Είναι γνωστό και με την ονομασία λυχναράκιν (το), εξαιτίας του παράξενου σχήματος του άνθους του. Επιστημονική ονομασία: Arisarum vulgare. Οικογένεια: Αρωδών (Araceae). Αγγλική ονομασία: Friar's cowl.
Αυτοφυές στην Κύπρο μικρό φυτό, που φθάνει σε ύψος συνήθως περί τα 20 εκατοστόμετρα. Χαρακτηρίζεται από μεγάλα πλατιά και καρδιόσχημα φύλλα, πάνω από τα οποία ξεπετιέται το άνθος του που είναι μακρύ και κυλινδρικό, κεκλιμένο στο άνω μέρος του. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα «κάλυμμα» των πραγματικών ανθέων του φυτού, ωστόσο ολόκληρο μοιάζει με λυχνάρι, έχει δε χρώμα πολύ ανοικτό πρασινοκίτρινο, με έντονες καφέ κάθετες ραβδώσεις.
Αυτοφύεται συχνά ανάμεσα σε άλλα αγριόχορτα, σε αγρούς ή και ακαλλιέργητες εκτάσεις, σε κήπους και περιβόλια, σε δάση ευκαλύπτων κ.α. δέντρων, προτιμώντας τα σκιερά μέρη, από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι σε υψόμετρο 300 περίπου μέτρων. Εκτός από την Κύπρο απαντάται και σε άλλες παραμεσόγειες χώρες. Ανθίζει μεταξύ Ιανουαρίου και Απριλίου.
Στην Ελλάδα είναι γνωστό και με την ονομασία δρακοντιά (η), ενώ στην Κύπρο με αυτό το όνομα είναι γνωστό άλλο αυτοφυές φυτό, το Arum hygrophyllum (βλέπε δρακοντιά). Γνωστό από τα αρχαία χρόνια, είναι το αρίσαρον που αναφέρει ο Διοσκουρίδης.
Το φυτό αυτό εκπέμπει μια δυσάρεστη μυρωδιά, αλλά έχει και φαρμακευτικές ιδιότητες. Περιέχει αροΐνη (aroine) που είναι δηλητήριο το οποίο επηρεάζει το δέρμα και το νευρικό σύστημα. Οι φαρμακευτικές του ιδιότητες καταπολεμούν τον βρογχίτη, τη γαστρίτιδα κ.α. παθήσεις. Ωστόσο στην Κύπρο χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα σε παλαιότερες εποχές ως αποτελεσματικό αντίδοτο (βασικά το ρίζωμά του) ενάντια σε δαγκώματα ερπετών, απ' όπου και η τοπική ονομασία χόρτον της κουφής.