Ήρωας των ακριτικών τραγουδιών του οποίου το όνομα παρουσιάζεται και με τους τύπους: Φιλιοπαππούς, Σχιλιοπαππούς, Παππούς, Παλιοπαππούς και Καρδιοπαππούς.
Πρόκειται για τον Φιλόπαππο, γνωστό από το ακριτικό έπος και από πολλά ακριτικά τραγούδια άλλων περιοχών του Ελληνισμού με θέμα κυρίως τον θάνατο του Διγενή.
Ο Φιλοπαππούς είναι δευτερεύων ήρωας και χαρακτήρας, του οποίου κύριο γνώρισμα είναι η γεροντική σοφία. Στο Άσμα της «Αρπαγής της κόρης του Λεβάντη» παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο Διγενής τον στέλλει να πάρει προξενιά για την κόρη του Λεβάντη. Όταν οι γονείς αρνούνται να του δώσουν την κόρη, ο Διγενής σχεδιάζει να την απαγάγει με τη βία. Ο Φιλοπαππούς όμως τον αποτρέπει και τον συμβουλεύει να κερδίσει την κόρη παίζοντας λαγούτο ή ταμπουρά που θα κατασκευάσει ο ίδιος:
‘Πόμεινε τώρα, Διενή, για να σου παραντζ'είλω.
Αν πκιάσεις την παραντζ'ελιάν, την νιόνυφφην να κλέψεις.
Τζ'αι πκιάσε τούτον το στρατίν, τούτον το μονοπάτιν,
το μονοπάτιν βκάλλει σε σέ δροσερόν λιβάϊν
τζ'αι εύρε δασερήν ελιάν, πουκάτω να πεζέψεις۬
τζ'αι κόψε κόρμην της ελιάς τζ'αι κάμε μιαν ταμπούραν,
σκότωσε φίδκια τζ'αι θερκά τζ'αι βάλλε του τες κόρτες,
τζ'αι βάρ' τες μαύρες για χοντρές, τες άσπρες για μεντζ'άνες,
τότες να παίξ' ο τταμπουράς του κόσμου τες γλυκάες.
(Βασική Βιβλιοθήκη, αρ. 46, σ. 11, στ. 118-126)
Η κόρη γοητεύεται πράγματι από τη μουσική και ακολουθεί τον Διγενή όταν αυτός σηκώνει με το ένα του χέρι, το διτζ'ίμιν, όπως του είχε ζητήσει:
Τζ'αι που το είεν νιόνυφφη, πολλές χαρές παθθαίννει,
σωρέει τζ'αι τα ρούχα της τζ'αι κάμνει φούντα κάτω,
έππεσεν μεσ' το σ'έριν του σαν μήλον μυρωάτον
(Ο.π.π., σ. 12, στ. 157-159)
Ο Φιλοπαππούς παρουσιάζεται κυρίως στα τραγούδια που έχουν θέμα τον Διγενή και τον Χάροντα. Η παρουσία του ήρωα είναι εντελώς περιστασιακή και εντοπίζεται κυρίως στη σκηνή που ακούγεται από πολύ μακριά η κοπανιά του Διγενή. Ο Φιλοπαππούς μπροστά στην έκπληξη των άλλων δίνει την ορθή εξήγηση:
Κι είχεν έναν Καρδιοπαππούν που τους παλλιούς ανθρώπους:
- Μηδέ στράφτει, μηδέ βροντά, μηδέ χαλάζι ρίχνει
μηδέ Θεός εθέλησε την χώραν για να κλύσει,
παρά ν' ξυλιά του Διγενή χαράς 'τον που την έφαν.
(Γ. Λουκά, Φιλολογικαί Ἐπισκέψεις..., σ.36, στ. 91-94).