οίκο της Σαβοΐας μετά την εκθρόνισή της. Έτσι αργότερα οι Κύπριοι θυμήθηκαν τη σχέση αυτή, μεταξύ Κύπρου και Σαβοΐας, όταν χρειάστηκαν βοήθεια γι’ απελευθέρωση της Κύπρου από τον τουρκικό ζυγό, κι επανειλημμένα απευθύνθηκαν προς εκείνη την κατεύθυνση, μάλιστα δε ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος έκανε και μυστικές διαπραγματεύσεις, συνεχίζοντας προφανώς εκείνες που είχαν γίνει πιο πριν (το 1600 -1601) μέσω του Φραγκίσκου Ακκίδα.

 

Μετά την καταστολή του κινήματος του Βίκτωρος Ζεμπετού, πιθανώς ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ευρέθη σε πολύ δύσκολη θέση έναντι των Τούρκων κατακτητών. Κατά δε τον de Mas Latrie ο Χριστόδουλος είχε διαφύγει τότε από την Κύπρο για να σώσει τη ζωή του, κι είχε καταφύγει στην Αλβανία. Λέγεται ακόμη ότι μαζί του είχαν φύγει κι όλοι οι επίσκοποι και άλλοι κληρικοί και λαϊκοί που είχαν προσυπογράψει έγγραφο το οποίο είχε σταλεί στον δούκα της Σαβοΐας στις 5 Οκτωβρίου του 1609. Όμως η φυγή του αρχιεπισκόπου (και των λοιπών κληρικών) από την Κύπρο δεν φαίνεται να είναι πιθανή. Ο Reinhard (Geschichte des Konigreichs Cypern, vol. II, p. 186) αναφέρει επίσης ότι ο πασάς της Κύπρου είχε εκδώσει διαταγή για σύλληψη του αρχιεπισκόπου, όταν οι Κύπριοι πήραν τα όπλα, όμως ο αρχιεπίσκοπος διέφυγε έγκαιρα στην Αλβανία απ' όπου απευθύνθηκε στον δούκα της Σαβοΐας για βοήθεια. Για διαφυγή του Χριστοδούλου στην Αλβανία κάνει λόγο και ο Engel (Kypros, eine monographie, p. 769).

 

Εν πάση περιπτώσει, οι σωζόμενες επιστολές του αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου είναι συνολικά τέσσερις, εκ των οποίων όμως η δεύτερη (που εστάλη από την Αλβανία, σύμφωνα προς τις αναφορές σ' αυτήν) αμφισβητείται κατά πόσον είχε πράγματι σταλεί από τον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο. Και τις τρεις επιστολές παραθέτουμε στη συνέχεια.

 

Α) ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΩΤΗ: Η επιστολή αυτή, υπογραμμένη από τον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, δεν φέρει χρονολογία. Ο Κ. Σάθας (Τουρκοκρατουμένη Ἑλλάς, σ. 189) θεωρεί ότι είχε σταλεί το 1609, άλλοι όμως πιστεύουν ότι είχε σταλεί το 1608, όταν δηλαδή είχε διαφύγει από την Κύπρο ο Βίκτωρ Ζεμπετός. Την επιστολή αναδημοσιεύουμε από το έργο των F. Miklosich και J. Muller Acta et Diplomata Graeca (Vindobonae, 1845, III, pp. 267-269) διατηρώντας την ορθογραφία του κειμένου (πρβλ. και Λ. Φιλίππου, Ἐκκλησία τῆς Κύπρου ἐπί Τουρκοκρατίας, 1975, σ. 175): Christodulus, archiepiscopus Cyprii itenim hortatur ducem Sabandiae ut bellum incipiat contra Turcas.

 

Tό δέσποτο καί ψιλόταω καθολικό τόν φεντις μας, τό δούκα δέ Σαβόγια Κύπρου ρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ος καί τον με ρχερις καί πας τοκυρίου λαός, κράτος, νικην, διαμονήν και γιάν και σοτερυαν και βλογιάν.

 

Θεοσοστε καί καθολοτατε φεντι μας βασιλεύς, νά εχυ τοσον καιρον, καί δεχου να εβγάλις απο τα χέρια τους απίστους, και το πιον εμαθαμεν και [........] φέντις Βοτόργιος Ζεπετο ες τά χέρια τις βασιλυασου, καί δεόμεθα κύριο θεο παει τον. Πλέον παρακαλομε τά χρονια τις μακρομενα μερα και νυκτα, και κατευχόμεθα πο οραν ος οραν, καί αφ' ις επισκοπισε καπιτνος Βετοριος, καί χαλασεν καποσους τούρκους, γριοθισαν πανο μας σαν τους αγριους λύκους, καί πέρνουν τα πεδια μας απο τες ακαλες μας καί δέν εχομεν το θαρος μας, μόνον εφ αφτο τις βασιλίας σου, καί πεπομε του καταφτις τόν Ζεχαρια Μαβρον αρχον τον εβγενεστατο καί ενε πρατικος το πραματον ολον[.............]στιν, καί αν εχε ες τόν κόσμον καί ερχαιτε απο το νεογιον τις Κύπρου καθολικού τα μυστιρια, καί στεκομεθα απο τι Πάφου καί νά πάγι ος το Καρπάσι χιλλιάδες χριστιανι δέκα, καί θέλομε αρματα καί εμείς νά σου τα δοσομεν άλλες δέκα και τιναμ[μόχωστον;] Φερνι τον εξαμον αποκομιστης αφτος καί κ παντος δέ πος με τες βουλες μας πανω ες τό αφτω[.....] τις βασιλίας του[....] τόν να μας εβγαλες απο τά χέρια τους Αγαρινους. οχι αλλο, και υ ευχή καί η εβλογια και υ σιχορισι αμην.

 

Μηνι νοεμβριω ινδ. ιε

 

Στην επιστολή του αυτή ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος αποκαλεί τον δούκα της Σαβοΐας «υψηλότατον καθολικόν αφέντη». Τον πληροφορεί δε ότι όταν ξεσηκώθηκε ο «καπιτᾶνος Βετόριος», δηλαδή ο Βίκτωρ Ζεμπετός και «ἐχάλασεν» πολλούς Τούρκους, οι κατακτητές στράφηκαν ως «άγριοι λύκοι» κατά των κατοίκων του νησιού. Ο αρχιεπίσκοπος καταγγέλλει εξισλαμισμούς διά παιδομαζωμάτων («παίρνουν τα παιδιά από τις αγκάλες μας...»). Σημαντικό είναι επίσης το γεγονός ότι ο αρχιεπίσκοπος αποστέλλει και προσωπικό απεσταλμένο του, του ευγενέστατο Ζαχαρία Μαύρον, προφανώς για περαιτέρω διαπραγματεύσεις, ενώ ταυτόχρονα σπεύδει κι ο ίδιος να πληροφορήσει τον δούκα ότι στην Κύπρο βρίσκονταν τότε έτοιμοι για εξέγερση συνολικά 10.000 άνδρες Χριστιανοί, που όμως χρειάζονταν άρματα. Είναι φανερό ότι υπήρχε τότε στην Κύπρο οργανωμένη κατάσταση, παρά το ότι αμέσως πιο πριν είχε ήδη κατασταλεί ένα σοβαρό κίνημα, χρειαζόταν δε η υποστήριξη των Ευρωπαίων, που όμως δεν ήρθε.

 

Η επιστολή αυτή του αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, σημαντικό σήμερα ντοκουμέντο, σώθηκε στα αρχεία του Τορίνο.

 

Β) ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΔΕΥΤΕΡΗ: Η δεύτερη επιστολή είχε σταλεί στον δούκα της Σαβοΐας Κάρολο Εμμανουήλ στις 8 Ιουλίου του 1609. Σώθηκε γραμμένη στην ιταλική γλώσσα και είχε σταλεί από την Αλβανία όπου πιστεύεται ότι είχε καταφύγει ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος. Παραθέτουμε το πλήρες κείμενο της επιστολής αυτής σε ελληνική μετάφραση, όπως δημοσιεύθηκε στο βιβλίο του Λ. Φιλίππου (ό.π.π., σσ. 176-178), ο οποίος και την είχε πάρει από το έργο του Reinhard Geschichte des Κonigreichs Cypern (τομ. Ι, παράρτ, II, 98):

 

Μέ τόν Σεβαστόν Μοναχόν Σιλβανόν ἐλάβομεν ἐπιστολήν τῆς ὑμετέρας ἐκλάμπρου Ὑψηλότητος γραμμένην ἐν Mondevi κατά τήν 18ην Ὀκτωβρίου ἀποσταλεῖσαν ἡμῖν ὑπό τῶν ἡμετέρων ἀπεσταλμένων, συγχρόνως δέ καί τήν ἔκθεσίν των περί τῶν διαπραγματεύσεών των πρός τήν  Ὑ. Σ. Υ., καί οὕτω ἐκ τοῦ περιεχομένου τῆς εἰρημένης ἐπιστολῆς καί τῆς ἐκθέσεως πάντες ὁμοῦ ἐλάβομεν μεγίστην καί ἄφραστον εὐχαρίστησιν, καί παρηγορίαν, ἐπειδή ἐλπίζομεν ὅτι, ὅπως ὑπισχνεῖτο ἡμῖν ἡ Ὑ.Ὑ. κατά τήν ὥραν ταύτην ἔμελλεν ἡ(Ὑ. Ὑ. ) νά εἶναι εἰς τάς χώρας ταύτας μετά τῶν δεουςῶν προπαρασκευῶν καί καταλλήλων διά τάς ἡμετέρας ἀνάγκας καί διά τό καλόν τῆς Ὑ. Ὑ.. Ἠλπίσαμεν, ὅτι ἐάν ἠθέλομεν ἀπολαύσει τοιούτου δώρου, ὁ Κύριος ὁ Θεός ἡμῶν θά Σᾶς κάμῃ νά αἰσθανθῆτε τήν ἀφοσίωσιν καί τήν καλήν διάθεσιν τήν ὁποίαν τρέφομεν πρός τήν Ὑ. Ὑ.

 

Δέν σᾶς ἐγράψαμεν, οὐδέ σᾶς ἀπαντήσαμεν προηγουμένως, διότι ἀνεμέναμεν τούς ἡμετέρους ἀπεσταλμένους καί τάς βοηθείας, τάς ὑποδειχθείσας ὑπό τῆς Ὑ. Ὑ. καί ὑποσχεθείσας πρός τόν Ἱππότην Piliberto Provana καί πρός τόν Καπετάνιον Gio. Τάς βοηθείας ταύτας ἐπεθυμοῦμεν ἀπείρως, καί τάς ἀνεμέναμεν μετά τοσαύτης εὐχαριστήσεως, καί χαρᾶς καί μέγα ἀποτέλεσμα ἤθελον ἐπιφέρει εἰς ὑμᾶς. Ἐγώ καί ἄλλοι ἐκ τῶν συνομοσπόνδων μου εἰς διαφόρους περιστάσεις ἀπεκαλύψαμεν ἡμᾶς αὐτούς ἐχθρούς τῶν Τούρκων οὐχί μόνον φαινομενικῶς, ἀλλά καί ἐμπράκτως διά πολλῆς βλάβης καί δι' ἐνοχλήσεων, τάς ὁποίας εἰς διαφόρους περιστάσεις ἐπροξενήσαμεν εἰς αὐτούς. Φοβούμενος τάς ἐνέδρας τοῦ Πασσᾶ τοῦ Νεοκάστρου [Castel Novo], ἀπεσύρθην μεταξύ τῶν ὀρέων καί εἰς τόπους ὀχυροτέρους εἰς τάς κλεισούρας καί τά σύνορα τῆς Στριγονίας καί Ἀλβανίας μέ τήν ἀπόφασιν νά τοῖς προξενήσω ὅσον δύναμαι μεγαλυτέραν ζημίαν, ἐάν βεβαίως θά μᾶς ἠνώχλουν. Ἄλλως τε, ἐφ 'ὅσον μένομεν ἐν τῇ ἐνότητι ταύτῃ καί ἐν τούτῳ τῷ περιβάλλοντι δέν φοβούμεθα τάς δυνάμεις των κατά τό θέρος τοῦτο, ἀφ' οὗ ἐν ταύτῃ τῇ ένότητι εἴμεθα πλέον τῶν 12000 ἀνδρῶν ἄν καί κακῶς ὁπλισμένοι, θά κρατηθῶμεν ὅσον δυνάμεθα. Πάντες οὗτοι οἱἐπαναστάται εἶναι ἀφωσιωμένοι εἰς τήν Ὑ. Ὑ. καί πάντες ἐλπίζουσιν, ὅτι θά λάβωσιν ἀπό ἡμέρας εἰς ἡμέραν, βοήθειάν τινα παρά τῆς Ὑ. Ὑ. Διά νά δείξωσι τάς καλάς αὐτῶν διαθέσεις ἠθέλησαν νά ὀργανωθῶσιν εἰς λόχους καί νά φανερώσωσιν ἐαυτούς ἐχθρούς τῶν Τούρκων. Ἀλλά βλέποντες, ὅτι οὐδείς παρουσιάζετο, οὒτε ἐκ τῶν ἄνω μνημονευθέντων, οὕτε ἐξ ἄλλων, ἀλλ' οὐδέ τούλάχιστον οὐδεμία βοήθεια, οὐδέ ἐπιστολάς καί ἐκλιπουσῶν τῶν ἐλπίδων, τάς ὁποίας ἐβασίσαμεν ἐπί τῶν ἐπιστολῶν τῆς Ὑ. Ὑ. καί τῶν ἐπιστολῶν ἡμετέρων ἀπεσταλμένων περιήλθομεν εἰς μεγίστην σύγχυσιν καί λύπην ἄπειρον, βλέποντες ἡμᾶς οὕτως περιπεσόντας εἰς τοιαύτην στενοχωρίαν. Εἶναι μεγάλη ἀχαριστία νά μᾶς ἐγκαταλείψητε ἐν τῇ μεγίστη ἡμῶν ἀνάγκῃ παρ' ἀξίαν.

 

Γαληνότατε Κύριε, ὁ Κύριος ὁ Θεός ἡμῶν ὁδικαιότατος κριτής πόσον ἀπεχθάνεται τήν ἀχαριστίαν κατανοεῖ ἡ Ὑ. Ὑ. ἐν τῇ ἡγεμονικῇ, χριστιανικῇ διανοίᾳτης.  Ἀντιλαμβάνεσθε ὅτι ἔχω λόγους νά ἔχω παράπονα καθ' ὑμῶν, διότι δέν ἐτηρήσατε τάς πρός ἡμᾶς ὑποσχέσεις σας, οἳτινες ἀπεβλέπαμεν πρός τήν ὑπόθεσίν μας μετά τοσαύτης ἐμπιστοσύνης καί διότι δέν ἐτηρήσατε τάς μεταξύ ἡμῶν συνθήκας. Δέν δύναμαι νά δικαιολογήσω τήν Ὑ. Ὑ. διά τοιαύτην παράλειψιν, ἐκτός ἐάν ὀφείλεται εἰς πραγματικόν ἐμπόδιον, ὅπερ ἐγένετο ἡ ἀφορμή νά μή δυνηθῆτε νά ἐκτελέσητε τήν καλήν σας θέλησιν, ὅπως ἀπαιτεῖ τό κράτος και τό μεγαλεῖον Σας. Οὐχ ἦττον δέν δύναμαι νά πιστεύσω, ὅτι δέν θά ἔχητε δυνηθῇ νά μᾶς στείλητε βοήθειάν τινα, τήν ὁποίαν οἱαδήποτε καί ἄν ἦτο, ἡμεῖς θά ἐξελαμβάναμεν ὡς λίαν ἀγαπητήν, καί ὡς μοναδικόν φάρμακόν μας καί ταὐτοχρόνως θά ἦτο διά τό καλόν τῆς ὑψηλότητός Σας, ὅπως πιστεύομεν, ὅτι οἱ ἀπεσταλμένοι μας σᾶς ἐξήγησαν. Ἐάν δέν ἀποσταλῇ τοιαύτη [βοήθεια] θά ἔπρεπε νά λάβωμεν παρ' ὑμῶν ἐπιστολήν τινα διά νά γνωρίσωμεν ποῖαι εἶναι αἱ διαθέσεις σας ἀπέναντι τῆς Συνθήκης. Δι' ὅ ἱκετεύομεν Αὐτήν [τήν Υ.Υ.] νά δίνῃπρός τούς ἀπεσταλμένους μας ἀπόφασίν τινα περί τῆς Συνθήκης καί ἐάν ἔχητε τάς διαθέσεις, τάς ὁποίας ἔχετε ἐπιδείξει καί εἰς τό παρελθόν, ὄχι μόνον δι' ἐπιστολῶν ἀλλά καί δι' ἄλλων προσώπων, τότε ἄς ἀποφασίσῃ τέλος ἡ Ὑ. Ὑ. νά ἔλθῃ καί νά λάβῃ τήν ἀρχήν۬ νά ἀποφασίσῃ δέ νά ἐκτέλεσῃ ταῦτα μέχρι τέλους τοῦ φθινοπώρου τούτου۬ ἡμεῖς δέ προθυμότατα ἀναμένομεν Αὐτήν, καί θά ὑποδεχθῶμεν καί θά δεχθῶμεν Αὐτήν ὡς Κύριόν μας, ὅπως δί’ ἡμετέρων ἐπιστολῶν καί πρεσβειῶν διεβεβαιώσαμεν τήν Ὑ. Ὑ.  Ἐάν δέ ἡ εἰρημένη προθεσμία ἤθελε παρέλθει ἄκαρπος, ἐξάπαντος τότε δέν ἠξεύρομεν, ἐάν θά εἶναι εἰς τήν ἐξουσίαν μας νά πράξωμεν τοῦτο (δηλαδή νά δεχθῶμεν τήν Ὑ. Ὑ. ὡς κύριόν μας), διότι οἱ πληθυσμοί αὐτοί περιβάλλονται πανταχόθεν ὑπό τῶν Τούρκων καί εἶναι ἐνδεχόμενον νά συνθηκολογήσωσι μετ' αὐτῶν, ὅπερ δυνατόν νά πράξωμεν καί ἡμεῖς, διότι διαμονή ἐν καιρῷ χειμῶνος ἐπί τῶν ὑψηλοτάτων τούτων ὀρέων καί ἐντός τῶν δασῶν εἶναι ἀδύνατος, διά πολλούς λόγους.

 

Ἐπειδή δέ ὁ Σεβάσμιος πατήρ Σιλβάνος μᾶς εἶπεν ὅτι εἰς τήν Αὐλήν τῆς Ὑψηλότητός Σας δέν ὑπάρχει πρόσωπον ἐμπιστοσύνης, τό ὁποῖον νά δύναται νά μεταφράζη τάς ἡμετέρας ἐπιστολάς γεγραμμένας σερβιστί εἰς τήν ἰταλικήν γλῶσσαν, ἀναζητήσας εὖρον τόν παρόντα γραφέα, ἳνα μή αἱ ἐπιστολαί μας περιέρχωνται εἰς χεῖρας ἄλλων ἀλλ' ἳνα ἡ Ὑ. Ὑ. δύναται νά ἀναγνώσῃ αὐτάς ἄνευ ἄλλου διερμηνέως. Τό αυτό δέ θά πράττω καί εἰς τό μέλλον ὁσάκις θά παρίσταται ἀνάγκη νά γράψω πρός τήν Ὑ. Ὑ. τήν ὁποίαν παρακαλοῦμεν ἐν τῇ ὑποθέσει ταύτῃ νά μεταχειρίζηται πρόσωπα, τά ὁποῖα εἶναι ἐκ τῶν τόπων τούτων καί ἔχουσι γνῶσιν αὐτῶν, καί ἅτινα γνωρίζουσι τόν σκοπόν καί τόν τρόπον πῶς πρέπει νά διεξαχθῇ ἡ εἰρημένη ὑπόθεσις. Εἰς τήν χώραν σας εὑρίσκεται ὁ ἱππότης κύριος Georgio Doliefti, συμπατριώτης μας καί ἀνήρ εὐγενής, ὅστις ἐπί πολλά ἔτη διεχειρίσθη τήν ὑπόθεσιν ταύτην καί δύναται περί παντός νά πληροφορήσῃ τήν Ὑ. Ὑ.  Ἐπίσης ὁ Καπετάνιος Nicolo Revesi, ἡμέτερος φίλος καί συμπατριώτης, ὅστις γνωρίζει πολύ καλά τήν χώραν μας.

 

Ἐπί τοῦ παρόντος οὐδέν ἄλλο ἔχομεν νά εἴπωμεν πρός τήν Ὑ. Ὑ., μένομεν ἀναμένοντες τήν ἀπάντησίν της καί ταπεινότατοι ἀσπαζόμεθα τάς γαληνοτάτας χεῖρας τῆς ὑμετέρας Ὑψηλότητος, ὡσαύτως δέ καί τούς Γαληνοτάτους Πρίγκηπας, εἰς τούς ὁποίους εἴθε ὁ ἡμέτερος Κύριος νά ἐπιδαψιλεύῃ πᾶσαν μεγίστην συσσώρευσιν εὐτυχίας καί μεγαλείου.

 

Ἐξ Onegusti τῇ 8η Ἰουλίου, 1609.

 

Η επιστολή αυτή, όπως εξάλλου αναφέρεται σ' αυτήν, εγράφη με τη βοήθεια γραφέα που γνώριζε την ιταλική γλώσσα. Δεν παρέχει ενδείξεις (προφανώς για λόγους ασφάλειας) ως προς τον αποστολέα της, κι ούτε αναφέρεται πουθενά η Κύπρος. Ωστόσο η επιστολή θεωρείται από πολλούς ότι είχε σταλεί από τον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο που, ενδεχομένως, βρισκόταν τότε στην Αλβανία. Ο αποστολέας γράφει, πάντως, ότι είχε καταφύγει στα βουνά. Αν και πολλοί θεωρούν ότι όντως την επιστολή απέστειλε ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, άλλοι αμφισβητούν τούτο. Πάντως γίνεται κι εδώ λόγος για ύπαρξη 12.000 ετοιμοπόλεμων ανδρών που ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθούν κατά των Τούρκων. Εάν πράγματι τον Ιούλιο του 1609 ο Χριστόδουλος ήταν φυγάς στην Αλβανία, θα πρέπει να κατόρθωσε να επιστρέψει αρκετά σύντομα στην Κύπρο, αφού από εδώ απέστειλε νέα επιστολή τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου.

 

Γ) ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΡΙΤΗ: Η επιστολή αυτή εστάλη από την Κύπρο από τον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, στις 5 Οκτωβρίου του 1609. Αυτή τη φορά, εκτός από τον αρχιεπίσκοπο, προσυπέγραψαν την επιστολή και 12 άλλα άτομα, εκ των οποίων 5 επίσκοποι κι άλλοι κληρικοί και λαϊκοί. Η επιστολή έχει ως εξής:

 

Τῷ ὑψηλοτάτῳ δούκᾳ δέ Σαβοΐα ταπεινός Χριστόδουλος ἀρχιεπίσκοπος πάσης Κύπρου καί νέας Ἰουστινιανῆς. Θεωρώντας ταῖς καρδίαις τῶν ἀνθρώπων τόσον ἔξυπναις εἰς τήν νῆσον τῆς Κύπρου εἰς εὐλάβειαν τῆς σῆς ὑψηλότητος, ὡς ἀφέντης παλαιός ἐτούτου τοῦ ριάμου, τό ὁποῖον πλῆθος εὑρίσκεται εἰς τόσην τυραννία ἀπό τούς Τούρκους, καί διά τοῦτον ἀποστέλλομεν νά παρακαλέσωμεν τήν Ὑψηλότητά Σου νά ὑπηρετήση μέ τήν δύναμιν τοῦ ρηγός Φιλίππου νά δώσῃ ὀρδινίαν καί βοήθειαν νά ἐλευθερώνῃ ἐτοῦτον τόν τόπον ἀπό τά χέρια τοῦ τυράννου, ὅτι εἶναι μεγάλον ἀμάρτημα τέτοιον ριάμον νά εὑρίσκηται εἰς τά χέρια του, ὁποῦ εἴτονε ἀφεντεμένον ἀπό τούς παλαιούς ἐδικούς τῆς Ὑψηλότητός σου, καί ἄν ἡ ἁγία τριάς φωτίσῃ τήν βασιλείαν τοῦ ρέ Φιλίππου [Ζ' ] τῆς ὑψηλότητός σου νά κάμετε ἀρμάτα, ἤξευρε ἡ ὑψηλότητά σου πῶς εὐρίσκονται ἄνδρες τῶν ἁρμάτων τριάντα πέντε χιλιάδες۬ καί Τοῦρκοι δέν εἶναι παρά μόνον ὀκτώ χιλιάδες۬ θεμῶντας τό πλέον τῆς ὑψηλότητάς του νά φέρετε ἅρματα διά τούς χριστιανούς καί παρακαλοῦμεν τήν ὑψηλότητά σου νά μᾶς κάμη χάριν διά ἀπόκρισιν μέ τόν κομιστήν, ὃπου νά φέρῃ ταίς γραφαίς, ὀνόματι Λοΐζον, διά νά δώσωμεν πληροφορίαν ἐτούτου τοῦ λαοῦ, ὃπου στέκουν αναμένοντας μέ μεγάλην ἐπιθυμίαν νά γιδοῦν φλάμπουρον τῆς βασιλείας καί τῆς ὑψηλότητός σου, ὅτι βλέποντας ἐτούτων τήν βοήθειαν εἶναι ἄξιος μέ τήν χάριν τοῦ θεοῦ νά ἀφανίσουν τούς Τούρκους, τούς ἐχθρούς τῆς πίστεως, καί ὡς ἐκ τούτου ἄς εἶναι βέβαιοι ἡ ὑψηλότητά σου, καί θέλεις κερδίσειν ἐτοῦτον [τον] τόπον ὡσάν καί πρῶτα. Καί διά βεβαίωσιν θέλουν ὑπογράψει καί ἕτεροι ἀρχιερεῖς, καί ἱερεῖς, καί πρῶτοι τοῦ νησιοῦ καθένας τό ὄνομά του, καί ἀπό πᾶσα πρᾶμα δίδομεν εἴδηση τῆς ὑψηλότητά σου ἐλπίζοντας ἀπό τόν Θεόν πᾶσα εὐχαριστίαν νά ἠμπορέσωμεν νά σέ ἰδοῦμεν γρήγορα ρήγαν τῆς Κύπρου ὡσάν τούς παλαιούς. Οὐχί ἕτερον εἰμή Κύριος ὁ Θεός ἔστω σοι φύλαξ, καί ἡ εὐχή τῆς ἡμῶν μετριότητος ἔσται μεθ' ὑμῶν.  Ὁκτωβρίῳ ε, τό αχθ' ἔτος.

 

Χριστόδουλος Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου ινδ. ζ'.

ταπεινός Μωϋσῆς ἐπίσκοπος Ἀμμοχώστου.

ταπεινός Ἰάκωβος ἐπίσκοπος Λεμεσο.

ταπεινός Λεόντιος ἐπίσκοπος Πάφου.

ταπεινός Ἰερεμίας ἐπίσκοπος Κυρήνης.

Ἰάκωβος μέγας πρωτοπαπᾶς Λευκάργων.

Τουμέζος πρωτοπαπᾶς Βατίλης.

Γερόλυμος Φραγκίσκου Βατίλης.

Μιχαγίλης Τουμάζου πρωτονοτάριος.

Ἠσαΐας ἐπίσκοπος Ἀμαθοῦντος.

Κυριάκος μέγας πρωτοπαπᾶς Λαρνάκου.

Γερόλεμος Δαμηλᾶς Χαρτοφύλαξ τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας.

Δελέβικος γραμματικός τῆς σκάλας Λεμεσο.

 

Ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος υπενθυμίζει στον δούκα της Σαβοΐας ότι η Κύπρος, ως βασίλειο, ανήκε κάποτε σε συγγενείς του (ἐδικούς τῆς Ὑψηλότητός σου) και εύχεται πολύ γρήγορα ο δούκας να είναι βασιλιάς της Κύπρου και να «κερδίσει» το νησί. Πληροφορεί δε ότι διαθέτει δύναμη από 35.000 ετοιμοπόλεμους άνδρες, σε αντίθεση προς 8.000 άνδρες του οθωμανικού στρατού που βρίσκονταν τότε στο νησί. Ο αρχιεπίσκοπος προσκαλεί τον δούκα όπως εκστρατεύσει στην Κύπρο, μαζί με βοήθεια από τον Φίλιππο, τον βασιλιά της Γαλλίας. Για λόγους περισσότερου κύρους, την επιστολή προσυπέγραψαν και οι λοιποί ηγέτες των Ελλήνων της Κύπρου τότε. Κομιστής της ήταν ειδικός απεσταλμένος, κάποιος Λοΐζος, που θα έπρεπε να έφερνε πίσω στην Κύπρο και την απάντηση (προφορική ή γραπτή) του δούκα ή εκπροσώπων του. Δεν είναι γνωστό τι υποδοχή συνάντησε ο Λοΐζος αυτός στη Σαβοΐα, πάντως απάντηση δεν εδόθη, όπως προκύπτει από την επόμενη επιστολή.

 

κλαμπρότατε φέντι,

κούσαμεν τό καλόν θέλημαν τς φεντιας σου τς εκλαμπροτάτης, οπου χει καί δικόν μας νεγότζιο, και την βοήθειαν, που κάμετε μέ μίαν τη γραφη το δικο μας νθρώπου, καί τήν εχαριστομεν ατελιοτα καί δια να μιν βρίσκεται κανίς, που νά ξεύρει τήν γλώσσαν τήν ρωμαϊκήν, να μεταγλοττίσει τας γραφές μας, δέν εἲδαμεν ποκρισιν πο τήν  ψηλοτάτην τν γαληνοτατον, καί μεγάλη μας πιθυμία, που χωμεν φ' ατόν τό νεγόζιο۬ γυρίζωμεν δεύτερον νά στιλωμεν τόν διον πρωτον ποκομιστήν τόν Λοζον το Νικολό μέ τόν Κωνσταντίνον το Δήμου με λλαις γραφας μεταγλοττισμέναις, πο ρωμαικιν εις ταλιάνον ες τήν  ψηλοτάτην τήν γαλινοτάτην καί τος στελλωμέν ες τό χέριν τς φεντιας σου της κλαμπροτατης, παρακαλώντας να τής φοβορισι   ες τήν ψηλοτατην, καί να αναγκάσει ατόν το γιον εργον, καί αν δωσει θεός καί τελιοθε ατή νίκη έκλαμπρότι σου, θέλης κερδίσει μεγάλον μυστόν καί, γαπιμένος πό λον τό νισή καί ξεχωριστά απο τόν Θεόν τόν Παντοκράτορα, φορμ, που θελουν λυτρωθον τοσε ψυχας πό τας χείρας του διαβόλου, που καθημερηνόν χάννουν από τήν μεγάλην τυραννία καί τήν ατιμονίαν το τυράννου.

 

Καί κόμη αφεντια σου έκλαμπροτάτι κυράτζα κονδέσσα φοβοριτε ατόν τό γιον ργον, καί θέλετε κερδισει μεγάλην τιμήν πο τόν κόσμον καί πό τόν Θεόν μεγαλην πλιρωμήν. χι λλον۬ κάμνω τέλος, καί φέντης Θεός νά σς δήδει πάσα καλοτιχίαν καί εημερίαν καί η εδική μας ευλογεια να εναι μέ την κλαμπροτι[τά] σας. γράπτε ες τήν Λευκωσία τς Κύπρου ν μηνί πριλλί το αχια' τος.

 

Τς φεντίασας τς εκλαμπροτατης πατέρας πνευματικός.

 

Χριστοδουλος, αρχιεπίσκοπος Κύπρου ινδ. Θ'.

 

Ο δύστυχος Κύπριος ιεράρχης κάνει άλλη μια θερμή έκκληση στον δούκα για απελευθέρωση της Κύπρου, και θεωρεί ότι η μέχρι τώρα αδιαφορία του οφειλόταν στο γεγονός ότι ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος έστελνε τις επιστολές του γραμμένες στην ελληνική, έτσι που ο δούκας δεν μπορούσε να τις διαβάσει! Γι' αυτό κι αναφέρει ότι τώρα θα γινόταν προσπάθεια να μεταφραστεί η επιστολή αυτή στην ιταλική.

 

Ωστόσο ο Κάρολος Εμμανουήλ της Σαβοΐας αν και είχε την φιλοδοξία να αποκτήσει την Κύπρο, τίποτα το σοβαρό δεν έπραξε προς αυτή την κατεύθυνση, παρόλο ότι πριν από την άνοδο του Χριστοδούλου στον αρχιεπισκοπικό θρόνο είχε κάνει διαπραγματεύσεις με τους Κυπρίους κι είχε, μάλιστα, υπογράψει και σχετική συμφωνία το 1601 (πιθανώς η «συνθήκη» για την οποία γίνεται λόγος στη δεύτερη από τις επιστολές που παρατίθενται εδώ). Για τη δραστηριότητα αυτή του δούκα της Σαβοΐας, προς τον οποίο εστάλησαν οι επιστολές του Χριστοδούλου.

 

Βλέπε λήμμα: Κάρολος Εμμανουήλ Α'

 

Βέβαια κατά το υπόλοιπο της περιόδου της αρχιεπισκοπείας του Χριστοδούλου έγιναν και διάφορες άλλες προσπάθειες εκ μέρους Κυπρίων για ανάμειξη ιδίως του οίκου της Σαβοΐας στο ζήτημα της απελευθέρωσης της Κύπρου από τον οθωμανικό ζυγό (εάν δεχθούμε ότι μετά το 1611 ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος δεν έκανε άλλες προσωπικές ενέργειες προς αυτή την κατεύθυνση, αν και υπάρχει και αβεβαιότητα ως προς τις χρονολογήσεις μερικών επιστολών).

 

Έτσι, κατά το 1632 έγινε προσπάθεια εκ μέρους του Θεοκλήτου, ηγουμένου του μοναστηριού της Εικοσιφοινίσσης στη Μακεδονία, να εξασφαλισθεί η βοήθεια του δούκα της Σαβοΐας Βίκτωρος Αμεδαίου Α' για την υπόθεση της Κύπρου. Ο ηγούμενος Θεόκλητος ήταν συγγενής (ανεψιός) του αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου κι είχε απευθυνθεί στον δούκα της Σαβοΐας από το Παρίσι όπου βρισκόταν το 1632. Σώζεται η σχετική έκκληση του Θεοκλήτου (βλέπε Κ. Σάθας, Τουρκοκρατουμένη Ἑλλάς, σσ. 192-193), που συνοδευόταν κι από σχετική έκθεση εκ μέρους κάποιου Grandnon, τον οποίο ο Θεόκλητος είχε γνωρίσει στο Παρίσι κι ο οποίος ισχυριζόταν ότι γνώριζε καλά την Κύπρο κι υπέβαλλε στρατιωτικής φύσεως προτάσεις. Ο Βίκτωρ Αμεδαίος εξεδήλωσε σχετικό ενδιαφέρον (βλέπε στο ίδιο λήμμα). Ο ηγούμενος Θεόκλητος φαίνεται ότι δεν είχε ενεργήσει χωρίς και τη συγκατάθεση του θείου του, δηλαδή του αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, αλλά κι άλλων ακόμη μελών της οικογένειας, των οποίων τις απόψεις εξέφραζε.

 

Βλέπε λήμμα: Βίκτωρ Αμεδαίος Α'

 

Αλλά και κατά το 1628 σημειώθηκε μια άλλη προσπάθεια, εκ μέρους του Κυπρίου Μαξιμιλιάνο Τρόνκι, ο οποίος υπέβαλε σχέδιο απελευθέρωσης της Κύπρου προς τον Φερδινάνδο Β' της Τοσκάνης, προφανώς ενθαρρυμένος από ένα προηγούμενο γεγονός, της επίθεσης στόλου της Τοσκάνης κατά της Αμμοχώστου τον Μάιο του 1608 (επί ημερών Φερδινάνδου Α' και επί αρχιεπισκοπείας Χριστοδούλου). Παρά το ότι στις σχετικές ενέργειες του Τρόνκι δεν αναφέρεται πουθενά ανάμειξη του αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, ωστόσο είναι πολύ πιθανό ότι αυτός ήταν ενήμερος της προσπάθειας.

 

                                                     *    *    *

 

Εκτός από τις διάφορες προσπάθειες για απελευθέρωση της Κύπρου από τον τουρκικό ζυγό, ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος είναι γνωστός κι από μερικά άλλα γεγονότα σχετικά με εκκλησιαστικά ζητήματα.

 

Από σωζόμενο έγγραφο, του Ιουλίου του 1618, του πατριάρχη Τιμοθέου Β' (βλέπε Καλ. Δελικάνης, Ἔγγραφα Πατριαρχικῶν Ἐκκλησιῶν, τόμος Β', Κωνσταντινούπολις, 1904, σσ. 555 κ.ε.), πληροφορούμεθα ότι κατά το 1618 προκλήθηκε αναστάτωση στην Εκκλησία της Κύπρου από τη δραστηριότητα κάποιου Κυρίλλου ιερομόναχου από την Περιστερώνα Ακακίου. Ο ιερομόναχος αυτός αποπειράθηκε να καταλάβει τον επισκοπικό θρόνο Σολέας, εκθρονίζοντας τον κανονικό επίσκοπο Μακάριο. Είχε μάλιστα ταξιδέψει έως την Κωνσταντινούπολη όπου πέτυχε και την έκδοση σουλτανικού βερατίου υπέρ του. Η σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου καθαίρεσε τον Κύριλλο και ο οικουμενικός πατριάρχης συμφώνησε με την καθαίρεση, όπως κι ο πατριάρχης Αντιοχείας Ιγνάτιος.

 

Από σωζόμενη επιστολή πάλι, ημερομηνίας 9 Απριλίου 1629, του πρωτονοτάριου της Εκκλησίας της Κύπρου Ματθαίου Κιγάλα, μαθαίνουμε ότι αυτή την εποχή είχε γίνει μια προσπάθεια Λατίνων να αποσπάσουν μια ορθόδοξη εκκλησία για λογαριασμό τους. Η εκκλησία δεν κατονομάζεται. Ο Λοΐζος Φιλίππου (ό.π.π., σ. 55) υποθέτει ότι επρόκειτο για την εκκλησία του Αγίου Λαζάρου στη Λάρνακα όπου διέμεναν αρκετοί ξένοι έμποροι και άλλοι. Η προσπάθεια, πάντως, προκάλεσε αντίδραση και απέτυχε.

 

Επί αρχιεπισκοπείας Χριστοδούλου ανακαινίστηκαν το γνωστό μοναστήρι του Αγίου Νεοφύτου και η Μονή των Ιερέων στην επαρχία Πάφου. Το μοναστήρι του Αγίου Νεοφύτου αναγνωρίστηκε επίσημα επί αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, το 1631. Εξεδόθη δε τότε και σιγιλλιώδες γράμμα που υπεγράφη από τον οικουμενικό πατριάρχη Κύριλλο, τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Χριστόδουλο, 8 μητροπολίτες του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και 2 Κυπρίους επισκόπους. Η Μονή των Ιερέων είχε ανοικοδομηθεί με πρωτοβουλία του ηγουμένου Κύκκου και Μονής Νικηφόρου, ο οποίος και διαδέχθηκε αργότερα τον Χριστόδουλο στον αρχιεπισκοπικό θρόνο.

 

Οι συνεχείς επιδρομές στην Κύπρο των ακρίδων, που προκαλούσαν τεράστιες καταστροφές στη γεωργική παραγωγή, απασχόλησαν και τον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο. Με ενέργειές του, κατά το 1628, και με αποστολή του πρωτονοτάριου Ματθαίου Κιγάλα, ο Χριστόδουλος πέτυχε όπως φέρει από τον Άγιο Όρος στην Κύπρο την αγία κάρα του αγίου Μιχαήλ Συνάδων που εθεωρείτο θαυματουργή ιδίως κατά των ακρίδων. Σώζονται τα σχετικά έγγραφα για εξασφάλιση της κάρας από το μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας, που περιλαμβάνουν και σχετική επιστολή του αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, ημερομηνίας 15.6.1628. Ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου υποσχόταν προσωπικά ότι θα εξασφάλιζε την προστασία των μοναχών της Μεγίστης Λαύρας που θα συνόδευαν την πολύτιμη κάρα στην Κύπρο, ότι θα εξασφάλιζε την επιστροφή της στο Άγιον Όρος, κι ότι ο ίδιος προσωπικά θα την συνόδευε σε περιοδεία σ' ολόκληρη την Κύπρο. Το πολύτιμο κειμήλιο ήλθε πράγματι στην Κύπρο, μαζί με αγιασμό που τελέσθηκε από τον οικουμενικό και άλλους πατριάρχες στην Κωνσταντινούπολη, ο δε αρχιεπίσκοπος περιήλθε την Κύπρο συνοδεύοντας την κάρα και κάνοντας τελετές.

 

Άλλη ανωμαλία συνέβη στα εκκλησιαστικά πράγματα της Κύπρου κατά το 1639, για την οποία δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα. Αναφέρεται συγκεκριμένα ότι ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος είχε χάσει τον θρόνο του από τον Παρθένιον για σύντομο χρονικό διάστημα. Επανήλθε όμως στον αρχιεπισκοπικό θρόνο κατά τα τέλη Αυγούστου ή τις αρχές Σεπτεμβρίου του επόμενου χρόνου (1640), οπότε ο Παρθένιος έφυγε από την Κύπρο και πήγε στη Ρωσία.

 

Διάφοροι μελετητές αμφισβητούν την ύπαρξη του Παρθενίου, ενώ δίνουν και διαφορετικές απόψεις ως προς τη διάρκεια της θητείας του Χριστοδούλου. Μερικοί μάλιστα θεωρούν ότι ο Χριστόδουλος παρέμεινε ως αρχιεπίσκοπος μέχρι το 1638 μόνον, ή ακόμη και πολύ πιο πριν, κι ότι μεταξύ της αρχιεπισκοπείας του Χριστοδούλου κι εκείνης του διαδόχου του Νικηφόρου υπάρχει μεγάλο κενό, μέχρι και 30 χρόνια.

 

Ωστόσο φαίνεται ότι ο Χριστόδουλος είχε παραμείνει αρχιεπίσκοπος Κύπρου μέχρι τον θάνατό του, περί τα μέσα του 1641, ο δε Νικηφόρος τον είχε διαδεχθεί κανονικά.

 

Α. ΠΑΥΛΙΔΗΣ