Η χολλά ήταν είδος μαύρης βαφής με την οποία οι γυναίκες της Κύπρου έβαφαν τα βλέφαρά τους ώστε να διακρίνεται ζωηρά το περίγραμμα των ματιών τους. Εκ πρώτης όψεως η χολλά ήταν βαφή καλλωπισμού, όπως βαφές των ματιών χρησιμοποιούνται και σήμερα ευρύτατα ως καλλυντικά. Πρβλ. και το λαϊκό δίστιχο:
Σ' τα μμάδκια βάλλουν την χολλάν, σ' τα φρύδκια το σ'επέτιν,
τζ' αν έσ'εις παραπόνησιν έλα κοντά μου πε την.
Ωστόσο η χολλά (λέξη που απαντάται μόνο στην Κύπρο και φαίνεται ότι η προέλευσή της είναι αρχαία ή βυζαντινή) απετέλεσε στο νησί παλαιότατο έθιμο σχετιζόμενο όχι μόνο με καλλωπισμό των γυναικών αλλά και με θρησκευτικές τελετές και με παλαιά πεποίθηση ότι συνδεόταν και με θεραπευτικούς σκοπούς.
Από τη λέξη χολλά προήλθε το ρήμα χολλιάζω/χολλιάζομαι. Η πράξη λέγεται χόλλιασμαν (το), λέξη που χρησιμοποιείται και από τους οικοδόμους (στην οικοδομική, χόλλιασμαν σημαίνει την εργασία εξωραϊσμού των αρμών μεταξύ των οικοδομικών υλικών με τα οποία κτίζεται μια οικοδομή, όπως τούβλα, πέτρες κλπ.). Χολλιαστήρα (η) ελέγετο μικρός σωλήνας (από καλάμι ή από κόκαλο) στον οποίο φυλαγόταν η χολλά. Σε παλαιότερες εποχές υπήρχαν στη Λευκωσία και ίσως και αλλού γυναίκες που ασχολούνταν επαγγελματικά με το χόλλιασμαν και λέγονταν χολλιάστρες.
Η χολλά δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μούζη, δηλαδή μαύρα κατάλοιπα από καπνό, συνήθως από φλόγα αναμμένου κεριού. Η μούζη αυτή μαζευόταν ύστερα από ιεροτελεστία. Συνηθέστατα μαζευόταν από τη φλόγα του κεριού που οι γυναίκες έπαιρναν στο σπίτι τους από την εκκλησία κατά τον εσπερινό των Αγίων Θεοφανείων (των Φώτων). Στην Πάφο η χολλά μαζευόταν από πίσσα τρεμιθιάς που έλιωναν σε ένα ρούχο, το οποίο στη συνέχεια έκαιγαν κάτω από ένα μεταλλικό πώμα μαγειρικού σκεύους (στούππωμαν). Με τον ίδιο τρόπο μαζευόταν και η μούζη από το κερί που ετοποθετείτο αναμμένο κάτω από ένα σκέπασμα δοχείου ή ένα αναποδογυρισμένο δοχείο. Άλλοτε πάλι η χολλά σχηματιζόταν από αναμμένο με λάδι λυχνάρι ή καντήλι, που και πάλι ετοποθετείτο κάτω από ένα σκεύος.
Σε όλες τις περιπτώσεις η κάπνη ή μούζη που σχηματιζόταν, ξυνόταν και μαζευόταν, ετοποθετείτο δε στην χολλιαστήραν για φύλαξη και κατοπινή χρήση. Σε αρκετές περιπτώσεις η χολλιαστήρα φυλαγόταν σε θήκη από ύφασμα, διακοσμημένο ανάλογα.
Και οι Τούρκισσες της Κύπρου έβαφαν τα μάτια τους, αλλά με βαφή που ονομαζόταν ghioz ottü (=αμματόχορτον), συνεπώς δεν ήταν χολλά αλλά βαφή από φυτά, όπως παρόμοια βαφή εχρησιμοποιείτο για τα μαλλιά και τα νύχια. Βέβαια το έθιμο του βαψίματος των οφθαλμών απαντάται και σε πολλούς άλλους λαούς, με διάφορους τρόπους.
Η λέξη χολλά απαντάται και κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια, έχοντας μάλιστα σχέση με τα μάτια. Συγκεκριμένα ο μεσαιωνικός χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς (Χρονικόν, παρ. 34), ομιλεί για το αγίασμα της αγίας Φωτεινής* στην Καρπασία, που έπηζε και γινόταν όπως την στάχτη απ' όπου οι πάσχοντες στα μάτια και οι τυφλοί χολλιάζουνται καί θεραπεύουνται. Η χρησιμοποίηση από τον Μαχαιρά της λέξης χολλιάζουνται, είναι χαρακτηριστική για την πράξη της επάλειψης των οφθαλμών. Είναι επίσης σημαντικός ο συσχετισμός του χολλιάσματος αυτού με την αγία Φωτεινή, κατ' επέκταση με τα Φώτα (= Θεοφάνεια) και το φως γενικότερα, αλλά και ειδικά το φως των αμμαδκιών, δηλαδή την όραση.
Αν και η λέξη χολλά είναι σχεδόν παρόμοια προς αραβική (το βάψιμο των βλεφαρίδων στην Αίγυπτο λεγόταν k'hol), ωστόσο φαίνεται ότι η λέξη έχει ελληνική προέλευση. Το βάψιμο των βλεφαρίδων αποτελούσε έθιμο και στους αρχαίους Έλληνες, ο δε Ευστάθιος, στο έργο Παρεκβολαί εἰς Ἰλιάδα αναφέρει ότι παρά τοῖς παλαιοῖς καί παρά τοῖς ἄρτι δέχολᾶν, ὅν κόχλον ἡ γυναικεία γλῶσσα φιλεῖ καλεῖν... Αλλού πάλι περιγράφεται (από τον Μαλάλα) η ομηρική ηρωίδα Βρισηίδα ως μακρή, λευκή, καλλίμασθος... μεγαλόφθαλμος κεχολλαϊσμένα ἔχουσα βλέφαρα... Ασφαλώς με τη λέξη κεχολλαϊσμένα ο χρονογράφος εννοούσε βαμμένα τα βλέφαρα.
Το χόλλιασμαν των ματιών γινόταν από τις γυναίκες και τις κοπέλες με τον ακόλουθο τρόπο: Εχρησιμοποιείτο λεπτό ξηρό χόρτο (σκλινίτζ'ιν ή σαρίτζ'ιν ή στέλεχος σιταριού ή άλλο παρόμοιο ξυλαράκι, στην άκρη του οποίου έβαζαν λίγο σάλιο (φτύμμαν) για να υγρανθεί. Την υγρή αυτή άκρη τοποθετούσαν μέσα στην χολλιαστήραν όπου φύλαγαν την χολλάν, κι έτσι έπαιρναν τη μαύρη μπογιά με την οποία έβαφαν τα μάτια κατά τον ίδιο τρόπο που οι γυναίκες χρησιμοποιούν σήμερα ειδικά κάρβουνα ή μολύβια.
Σε παλαιότερες εποχές χολλιάζονταν οι γυναίκες συνήθως τις Κυριακές. Αλλά ειδικότερα το χόλλιασμαν συνδεόταν με τη γιορτή των Θεοφανείων (των Φώτων), οπότε όλες οι γυναίκες, ακόμη και τα μικρά κοριτσάκια, συνήθιζαν να χολλιάζονται γιατί πίστευαν πως κάτι τέτοιο, την ημέρα των Φώτων, έδινε φως και δύναμη στα μάτια. Συνηθιζόταν ακόμη να χολλιάζουν τα νεογέννητα παιδιά, προκειμένου ν' αποκτήσουν ωραία μάτια. Αλλά και τις ημέρες της Λαμπρής οι γυναίκες, και ιδίως οι νέες κοπέλες, χολλιάζονταν επίσης. Ακόμη το χόλλιασμαν περιλαμβανόταν στο στόλισμα της νύμφης, την ημέρα του γάμου της:
Ο νήλιος εχαμήλωσεν τζ’αι ποταυρίστου πιάστου
πιάσε που τες αζίνες του τζ'αί νίφτου τζ'αί χολλιάστου.