Πάνω σε μικρό απότομο λόφο, που βρίσκεται πολύ κοντά στο χωριό της Χοιροκοιτίας στην επαρχία Λάρνακας και που συνορεύει με τον ποταμό του Μαρωνίου και με μια μικρή εύφορη κοιλάδα, αποκαλύφθηκαν τα αρχαιότερα οικιστικά κατάλοιπα της Κύπρου, που χρονολογούνται από τις αρχές της 7ης χιλιετίας μέχρι το 3900 περίπου π.Χ. και ανήκουν στον μεγαλύτερο σε ανασκαφική έκταση και σημαντικότερο σε ευρήματα νεολιθικό συνοικισμό του νησιού, τον γνωστό σαν συνοικισμό της Χοιροκοιτίας.
Οι πρώτες ανασκαφικές έρευνες στον περίφημο αυτό συνοικισμό άρχισαν το 1936 από το Τμήμα Αρχαιοτήτων, υπό τη διεύθυνση του Πορφύριου Δίκαιου, και διακόπηκαν το 1939 για να συνεχιστούν και πάλι το 1946 και να τερματιστούν τον ίδιο χρόνο. Το 1973 το Τμήμα Αρχαιοτήτων, στην προσπάθειά του να αποκαλύψει περισσότερες χρονολογικές μαρτυρίες για τον συνοικισμό, ανέθεσε την ανασκαφή δυο κυκλικών κατοικιών στους Nichola Stanley Price και Δήμο Χρήστου. Από το 1975 άρχισαν και συνεχίζονται ακόμη ετήσιες συστηματικές ανασκαφές από τη Γαλλική Αρχαιολογική Αποστολή του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών με διευθυντή τον Alain Le Brun. Όλες αυτές οι ανασκαφικές έρευνες είχαν σαν αποτέλεσμα την ανακάλυψη πολλών πυκνοκτισμένων κυκλικών κατοικιών στη νοτιοανατολική κυρίως πλευρά και στην κορφή του λόφου κι ενός λιθόκτιστου αμυντικού τείχους, μήκους 185μ. και μέσου πλάτους 2μ., που αρχίζει από το κατώτερο σημείο του συνοικισμού και, διασχίζοντας την ανατολική πλευρά του ανασκαφικού χώρου, καταλήγει στη βορειοδυτική πλευρά της κορφής του λόφου.
Χαρακτήρας κατοικιών: Τα κύρια αρχιτεκτονικά γνωρίσματα των κατοικιών που αποκαλύφθηκαν είναι η κυκλική κάτοψη, η επίπεδη στέγη και η πυκνή διάταξή τους σε ξεχωριστά μικρά σύνολα, που πλαισιώνονται από μικρά λιθόστρωτα περάσματα. Τα θεμέλια και το κάτω μέρος των τοίχων είναι κτισμένα από ακατέργαστες ασβεστολιθικές και σκληρές γκριζόμαυρες πέτρες και το πάνω μέρος από πλινθάρια. Το πάχος των τοίχων διαφέρει ανάλογα με το μέγεθος της κατοικίας και κυμαίνεται μεταξύ του ενός και των δυόμισι μέτρων. Το ίδιο συμβαίνει και με τη διάμετρο των δαπέδων, που είναι τρία μέχρι επτά μέτρα. Η μεγαλύτερη κατοικία, με διάμετρο επτά μέτρα, που βρίσκεται στην κατώτερη άκρη του συνοικισμού και που πιθανότατα ανήκε στον αρχηγό της κοινότητας, περιβάλλεται από ένα εξωτερικό λιθόστρωτο διάδρομο με περιτείχισμα, που καταλαμβάνει την ανατολική, τη βόρεια και τη δυτική πλευρά. Ο διάδρομος αυτός ίσως να ήταν αρχικά στεγασμένος και να χρησίμευε σαν θρησκευτικός χώρος. Στο δάπεδο της κατοικίας υπάρχουν δυο μεγάλοι, ορθογώνιοι, λιθόκτιστοι πεσσοί, που φαίνεται να υποβάσταζαν ένα μεσοπάτωμα, όμοιο με την αποθηκευτική σοφίτα, το «σέντε», των σημερινών αγροτικών σπιτιών του νησιού. Τρεις μικρές κυκλικές κατοικίες, ενωμένες με τον διάδρομο, φαίνεται να αποτελούσαν μέρος του ίδιου οικιστικού συμπλέγματος και πιθανό να χρησιμοποιούνταν σαν εργαστήρια και κουζίνες.
Επίπεδα δάπεδα: Όλα ανεξαίρετα τα δάπεδα των κατοικιών είναι επίπεδα και καμωμένα από κτυπητή γή. Σε αρκετά απ' αυτά έχουν βρεθεί μικρές κυκλικές οπές για την υποδοχή ξύλινων πασσάλων που υποβάσταζαν τις στέγες, κυκλικές εστίες και λιθόκτιστες εξέδρες, που εφάπτονταν στους τοίχους και χρησίμευαν σαν κρεβάτια ή για την τοποθέτηση των οικιακών σκευών και εργαλείων. Το μέσο ύψος των διατηρημένων τοίχων είναι 1,50 μ., αλλά σε μερικές περιπτώσεις φθάνει περίπου τα 4 μ. και σώζεται ολόκληρο μέχρι το σημείο απ' όπου άρχιζε η στέγη. Στους τοίχους, που διατηρούνται σε αρκετό ύψος, υπάρχουν ενδείξεις για μικρά τετράγωνα ή ορθογώνια παράθυρα και για μικρές κυκλικές οπές, που ίσως ν' αποτελούσαν τις υποδοχές για τις καπνοδόχους των εστιών. Οι θύρες των κατοικιών είναι στενές και όλες εφοδιασμένες με ψηλά κατώφλια για την προστασία του εσωτερικού χώρου από τις βροχές και τις πλημμύρες. Μέχρι πρόσφατα επικρατούσε η άποψη ότι όλες οι στέγες των κατοικιών ήταν θολωτές, αλλά με τις τελευταίες έρευνες της Γαλλικής Αρχαιολογικής Αποστολής έχει αποδειχθεί ότι αυτές ήταν επίπεδες σε οριζόντια διάταξη. Μια τέτοια στέγη, που είχε υποχωρήσει στη διάρκεια πυρκαγιάς και που βρέθηκε ολόκληρη στο δάπεδο μικρής κατοικίας, συναρμολογήθηκε και αποκαταστάθηκε στην πρωτότυπή της μορφή. Στα επίπεδα πλινθάρια, που την αποτελούν, φαίνονται καθαρά τα ίχνη κλαδιών και καλαμιών, που στηρίζονταν με οριζόντια δοκάρια και καλύπτονταν μ' ένα λεπτό στρώμα πηλού. Μια άλλη σημαντική ανακάλυψη της Γαλλικής Αποστολής, στη βορειοδυτική άκρη του ανασκαφικού χώρου όπου φαίνεται να είναι και το τέλος του συνοικισμού, είναι η παρουσία της διπλής ή τριπλής κυκλικής δόμησης των τοίχων σε μερικές κατοικίες, όπου ο εσωτερικός κυκλικός τοίχος είναι πλινθόκτιστος και επενδυμένος μ' ένα λεπτό στρώμα πηλού και οι εξωτερικοί τοίχοι ολότελα λιθόκτιστοι. Ο νέος αυτός αρχιτεκτονικός τύπος, που χρονολογικά εντάσσεται στις αρχές της έβδομης χιλιετίας, θυμίζει τις πρώιμες παλαιστινιακές κατοικίες της Νατουφιανής Νεολιθικής περιόδου, που χρονολογούνται στην όγδοη και ένατη χιλιετία, με τις οποίες φαίνεται να έχει κάποια έμμεση ή άμεση πολιτιστική σχέση.
Κινητά ευρήματα: Τα κινητά ευρήματα, που προέρχονται κυρίως από τα δάπεδα και τους τάφους, περιλαμβάνουν πολυάριθμα λίθινα οικιακά σκεύη, εργαλεία και ειδώλια, οστέινα αντικείμενα, κοσμήματα από πολύτιμους λίθους και άλλα, που αποκρυσταλλώνουν τον καθημερινό τρόπο ζωής και το πολιτιστικό επίπεδο των κατοίκων της Χοιροκοιτίας και των αρχαιότερων κατοίκων της Κύπρου γενικότερα. Από τα ευρήματα αυτά, τα αγγεία από γκριζοπράσινο ανδεσίτη και ειδικά τα αβαθή κυκλικά και ορθογώνια κύπελλα με τις στιλβωτές επιφάνειες, τις λαβές, τις εκροές και την ανάγλυφη ή εγχάρακτη διακόσμηση, είναι εξαιρετικά δείγματα μεγάλης καλλιτεχνικής εμπειρίας και επιδεξιότητας. Οι χειρόμυλοι και οι τριπτήρες, οι κόπανοι και τα γουδιά, οι σμίλες και οι πελέκεις, οι λεπίδες δρεπανιών από πυριτόλιθο και οι λεπίδες μαχαιριών από οψιανό, οι οστέινες βελόνες, οι καρφίδες και τα σφονδύλια αδρακτιών, οι αιχμές βελών από πυριτόλιθο και οι κεφαλές ροπάλων, τα είδη ψαρικής και τα θαλασσινά όστρακα, αποτελούν αδιάσειστες μαρτυρίες για την ύπαρξη μιας πολύ καλά οργανωμένης και ανεπτυγμένης κοινότητας. Είναι ολοφάνερο ότι οι κάτοικοί της γνώριζαν την καλλιέργεια της γης και τους τρόπους παραγωγής και ετοιμασίας της τροφής, είχαν εξημερώσει τον χοίρο, την αίγα και το πρόβατο, κατείχαν την τεχνική της επεξεργασίας των δερμάτων, του ξύλου και των υφαντών ενδυμάτων και παράλληλα με τις καθημερινές γεωργοκτηνοτροφικές εργασίες τους ασχολούνταν με το κυνήγι ελαφιών και με το ψάρεμα. Η ανακάλυψη από τη Γαλλική Αποστολή διαφόρων απανθρακωμένων σπόρων δημητριακών και οσπρίων φανερώνει ότι, εκτός από το κρέας και το ψωμί, το διαιτολόγιο των κατοίκων της Χοιροκοιτίας περιελάμβανε φασόλια, μπιζέλια, ρεβίθια και ελιές, που καλλιεργούσαν στη γειτονική κοιλάδα. Τέλος, τα κοσμήματα από δεντάλια-θαλασσινά όστρακα, κορνεόλη, αιματίτη, ανδεσίτη και άλλους πολύτιμους λίθους εκδηλώνουν το λεπτό γούστο και επιβεβαιώνουν την αισθητική καλλιέργειά τους, που εκφράζεται και στη διακόσμηση των λίθινων αγγείων.
Ταφικά έθιμα: Τα ταφικά έθιμα στον συνοικισμό της Χοιροκοιτίας αποκαλύπτουν σ' ένα μεγάλο βαθμό τη θρησκευτικότητα των κατοίκων του, που πηγάζει από τον σεβασμό και τη λατρεία που είχαν για τους νεκρούς τους. Οι νεκροί θάβονταν σε συνεσταλμένη στάση μέσα σε μικρούς, ορθογώνιους, λακκοειδείς τάφους, κάτω από τα δάπεδα των κυκλικών κατοικιών και έξω από τις εισόδους τους. Τον νεκρό συνόδευαν στην ταφή του διάφορα κτερίσματα, συνήθως λίθινα ακέραια και σπασμένα αγγεία, μαγειρικά σκεύη, όπλα, εργαλεία και κοσμήματα και οποιοδήποτε άλλο αγαπητό αντικείμενο που θα του χρησίμευε στη μεταθανάτια ζωή. Σε μερικές ταφές μεγάλοι τριπτήρες και στρογγυλοί λίθοι βρέθηκαν τοποθετημένοι στο στήθος του νεκρού. Μερικοί υποθέτουν ότι το ταφικό αυτό έθιμο είναι μια εκδήλωση φόβου για τον νεκρό, που τον θεωρούσαν επικίνδυνο για τους ζωντανούς. Σε άλλες ταφές, που έφερε στο φως η Γαλλική Αποστολή, βρέθηκαν πλινθάρια και μεγάλοι λίθοι πάνω σε κρανία και σε μια περίπτωση το κρανίο ήταν απομακρυσμένο από τον σκελετό. Αρχικά οι τάφοι χρησιμοποιούνται μόνο για μια ταφή, στο τέλος όμως της Προκεραμεικής περιόδου, γύρω στο 6000 π.Χ., παρουσιάζονται ταφές γυναικών μαζί με το παιδί τους, για τις οποίες εκφράστηκαν εικασίες ότι εκδηλώνουν ανθρωποθυσίες. Μερικά από τα ταφικά έθιμα της Χοιροκοιτίας, όπως η αφιέρωση στον νεκρό σπασμένων αγγείων, οι σπονδές μετά την ταφή, η τοποθέτηση λίθων στο σώμα του νεκρού και ο διαχωρισμός του κρανίου από το υπόλοιπο σώμα είναι όμοια με τα αντίστοιχα προγενέστερα παλαιστινιακά ταφικά έθιμα. Οι ταφές που βρέθηκαν σ' ολόκληρο τον ανασκαφικό χώρο ξεπερνούν τις 150. Οι περισσότερες απ' αυτές ανήκουν σε παιδιά και βρέφη, γεγονός που βεβαιώνει μεγάλη θνησιμότητα στην παιδική και εφηβική ηλικία. Από τις σχετικές επιστημονικές έρευνες των σκελετών και των κρανίων, που αποκαλύφθηκαν, συμπεραίνεται ότι ο μέσος όρος ζωής των κατοίκων της Χοιροκοιτίας ήταν 35 χρόνια για τους άνδρες και 33,5 χρόνια για τις γυναίκες. Οι ειδικές κρανιολογικές και ανθρωπολογικές μελέτες απέδειξαν ότι οι περισσότεροι από τους κατοίκους του συνοικισμού ήταν βραχυκέφαλοι. Το φαινόμενο αυτό της βραχυκεφαλίας των κατοίκων της Χοιροκοιτίας, σε συνδυασμό με την παρουσία του οψιανού, της κορνεόλης, του αιματίτη και άλλων πολύτιμων λίθων ανάμεσα στα κινητά ευρήματα, απετέλεσε αντικείμενο πολλών συζητήσεων, που κατέληξαν σε διάφορες θεωρίες, σχετιζόμενες με την προέλευση των πρώτων κατοίκων του νησιού και με τη διαμόρφωση του Κυπριακού Προκεραμεικού Νεολιθικού πολιτισμού. Μερικές από τις θεωρίες αυτές αποδίδουν το φαινόμενο του βραχυκεφαλισμού στους πρώτους κατοίκους του νησιού και υποστηρίζουν ότι οι βραχυκέφαλοι πρόγονοι των σημερινών Κυπρίων προέρχονται από τα Βαλκάνια, που συμπεριλαμβάνουν τη σημερινή Θεσσαλία και Μακεδονία. Είναι όμως αστήρικτες, γιατί άλλες θεωρίες, που βασίζονται σε επιστημονικές κρανιολογικές μελέτες, ισχυρίζονται ότι η κεφαλή μπορεί πολύ εύκολα να μετασχηματιστεί στην παιδική ηλικία, όταν για διάφορους λόγους εμποδίζεται να αναπτυχθεί φυσιολογικά και να πάρει το κανονικό σχήμα και μέγεθός της. Έτσι είναι πολύ πιθανό η βραχυκεφαλία των πρώτων κατοίκων της Χοιροκοιτίας να οφείλεται στο γεγονός ότι τα παιδιά, που αναγκαστικά λάμβαναν ενεργό μέρος στις καθημερινές, σκληρές χειρωνακτικές εργασίες, επιφόρτιζαν συνεχώς την κεφαλή τους με βαριά αντικείμενα για την ευκολότερη και λιγότερο οδυνηρή μεταφορά τους. Άλλες θεωρίες, σχετιζόμενες με την παρουσία στη Χοιροκοιτία του οψιανού, της κορνεόλης και των άλλων πολύτιμων λίθων, που είναι άγνωστοι στα γεωλογικά στρώματα του νησιού και που προέρχονται από την κεντρική περιοχή της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας-Ανατολίας και την Παλαιστίνη, ισχυρίζονται ότι οι πρώτοι κάτοικοι της Κύπρου ήρθαν κυρίως από την Παλαιστίνη και μερικά φύλα πιθανό από τη Μ. Ασία και μαζί τους έφεραν και τα υλικά αυτά. Όμως κι αυτές οι θεωρίες είναι αμφισβητήσιμες, γιατί άλλες απόψεις αποδίδουν την παρουσία των υλικών αυτών, ανάμεσα στα προκεραμεικά νεολιθικά ευρήματα της Χοιροκοιτίας, σε πιθανές εμπορικές συναλλαγές της Κύπρου με τις γειτονικές χώρες και ισχυρίζονται ότι ο Προκεραμεικός Νεολιθικός πολιτισμός της Χοιροκοιτίας και της Κύπρου γενικότερα αποτελεί τοπική εξέλιξη από ένα αρχαιότερο και άγνωστο μέχρι σήμερα πολιτισμό. Τις τελευταίες αυτές απόψεις ενισχύει και η διαφορά που υπάρχει μεταξύ των ουσιαστικών γνωρισμάτων και των βασικών συστατικών των αντίστοιχων πολιτισμών της Κύπρου και των γειτονικών χωρών της Μικράς Ασίας-Ανατολίας και της Παλαιστίνης κατά την έβδομη χιλιετία. Οι κυκλικές κατοικίες της Χοιροκοιτίας, που χρονολογούνται στην έβδομη χιλιετία, μοιάζουν περισσότερο με τις κυκλικές παλαιστινιακές κατοικίες των Νατουφίων της όγδοης και ένατης χιλιετίας και δεν παρουσιάζουν καμιά ομοιότητα με τις κατοικίες της έβδομης χιλιετίας στην Ιεριχώ και το Εϊνάν, που είναι τετράπλευρες και τα δάπεδά τους είναι επιστρωμένα με στιλβωμένο ερυθρωπό κονίαμα. Αν πραγματικά οι πρώτοι κάτοικοι της Κύπρου ήρθαν σαν άποικοι από τις παλαιστινιακές αυτές περιοχές θα έπρεπε, τουλάχιστον, στους πρώτους συνοικισμούς που κατοίκησαν να κτίσουν τις κατοικίες τους σύμφωνα με τα δικά τους οικιακά αρχιτεκτονικά πρότυπα και όχι με τα, κατά πολύ αρχαιότερα απ' αυτά, Νατουφιανά πρότυπα. Δεν αποκλείεται οι μελλοντικές ανασκαφές στους προϊστορικούς κυπριακούς αρχαιολογικούς χώρους να αποκαλύψουν μια Πρωτο-Νεολιθική περίοδο, που να ταυτίζεται χρονολογικά και πολιτιστικά με τη Νατουφιανή Παλαιστινιακή εποχή και με νέα στοιχεία να χύσουν περισσότερο φως στη σκοτεινή μέχρι σήμερα ταυτότητα των πρώτων κατοίκων του νησιού.
Ταφικά κτερίσματα: Από τα ταφικά κτερίσματα της Χοιροκοιτίας αξιόλογο ενδιαφέρον παρουσιάζουν μερικά μικρά, κωνικά και επίπεδα λίθινα αντικείμενα, κοσμημένα με εγχάρακτες διασταυρωμένες γραμμές, που πιθανότατα αποτελούν συμβολικά ομοιώματα των κυκλικών κατοικιών του συνοικισμού με επίπεδες στέγες. Ένα άλλο σημαντικό ταφικό εύρημα είναι μια μικρή γυναικεία κεφαλή από άψητο πηλό, στην οποία τα χαρακτηριστικά του προσώπου είναι σχηματισμένα με νατουραλιστικό τρόπο και τα μαλλιά με κάθετες, κυματοειδείς, ανάγλυφες γραμμές. Το πήλινο αυτό ειδώλιο, που είναι μοναδικό στο είδος του και το αρχαιότερο δείγμα της κυπριακής πλαστικής τέχνης, επιβεβαιώνει τη θρησκευτικότητα των κατοίκων της Χοιροκοιτίας και τη λατρεία που είχαν για τους νεκρούς τους.
Επιπρόσθετες μαρτυρίες για τη λατρεία των νεκρών αποτελούν και μερικά λίθινα ειδώλια, κυρίως από ανδεσίτη, από τα οποία αντίστοιχα δεν έχουν ακόμη βρεθεί στις χώρες της Εγγύς Ανατολής και την Αίγυπτο. Η τεχνική κατασκευή των ειδωλίων αυτών είναι πολύ απλοποιημένη και τα χαρακτηριστικά του προσώπου και του σώματος πολύ υποτυπώδη και σχεδόν αδιάκριτα. Άλλα μικροσκοπικά λίθινα ειδώλια της ίδιας τεχνοτροπίας, που παριστάνουν προτομές ζώων, ίσως να χρησιμοποιούνταν για κεφαλές σκήπτρων. Τέλος οι λεπίδες από οψιανό και τα περίφημα γυναικεία περιδέραια και περίαπτα από δεντάλια, κορνεόλη, αιματίτη και άλλους πολύτιμους λίθους, εκτός του ότι εκδηλώνουν τη μεγάλη αισθητική καλλιέργεια των κατοίκων της Χοιροκοιτίας, αποτελούν αδιάσειστες μαρτυρίες ότι οι πρώιμοι αυτοί άνθρωποι κατείχαν τις στοιχειώδεις γνώσεις της ναυτιλίας και του εμπορίου και εμπορεύονταν με τις γειτονικές χώρες της Μικράς Ασίας-Ανατολίας και της Παλαιστίνης, απ' όπου προέρχονται τα πολύτιμα αυτά υλικά.
Απότομη εγκατάλειψη και ξανακατοίκιση του συνοικισμού: Ο Προκεραμεικός πολιτισμός της Χοιροκοιτίας παρουσιάζει μια απότομη διακοπή στο τέλος της έβδομης χιλιετίας και, για άγνωστους λόγους, ο συνοικισμός εγκαταλείφθηκε για μια πολύ μεγάλη περίοδο, που κράτησε περίπου 1.500 χρόνια, και ξανακατοικήθηκε γύρω στο 4500 π.Χ. Παράλληλα με τη Χοιροκοιτία η παράδοση του Κυπριακού Προκεραμεικού Νεολιθικού πολιτισμού αναπτύχθηκε και συνεχίστηκε και στην «Τέντα» της Καλαβασού, στο «Τρουλλί» της επαρχίας Κερύνειας, στην Πέτρα του Λιμνίτη και στο «Κάστρος» της Καρπασίας, κοντά στο μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα. Η απότομη, όμως, διακοπή του Προκεραμεικού Νεολιθικού πολιτισμού, που παρατηρείται στη Χοιροκοιτία στο τέλος της έβδομης χιλιετίας, φαίνεται να αποτελεί γενικό φαινόμενο, γιατί διαπιστώθηκε και στους συνοικισμούς αυτούς.
Από το 4500 π.Χ., που ξανακατοικήθηκε ο συνοικισμός της Χοιροκοιτίας, αρχίζει και η δεύτερη φάση του Κυπριακού Νεολιθικού πολιτισμού, η λεγόμενη Νεολιθική II περίοδος, που διαρκεί μέχρι το 3900 π.Χ. Η νέα αυτή πολιτιστική φάση αντιπροσωπεύεται κυρίως από τον συνοικισμό της Σωτήρας και εκτός από τη Χοιροκοιτία παρουσιάζεται και στα ανώτερα στρώματα συνοικισμών στο «Βρυσί» του Αγίου Επικτήτου στην επαρχία Κερύνειας, στον «Δράκο» της Φιλιάς και στην Καλαβασό Α'.
Παρόλο που η οικιακή αρχιτεκτονική παρουσιάζει σημαντική αλλαγή και εξέλιξη στη διάρκεια της Νεολιθικής II περιόδου, στη Χοιροκοιτία ακολουθεί ακόμη την παράδοση των προκεραμεικών νεολιθικών προτύπων και οι κατοικίες παραμένουν κυκλικές και στερεότυπες στην κατασκευή τους. Τα λίθινα όμως αγγεία αντικαθιστούνται σε μεγάλο βαθμό από τα πήλινα ερυθροβαφή και ιδιαίτερα από τα αγγεία με τη «κτενιστή» διακόσμηση, που αποκαλύφθηκαν σε μεγαλύτερο αριθμό στη Σωτήρα. Από τα αγγεία αυτά τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα αποτελούν τα μεγάλα γαλακτοδοχεία με τις ημικυκλικές εκροές. Παράλληλα με τα πήλινα αγγεία με την πρωτότυπη «κτενιστή» διακόσμηση συνεχίζουν να κατασκευάζονται και μερικά απλά, ακόσμητα λίθινα αγγεία από ανδεσίτη, αλλ' αυτά ακολουθούν την προκεραμεική τεχνοτροπία. Τα ταφικά έθιμα, η βιοτεχνία, η γεωργία και η κτηνοτροφία δεν παρουσιάζουν σημαντικές αλλαγές και το γενικό οικονομικό και πολιτιστικό επίπεδο των νέων κατοίκων της Χοιροκοιτίας, συγκρινόμενο με το επίπεδο των κατοίκων εκείνων, που εγκατέλειψαν τον συνοικισμό πριν από 1.500 περίπου χρόνια, είναι σχεδόν το ίδιο.
Στη ρίζα του λόφου επί του οποίου ευρίσκεται ο σημαντικός αρχαιολογικός χώρος του νεολιθικού συνοικισμού της Χοιροκοιτίας, στη δεξιά όχθη του ποταμού του Μαρωνίου (ή Αγίου Μηνά) κτίστηκαν με ευθύνη του Τμήματος Αρχαιοτήτων Κύπρου, μερικές κατοικίες-αντίγραφα εκείνων του νεολιθικού συνοικισμού.
Οι κατοικίες/καλύβες, που αποτελούν μικρό σύμπλεγμα, κτίστηκαν το 1995-1996, με πρότυπα τις κατοικίες του αρχαιολογικού χώρου, και με βάση και τα εντελώς σύγχρονα πορίσματα της αρχαιολογικής έρευνας. Τα οποία, σε μερικές περιπτώσεις, ανατρέπουν παλαιότερες θεωρίες (για παράδειγμα, η νεότερη αρχαιολογική έρευνα στον χώρο απέδειξε ότι οι στέγες των κατοικιών της Χοιροκοιτίας ήταν επίπεδες [δώματα] και όχι θολωτές όπως μέχρι πρόσφατα πιστευόταν).
Η ανέγερση των κατοικιών-αντιγράφων έγινε με υλικά της περιοχής (με τα οποία ήταν κτισμένες και οι κατοικίες του νεολιθικού συνοικισμού) και με τον ίδιο τρόπο δόμησης, με το κάτω μέρος των χοντρών κυκλικών τοίχων να είναι κτισμένο με πέτρες και το επάνω μέρος με πλιθάρια. Η ανέγερση των κατοικιών αυτών, δίπλα από τον αρχαιολογικό χώρο, επιτρέπει στον επισκέπτη — Κύπριο και ξένο — να αντιληφθεί καλύτερα πώς ήταν ο προϊστορικός οικισμός, πώς ήταν η κατοικία του προϊστορικού Κυπρίου, ποια η λειτουργικότητά της και ποιος ο τρόπος ζωής του.
Νεότερες ανασκαφές
Νεότερες ανασκαφές στον αρχαιολογικό χώρο της Χοιροκοιτίας διενεργήθηκαν μεταξύ του 2005 και του 2008 από το Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών της Γαλλίας υπό τη διεύθυνση του δρος A. Le Brun. Η έρευνα επικεντρώθηκε κυρίως στις διαβαθμίσεις της γης στη βόρεια πλευρά του λόφου όπου βρίσκεται ο οικισμός. Έχει φανεί ότι η βόρεια πλευρά ήταν περισσότερο πυκνοκατοικημένη κατά την πρώιμη οίκιση του λόφου. Όταν για κάποιους λόγους η βόρεια πλευρά εγκαταλείφθηκε εν μέρει, τότε επεξετάθη οικιστικά η νότια πλευρά, που επεκτάθηκε και προς τα δυτικά. Η εξέλιξη αυτή φαίνεται να οφειλόταν μάλλον σε ανακατανομή του χώρου και όχι σε αύξηση του πληθυσμού.
Ερευνήθηκε επίσης περεταίρω το τείχος που περιέβαλλε τον οικισμό. Το τείχος αυτό αποτελείτο από τεράστιο όγκο χώματος επενδυμένο εξωτερικά με λιθοδομή και φαίνεται ότι είχε ανοικοδομηθεί. Η ανοικοδόμηση ενός τέτοιου έργου, μεγάλου μήκους, προφανώς απαιτούσε σημαντική συλλογική προσπάθεια των κατοίκων του οικισμού. Τούτο προϋπέθετε την ύπαρξη μίας γερά δομημένης κοινωνικής οργάνωσης.
ΣHM: Πληροφορίες για τη Χοιροκοιτία, τους κατοίκους και τη ζωή τους, όπως και για διάφορα ευρήματα, βλέπε και στα ακόλουθα λήμματα: αγγειοπλαστική, αγροτική ζωή, εμβόλιμο κείμενο, αρχιτεκτονική, γλυπτική, μικροτεχνία. Πρβλ. και λήμμα Λάρνακα [επαρχία].