Με τον όρο χλωρίδα (flora) εννοείται το σύνολο των αυτοφυών φυτικών ειδών μιας χώρας ή μιας περιοχής, που έχει αναπτυχθεί κι εξαρτάται από τις κλιματολογικές και οικολογικές συνθήκες της χώρας ή της περιοχής.
Η Κύπρος, λόγω της εξαιρετικά σημαντικής και πλεονεκτικής από απόψεως χλωρίδας γεωγραφικής της θέσης (ευρισκόμενη μεταξύ τριών ηπείρων, της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής) καθώς και των θαυμάσιων κλιματολογικών της συνθηκών, ήταν φυσικό να αναπτύξει και να συγκεντρώσει μια μεγάλη ποικιλία ειδών της χλωρίδας και των τριών ηπείρων που την περιβάλλουν (βλέπε στοιχεία για τη γεωγραφική θέση της Κύπρου, τη μορφολογία, το κλίμα της κλπ. στο γενικό λήμμα Κύπρος). Ταυτόχρονα έχουν αναπτυχθεί στις ιδιαίτερες κυπριακές συνθήκες και πολλά είδη ή και υποείδη φυτών που δεν απαντώνται πουθενά αλλού στον κόσμο, που είναι δηλαδή μοναδικά.
Στην Κύπρο ο αριθμός των αυτοφυόμενων ειδών ξεπερνά τα 1.800, που κατατάσσονται σε περισσότερες από 110 οικογένειες. Από αυτά, συνολικά 125 είδη και υποείδη είναι ενδημικά φυτά της Κύπρου, δηλαδή φυτά που δεν απαντώνται σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου! Έτσι η Κύπρος συγκαταλέγεται μεταξύ των χωρών της Μεσογείου που έχουν τους μεγαλύτερους αριθμούς ενδημικών γηγενών φυτών (και πιθανότατα είναι η πρώτη). Ένα τέτοιο και ιδιαίτερα εντυπωσιακό φυτό της Κύπρου, η λεγόμενη ζουλατζ’ιά (Bosea cypria, της οικογένειας των Αμαραντωδών - Amarantaceae), απαντάται σ' ολόκληρο τον κόσμο σε τρία είδη: ένα στο Θιβέτ, ένα δεύτερο στις Κανάριες νήσους και το τρίτο στην Κύπρο.
Η χλωρίδα, το σύνολο δηλαδή των αυτοφυών φυτών -και ιδιαίτερα των ενδημικών- αποτελεί σπουδαίο και αναπόσπαστο μέρος της εθνικής κληρονομιάς κάθε χώρας, και βέβαια και της Κύπρου. Η λέξη χλωρίδα προήλθε από μια αρχαία ελληνική θεότητα, τη Χλωρίδα. Η Χλωρίς ήταν αρχικά χθόνια θεότητα, θεωρούμενη ως κόρη της Περσεφόνης, όμως αργότερα λατρεύθηκε ως θεότητα της βλάστησης. Ταυτιζόταν με τη θεά Flora των αρχαίων Ρωμαίων, που κι αυτή έδωσε την ξενική ονομασία στον όρο χλωρίδα (αγγλικά: flora). H Flora του αρχαίου ρωμαϊκού πανθέου ήταν η θεά της άνοιξης και της άνθισης, προστάτιδα και της καρποφορίας. Σύμφωνα προς τη μυθολογία, έδωσε στην Ήρα ένα άνθος που είχε στείλει ο Άρης, κι όταν το μυρίστηκε έμεινε έγκυος (μια από τις περιπτώσεις που απαντώνται και στη Χριστιανική θρησκεία αργότερα, με τον ευαγγελισμό της Θεοτόκου).
Αναφορές σε είδη της κυπριακής χλωρίδας απαντώνται από την Αρχαιότητα, στα κείμενα τόσο Ελλήνων όσο και Λατίνων συγγραφέων. Είναι μάλιστα γνωστό από τις αρχαίες γραπτές πηγές ότι η Κύπρος ήταν, κατά την Αρχαιότητα, κατάφυτη από πολύ πυκνά δάση που κάλυπταν και τα βουνά και τις πεδιάδες. Με τέτοια οργιαστική βλάστηση, μπορούμε να υποθέσουμε ότι είχαν αναπτυχθεί πάρα πολλά είδη φυτών, που αυτοφύονταν από την υψηλότερη κορυφή του νησιού (την Χιονίστρα στην οροσειρά του Τροόδους, όπου και σήμερα απαντώνται μερικά ενδημικά είδη) μέχρι τις παραλίες.
Για να γίνει περισσότερο αντιληπτή η κατάσταση σχετικά με τη βλάστηση στην αρχαία Κύπρο, δίνεται το εξής παράδειγμα: είναι γνωστό ότι μια από τις κύριες δραστηριότητες στην Κύπρο κατά την Αρχαιότητα ήταν η επεξεργασία του χαλκού· με βάση επιστημονικούς υπολογισμούς και πειράματα, απεδείχθη ότι η συνολική ενέργεια (που χρειάζεται για παραγωγή ενός κιλού μεταλλικού χαλκού είναι περίπου 300 κιλά ξυλοκάρβουνο· εάν ληφθεί υπόψιν ότι κατά τη διάρκεια της τρισχιλιετούς αρχαίας αυτής δραστηριότητας παρήχθησαν περίπου 200.000 τόνοι μεταλλικού χαλκού (με βάση μετρήσεις σκουριάς και άλλα δεδομένα), χρειάστηκαν στους αρχαίους Κυπρίους συνολικά περίπου 60.000.000 τόνοι ξυλοκάρβουνου! Για την παραγωγή αυτής της τεράστιας ποσότητας ξυλοκάρβουνου, υπολογίστηκε ότι έπρεπε να είχαν καταστραφεί περίπου 150.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα δασικής έκτασης· εφόσον όμως η ολική έκταση της Κύπρου είναι μόνο 9.251 τετραγωνικά χιλιόμετρα, σημαίνει ότι μόνο για την παραγωγή χαλκού τα δάση της Κύπρου είχαν καταστραφεί και ξαναδημιουργηθεί τουλάχιστον 16 φορές καθ' όλη την περίοδο της Αρχαιότητας. Κι αυτό, χωρίς να υπολογιστούν οι καταστροφές από πυρκαγιές και η ευρεία υλοτόμηση για άλλους λόγους (όπως κτίσιμο κατοικιών, θέρμανση, κατασκευή καραβιών και στόλων κλπ.).
Η επιστημονική έρευνα της χλωρίδας της Κύπρου άρχισε από τα τέλη του 18ου αιώνα και είναι συνδεδεμένη με τα ονόματα των J. Sibthorp, Aucher-Elon, Th. Kotschy, F. Inger, P. Sintenis, G.E. Post και άλλων μελετητών. Αργότερα, και σήμερα, τόσο ξένοι ειδικοί όσο και Κύπριοι μελέτησαν κι εξακολουθούν να μελετούν τη χλωρίδα της Κύπρου, αρκετοί δε απ' αυτούς έκαμαν πολλές δημοσιεύσεις κι εξέδωσαν βιβλία. Οι έρευνες έχουν γίνει πιο σοβαρές και επισταμένες κατά τα τελευταία χρόνια, οπότε ανακαλύφθηκε ή εντοπίστηκε σεβαστός αριθμός νέων (άγνωστων) ειδών της χλωρίδας της Κύπρου. Αξίζει να σημειωθεί ότι ένα σπάνιο ενδημικό φυτό, ένα είδος κενταυρίου, εντοπίστηκε στον Ακάμα από υπάλληλο του Τμήματος Δασών μόλις τα τέλη του 1989. Στο νέο αυτό φυτό, της οικογένειας των Συνθέτων (Compositae) δόθηκε η επιστημονική ονομασία Centaurea akamantis, μετά την επιβεβαίωση της μοναδικότητάς του από τους Kew Gardens της Αγγλίας.
Ξεχωριστά παραθέτουμε πλήρη κατάλογο των 125 ενδημικών ειδών της χλωρίδας της Κύπρου. Σημειώνουμε ότι τα περισσότερα απ' αυτά δεν έχουν τοπική (κυπριακή) ονομασία. Όπου υπάρχει τέτοια ονομασία, παρατίθεται. Με κυρτά γράμματα παρατίθεται η τοπική ονομασία, στη στήλη «Βοτανικό όνομα», μέσα σε παρένθεση. Η πανελλήνια κοινή ονομασία, όταν χρησιμοποιείται σήμερα και στην Κύπρο, παρατίθεται επίσης, με όρθια στοιχεία. Στην περίπτωση αυτή χρησιμοποιείται η ίδια ονομασία με άλλα συγγενικά είδη φυτών. Στη στήλη «Βιότοπος» δίνονται πληροφορίες για τα εδάφη που προτιμά το κάθε φυτό, όπως και τα υψόμετρα (από - μέχρι) όπου απαντάται στην Κύπρο, σε μέτρα. Η περίοδος ανθοφορίας του δίνεται επίσης σε μήνες (από - μέχρι). Η παράθεση των ειδών γίνεται με αλφαβητική σειρά, με βάση το βοτανικό τους όνομα κι όχι την οικογένεια.
Νεότερες έρευνες
Η νεότερη έρευνα έχει εντοπίσει και μερικά άλλα είδη που είναι επίσης ενδημικά. Δύο από αυτά έχουν ταξινομηθεί, ενώ ένα άλλο είδος που είχε εντοπιστεί παλαιότερα μπορεί να προστεθεί στον κατάλογο, ανεβάζοντας έτσι τον συνολικό αριθμό τους σε 128 (ποσοστό περίπου 7% επί του συνόλου της κυπριακής χλωρίδας). Από τα 128 αυτά φυτά τα 191 είναι είδη (species), τα 22 υποείδη (subspecies), τα 13 ποικιλίες (varieties), 1 είναι υβρίδιο (hybrid) και 1 είναι μορφή (form).
Τα δύο φυτά που ταξινομήθηκαν και προστέθηκαν στον κατάλογο των ενδημικών, είναι:
Η ορχιδέα ή μελισσάκι Ophrys lapetica, της οικογένειας των Ορχεοειδών, που απαντάται σε υψόμετρο μέχρι και 600 μέτρα, σε περιοχές των επαρχιών Κερύνειας και Λεμεσού και στον Ακάμα.
Το Τριφύλλι το παμφυλιακό, ποικιλία μακρόδοντο (Trifolium pamphylicum, var. dolichodontium). Οικογένεια Χεδροπών (Leguminosae). Πρόκειται για ετήσια πόα ύψους μέχρι και 25 εκατοστά, με τριχωτούς βλαστούς και άνθη ζυγόμορφα, ρόδινα έως βυσσινιά. Ανθίζει μεταξύ Μαρτίου και Μαΐου. Φύεται από τα παράλια μέχρι και στα ορεινά, σε υψόμετρο μέχρι και τα 1.200 μέτρα. Είναι σχετικά σπάνιο.
To άλλο φυτό που προστίθεται είχε εντοπιστεί από το 1939 σε αμμώδη παραλία της επαρχίας Λάρνακας. Η νεότερη έρευνα δεν το έχει εντοπίσει και ίσως να έχει εξαφανιστεί. Δεν είναι απόλυτα βέβαιο εάν είναι όντως ενδημικό. Είναι το Iεροβότανο το ύπτιον, τύπος ποδισκοφόρον (Verbena supine–petiolulata) της οικογένειας των Βερβενιδών (Verbenaceae). Πρόκειται για ημιόρθια ετήσια ή πολυετή πόα με λεπτούς τετραγωνικούς βλαστούς μήκους μέχρι και μισό μέτρο περίπου. Ανθίζει μεταξύ Απριλίου και Ιουνίου και δίνει άνθη σε πυκνό στάχυ, πολύ μικρά, χρώματος λιλά.
Πιο πρόσφατα, το 1997, ο βοτανολόγος Γεώργιος Ν. Χατζηκυριάκος εντόπισε ένα ακόμη ενδημικό φυτό στην περιοχή των βουνών του Κύκκου, γι΄ αυτό και το ονόμασε «κυκκώτικο». Πρόκειται για το φυτό Ερύσιμον το κυκκώτικον (Erysimum kykkoticum) της οικογένειας των Σταυρανθών. Πρόκειται για σπάνιο φυτό, ύψους έως και μισού μέτρου, με κίτρινα άνθη. Απαντάται σε τρεις μικρούς πληθυσμούς σε μία έκταση 6 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Λόγω της σπανιότητάς του ενεγράφη στον κατάλογο των 50 πλέον απειλουμένων φυτών των νησιών της Μεσογείου.
Η νεότερη έρευνα αναμένεται ότι θα προσθέσει στον κατάλογο των ενδημικών ακόμη 3-4 φυτά. Μερικά άλλα είδη που δεν είναι ενδημικά, είναι ωστόσο πάρα πολύ σπάνια, όπως για παράδειγμα το είδος Pinguicula crystalline. Είναι το μοναδικό στην Κύπρο εντομοφάγο φυτό. Απαντάται σπάνια σε κοίτες ρυακιών και κοντά σε πηγές νερού στο Τρόοδος. Έχει σαρκώδες φύλλωμα, ανθίζει μεταξύ Απριλίου και Ιουλίου, δίνει δε άσπρα άνθη. Το φυτό αυτό, μικρό σε ύψος, θεωρήθηκε αρχικά ως ενδημικό. Τα φύλλα του έχουν μικροσκοπικές τρίχες που εκχύνουν κολλώδη ουσία, συλλαμβάνοντας έτσι μικρά έντομα που στη συνέχεια «απορροφώνται» σταδιακά από το φυτό.
Αρκετά των ενδημικών ή και σπάνιων φυτών της Κύπρου αντιμετωπίζουν κίνδυνο εξαφάνισης αφού για διάφορους λόγους οι βιότοποί τους δέχονται ισχυρή πίεση και καταστρέφονται. Τέτοια φυτά περιλαμβάνονται στον Κατάλογο της Σύμβασης της Βέρνης, ως αυστηρώς προστατευόμενα.
Όπως διαπιστώνεται κι από τον σχετικό μακροσκελή πίνακα, τα περισσότερα από τα 128 είδη και υποείδη ενδημικών φυτών της Κύπρου είναι μικρά αυτοφυή φυτά, ακόμη και μερικά μικροσκοπικά. Ένα μόνο δέντρο (ο κέδρος) είναι ενδημικό, όπως κι ελάχιστοι μεγάλοι θάμνοι (όπως η λατζ'ιά, η ζουλατζ'ιά, η αγριοτριανταφυλλιά [μουσσ’ιέττα] κλπ.). Εξάλλου τα περισσότερα των ενδημικών φυτών της Κύπρου μπορούν να καταταγούν στη μεγάλη ομάδα των αγριολούλουδων, αφού δίνουν κι ωραιότατα άνθη.
Μεταξύ των ενδημικών φυτών αρκετά χαρακτηρίζονται ως πάρα πολύ σπάνια και έχουν περιληφθεί στον Πίνακα Ι της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη Διατήρηση της Άγριας Ζωής και των Φυσικών Οικοτόπων, χαρακτηριζόμενα ως αυστηρά προστατευόμενα. Μεταξύ αυτών είναι και τα ακόλουθα του πιο πάνω καταλόγου: αρ. 008, 014,025,035, 037,038, 043, 049,068, 070,071,080, 081, 089, 095, 100, 110. Εξάλλου ως πολύ σπάνια κι αυστηρά προστατευόμενα είναι και ο κέδρος (αρ. 029), το υποείδος της ορχιδέας του Τροόδους (αρ. 072), ένα υποείδος αρκοκουτσ'ιάς ή πιφάνη (αρ. 020), ένα υποείδος αγρίου βατραχίου ή ρανούνγκουλου (αρ. 088) κ.α. ακόμη (πρβλ. και αναφορά στο λήμμα δάση).
Βέβαια, εκτός των σπανίων ενδημικών, υπάρχουν κι άλλα φυτά που είναι επίσης σπάνια αν και όχι ενδημικά, που θα πρέπει επίσης να προστατεύονται. Ιδίως κατά τη σύγχρονη εποχή μας, οπότε η αλματώδης ανάπτυξη, η πλατιά οικοδόμηση και το ογκούμενο τουριστικό ρεύμα ασκούν συνεχώς όλο και μεγαλύτερη πίεση στο φυσικό περιβάλλον, προβάλλει όλο και πιο επιτακτική η ανάγκη προστασίας της κυπριακής χλωρίδας. Ακόμη υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες που επιδρούν δυσμενώς κατά τη σύγχρονη εποχή επί διαφόρων ειδών της κυπριακής χλωρίδας, όπως λ.χ. οι βαθιές καλλιέργειες που γίνονται με τη χρήση γεωργικών μηχανημάτων, η επέκταση των καλλιεργειών, η χρήση ζιζανιοκτόνων και φυτοφαρμάκων κλπ. Η φωτιά, επίσης, είναι φυσικά ιδιαίτερα καταστροφική. Η μανία, πάλι, πολλών εκδρομέων να κόβουν αγριολούλουδα για τα βάζα τους αποτελεί μια πολύ κακή και καταστροφική συνήθεια.
Από τα αρχαιότατα χρόνια, μέχρι και τη σύγχρονη εποχή, η χλωρίδα της Κύπρου είχε αποδειχθεί εξαιρετικά χρήσιμη για τους κατοίκους του νησιού, σε πολλούς τομείς. Τα κυπριακά δάση έδιναν την πολύτιμη ξυλεία τους σε κάθε εποχή. Αλλά και πολλά είδη αυτοφυών φυτών χρησιμοποιήθηκαν για πολλές άλλες ανθρώπινες ανάγκες. Από τις πιο απλές, όπως το άναμμα της τσιμινιάς ή του φούρνου, μέχρι τις πιο αναγκαίες, όπως η περίφραξη κήπων (με αυτοφυή είδη που φέρουν αγκάθια), η κατασκευή βαφής (από διάφορα είδη φυτών), η κατασκευή κόλλας (όπως η κολλητική ουσία γνωστή ως τσιρίσ’ιν*), η συντήρηση και διατήρηση φαγητών, η παραγωγή αρωμάτων και μπαχαρικών, η χρησιμοποίηση συγκεκριμένου φυτού στη βυρσοδεψία κλπ. Αλλά ακόμη μια μεγάλη ποικιλία αυτοφυών ειδών της κυπριακής χλωρίδας χρησιμοποιήθηκε, τόσο κατά την Αρχαιότητα όσο και στους αιώνες που ακολούθησαν, για παραγωγή φαρμάκων ή με άλλους τρόπους στη λαϊκή πρακτική ιατρική. Η ανάγκη των ανθρώπων οδήγησε στην ανακάλυψη ενός μεγάλου αριθμού ειδών της κυπριακής χλωρίδας που έχουν φαρμακευτικές ιδιότητες (βότανα κ.α.) και η πρακτική ιατρική χρησιμοποίησε ευρύτατα αυτά τα είδη, σ' όλες τις εποχές. Επίσης μερικά είδη της κυπριακής χλωρίδας χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα για παρασκευή ροφημάτων (όπως λ.χ. η σπατζ'ιά), για προστασία των ρούχων από τον σκώρο, για παραγωγή λάανου* (λάδανου) και για πολλές άλλες χρήσεις. Έτσι, η χλωρίδα της Κύπρου, εκτός από την ωραιότητά της, είχε αποδειχθεί και ιδιαίτερα πολύτιμη για τους ανθρώπους και τις καθημερινές τους ανάγκες.
Φυσικά το πολύτιμο της κυπριακής χλωρίδας και ιδιαίτερα διαφόρων ειδών της που ήσαν εξαιρετικά χρήσιμα για τον άνθρωπο, σχετίζεται και με μια πλούσια λαογραφία. Γιατί διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο σ' όλες τις εκφάνσεις της γεωργικής ζωής, όπως ήταν ανέκαθεν η ζωή στην Κύπρο. Ακόμη διάφορα είδη φυτών (όπως το μερσίνιν, το γληφόνιν, η πικροδάφνη, ο βάτος, η σπαλαθκιά κλπ.) τραγουδήθηκαν από τον λαό και υμνήθηκαν από τη λαϊκή ποίηση.
Μεγάλο πλούτο παρουσιάζει γενικά η χλωρίδα της Κύπρου, που όπως ελέχθη και στην αρχή, περιλαμβάνει πέραν των 1.800 ειδών και υποειδών. Θα πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι αρκετά είδη αυτοφυών σήμερα ειδών της κυπριακής χλωρίδας προήλθαν είτε από παλαιές καλλιέργειες που εγκαταλείφθηκαν (όπως λ.χ. το αυτοφυές σήμερα χασκάσ’ιν απ' όπου είναι δυνατό να παραχθεί ναρκωτικό και που η καλλιέργειά του είναι αυστηρά απαγορευμένη), είτε από είδη που είχαν εισαχθεί στο νησί σε παλαιότερες εποχές. Τόσο κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια όσο κι αργότερα εισήχθησαν στην Κύπρο διάφορα είδη δέντρων και άλλων φυτών για διάφορους λόγους, κι έκτοτε αρκετά προσαρμόστηκαν στο φυσικό περιβάλλον της Κύπρου όπου κι αυτοφύονται, ενταγμένα πλέον στη χλωρίδα του νησιού. Κατά τον Μεσαίωνα είχαν εισαχθεί και φυτευτεί διάφορα είδη φαρμακευτικών φυτών (βοτάνων), που χρησιμοποιούνταν για ιατρικούς σκοπούς. Μεταξύ αυτών είναι η παιονία, ωραιότατο φυτό που αυτοφύεται σε μικρή δασική περιοχή μεταξύ Τροόδους και Προδρόμου. Ένα άλλο είδος είναι το γνωστότατο ξινίδιν ή οξινούδιν, δυσεξόντωτο ζιζάνιο που απαντάται αυτοφυόμενο σχεδόν παντού στην Κύπρο, το οποίο είχε εισαχθεί στο νησί λαθραία κατά τον 19ο αιώνα۬ συγκεκριμένα είχε εισαχθεί στο χώμα του ριζώματος διαφόρων δενδρυλλίων που μεταφέρθηκαν στην Κύπρο, κι έκτοτε ευδοκίμησε ιδιαίτερα κι εξαπλώθηκε παντού, αυτοφυόμενο σε τεράστιους αριθμούς.
Εισαγμένα στην Κύπρο είναι και μερικά είδη δασικών δέντρων και θάμνων, όπως ο ευκάλυπτος, η ακακία, ο ήμερος πεύκος και άλλα, που επίσης έχουν προσαρμοσθεί στις τοπικές συνθήκες κι απαντώνται πλέον αυτοφυόμενα. Η παπουτσοσυτζ'ιά (φραγκοσυκιά) είναι επίσης εισαγμένο και προσαρμοσμένο στις τοπικές συνθήκες είδος.
Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τα τελευταία χρόνια έχουν εισαχθεί στην Κύπρο και πολλά άλλα είδη και ποικιλίες φυτών, τόσο για παραγωγή βελτιωμένων ποικιλιών διαφόρων προϊόντων (όπως λ.χ. διάφορες ποικιλίες αμπελιών που εκτοπίζουν τις παραδοσιακές ποικιλίες) όσο και για καλλωπιστικούς σκοπούς. Τα είδη αυτών των φυτών είναι ξένα προς την κυπριακή χλωρίδα, και ζουν πλέον εις βάρος της.