Χετταίοι ή Χιττίτες

Image

Πανάρχαιος λαός που έζησε στη Μικρά Ασία όπου ίδρυσε ισχυρό κράτος και δημιούργησε αξιόλογο πολιτισμό. Ο λαός αυτός εμφανίστηκε κατά τις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ., με προέλευση ασιατική και απώτερη προέλευση μεσογειακή (ευρωπαϊκή). Οι Χετταίοι αναφέρονται συχνά στην Παλαιά Διαθήκη, ενώ σε αιγυπτιακές επιγραφές μνημονεύονται ως επίμονοι και γενναίοι πολεμιστές κι εχθροί κι αντίπαλοι των Αιγυπτίων. Η γλώσσα τους ανήκε στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική ομάδα. Εγκαταστάθηκαν στο κεντροανατολικό τμήμα της Μικράς Ασίας όπου αναμείχθηκαν με αυτόχθονες φυλές, και ιδίως τους Χάττι, επί των οποίων και υπερίσχυσαν. Γύρω στα 1600 π.Χ., με τη σταδιακή ενοποίηση όλων των πόλεων και κρατιδίων της περιοχής, δημιουργήθηκε το ισχυρό χιττιτικό βασίλειο με πρωτεύουσα την Χαττούσα (κοντά στο σημερινό Μπογκάζκιοϊ της Τουρκίας, όπου σώζονται ερείπια της αρχαίας πρωτεύουσας τα οποία ανακαλύφθηκαν από γερμανική αρχαιολογική αποστολή το 1906).

 

Η ισχύς των Χιττιτών εξαπλώθηκε και στο ανατολικό τμήμα της Μικράς Ασίας και στο βόρειο τμήμα της Συρίας. Η πορεία τους μέσα στον χρόνο χωρίζεται σε δυο βασικές περιόδους: στο αρχαίο βασίλειο και στη νέα αυτοκρατορία. Η περίοδος του αρχαίου βασιλείου αρχίζει γύρω στα 1800 π.Χ. και διαρκεί περίπου μέχρι το 1500 π.Χ. Κατά το διάστημα αυτό μας είναι γνωστοί διάφοροι βασιλιάδες αλλά τα υπάρχοντα στοιχεία είναι λίγα και οι πληροφορίες ελλείπουν. Είναι πάντως μια περίοδος ενοποίησης και ισχύος, που ακολουθήθηκε από εσωτερικές ανωμαλίες οι οποίες οδήγησαν στην παρακμή. Σύντομα όμως ήλθε η περίοδος της νέας αυτοκρατορίας, με πρώτο αξιόλογο βασιλιά τον Τουνταλίγιας Β'. Η νέα περίοδος άρχισε περίπου από το 1400 π. Χ. και διήρκεσε δυο περίπου αιώνες, κατά τους οποίους οι Χετταίοι έφθασαν στο απόγειο της δύναμής τους, με σπουδαιότερους βασιλιάδες τον Σουπιλουλιούμας Α', τον Αρνουβάντας Γ', τον Μούρσιλις Β', τον Μουβατταλίς, τον Χαττούσιλις Γ'. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από σκληρό ανταγωνισμό μεταξύ των Χετταίων και των Αιγυπτίων, με συντριπτική ήττα των Αιγυπτίων (φαραώ Ραμσής Β') το 1285 π.Χ. και καθορισμό των συνόρων των κρατών των Χετταίων και των Αιγυπτίων περίπου στο ύψος της Βηρυτού. Η ακολουθήσασα δράση, στην Ανατολική Μεσόγειο, των Λαών της Θάλασσας (που ταυτίζονται με τους Φιλισταίους της Παλαιάς Διαθήκης - βλέπε λήμμα Θάλασσας Λαοί) έπληξε και τους Χετταίους και τους Αιγυπτίους (όπως και την Κύπρο που βρισκόταν ανάμεσα). Οι χιττιτοαιγυπτιακές διενέξεις σταμάτησαν ενώπιον του νέου κοινού κινδύνου, ώσπου οι Λαοί της Θάλασσας ηττήθηκαν από τον φαραώ Ραμσή Γ', περί το 1190 π.Χ., κι εγκαταστάθηκαν στην Παλαιστίνη όπου ίδρυσαν κράτος, τερματίζοντας τελικά την επιδρομική δραστηριότητά τους.

 

Στο μεταξύ όμως η αυτοκρατορία των Χετταίων είχε αρχίσει να παρακμάζει από τα τέλη του 13ου π.Χ. αιώνα, πληττόμενη συνεχώς από τα μικρά κράτη της δυτικής Μικράς Ασίας και από τους Λαούς της Θάλασσας. Η τελευταία αναλαμπή της αυτοκρατορίας των Χετταίων είναι η θρυλούμενη καταναυμάχηση του στόλου της Αλασίας (Κύπρου), περί το 1190 π.Χ. και η επιβολή υποτελικού φόρου που πληρωνόταν κυρίως σε χαλκό. Ωστόσο η ισχύς των Χετταίων δεν αναβίωσε πλέον. Αντίθετα η αυτοκρατορία τους διαλύθηκε όταν νέες ισχυρές δυνάμεις πρόβαλαν, όπως οι Φρύγες και οι Ασσύριοι. Εν τούτοις ο πολιτισμός των Χετταίων εξακολουθούσε να είναι αισθητός, μέχρι περίπου το 700 π.Χ. οπότε εξαφανίστηκε εντελώς.

 

Χετταίοι ή Χιττίτες και Κύπρος: Η Κύπρος (Αλασία) μνημονεύεται σε κείμενα των Χετταίων (πινακίδες προερχόμενες από το Μπογκάζκιοϊ της Μικράς Ασίας, δηλαδή από την αρχαία Χαττούσα, την πρωτεύουσα των Χιττιτών). Από τέτοια κείμενα συμπεραίνεται ότι η Κύπρος είχε υποταχθεί στους Χετταίους κι ότι μάλιστα αποτελούσε τμήμα της αυτοκρατορίας τους για ένα μεγάλο διάστημα, από το 1400 μέχρι το 1200 π.Χ. περίπου. Αναφέρεται ακόμη ότι η Κύπρος αποτελούσε χώρο στον οποίο οι βασιλιάδες των Χετταίων εξόριζαν κι εκτόπιζαν τους αντιπάλους των και τους κατάδικους. Αναφέρεται επίσης ότι ο βασιλιάς των Χετταίων Σουπιλουλιούμας Β' είχε ναυμαχήσει τον στόλο της Αλασίας (Κύπρου) τον οποίο και είχε κατανικήσει, γύρω στα 1190 π.Χ. Μετά τη ναυμαχία αυτή, ο Σουπιλουλιούμας Β' αποβιβάστηκε στην Κύπρο, κατέβαλε ένα μεγάλο αριθμό εχθρών που του είχε αντισταθεί και υποχρέωσε τους Αλασιώτες να του πληρώσουν φόρο υποτελείας. Ο φόρος αποτελείτο από χαλκό, ασήμι και χρυσάφι, αλλά και από σκλάβους (γυναίκες και παιδιά) που πήρε μαζί του στην πρωτεύουσά του Χαττούσα.

 

Βέβαια οι κομπαστικές δηλώσεις για κατανίκηση των εχθρών και για υποταγή λαών και κρατών είναι συχνές στα αρχαία ανατολικά κείμενα που εξυμνούν τη δόξα βασιλιάδων αλλά συνήθως είναι κείμενα υπερβολικά και κολακευτικά για τους ηγεμόνες, που σήμερα αντιμετωπίζονται με πολλή επιφύλαξη και που δεν ανταποκρίνονται πάντοτε στην πραγματικότητα. Στην περίπτωση των κειμένων των Χιττιτών αμφισβητείται πολύ σοβαρά το συμπέρασμα ότι για περίπου 200 χρόνια η Κύπρος είχε αποτελέσει τμήμα της αυτοκρατορίας τους. Εξ άλλου ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί ούτε να αποδειχθεί με τις ανασκαφές και τα αρχαιολογικά δεδομένα. Αντίθετα, οι ανασκαφές και τα ευρήματα φαίνεται να διαψεύδουν τον ισχυρισμό. Πιστεύεται ότι, εάν όντως η Κύπρος είχε υποταχθεί και μάλιστα για τόσο μεγάλο διάστημα στους Χετταίους, ή ακόμη και για μικρότερο έστω διάστημα, θα ανευρίσκονταν στο νησί άφθονα κατάλοιπα της παρουσίας τους επίσης θα βρίσκονταν στα ερείπια της Χαττούσα πολλά κυπριακά αντικείμενα που ασφαλώς θα είχαν σταλεί εκεί, εφόσον μάλιστα η Κύπρος παρουσιάζεται να καταβάλλει υποτελικό φόρο σε διάφορα είδη και προϊόντα της. Εν τούτοις ελάχιστα αντικείμενα έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα. Στην Κύπρο, συγκεκριμένα, έχει βρεθεί μια χρυσή χιττιτική σφραγίδα στην Ταμασσό, και δυο άλλες στον αρχαιολογικό χώρο Χαλά Σουλτάν Τεκκέ. Στον δεύτερο αυτό χώρο βρέθηκαν και είδη κεραμικής μικρασιατικής προέλευσης, όπως βρέθηκαν και σε άλλους χώρους (Κίτιον, Καζάφανι, Άγιος Ιάκωβος κ.α.). Τα είδη όμως αυτά αποδεικνύουν την ύπαρξη εμπορίου και ανταλλαγών μεταξύ Κύπρου και νοτίων ακτών της Μικράς Ασίας κι όχι κατάκτηση και κατοχή του νησιού. Εξ άλλου πολλά είδη βρέθηκαν στην Κύπρο προερχόμενα και από την Αίγυπτο και από το Αιγαίο και τον ελλαδικό χώρο γενικότερα, πράγμα που δεν σημαίνει, ασφαλώς, ότι το νησί ήταν ταυτόχρονα υποταγμένο και στους Αιγυπτίους και στους Έλληνες και στους Χιττίτες την ίδια εποχή.

 

Αντίθετα, οι αιγυπτιακές πινακίδες της Τελ-ελ Αμάρνα, που αποτελούν αλληλογραφία ενός (άγνωστου) βασιλιά της Αλασίας (Κύπρου) με τον φαραώ Ακενατόν Δ' (1375-1358) δίνουν μια εντελώς διαφορετική εικόνα απ' εκείνη που παρουσιάζουν οι πινακίδες των Χιττιτών. Ο Κύπριος βασιλιάς προσφωνεί, κατ' αρχήν, τον φαραώ ως «αδελφό του», άρα ως ίσο μ' εκείνον. Σε μια δε περίπτωση ο βασιλιάς της Αλασίας συμβουλεύει τον Αιγύπτιο φαραώ να αποφύγει να συνάψει συνθήκη με τους Χιττίτες, διότι οι Χιττίτες (όπως γράφει) είναι εχθροί της Αλασίας. Εξάλλου σε άλλη επιστολή του ο Κύπριος βασιλιάς πληροφορεί τον «αδελφό του» φαραώ ότι του στέλλει λίγο χαλκό επειδή η παραγωγή ήταν μειωμένη εξ αιτίας επιδρομής των Λούκκι στην Αλασία κι εξαιτίας θεομηνιών. Οι αναφερόμενοι Λούκκι* ήταν επιδρομείς από τη Μικρά Ασία και προφανώς σχετίζονταν με τους Χιττίτες, ίσως σύμμαχοί τους.

 

Έχουμε, λοιπόν, στις αιγυπτιακές επιγραφές μια διαφορετική εικόνα όπου η Κύπρος παρουσιάζεται ως ανεξάρτητη χώρα, ως δεχόμενη επιδρομές από τη Μικρά Ασία, ως ευρισκόμενη σε εχθρικές σχέσεις με τους Χιττίτες και ως σύμμαχος των Αιγυπτίων οι οποίοι βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση με τους Χιττίτες. Στη μακρά διαμάχη Αιγυπτίων-Χετταίων η Κύπρος φαίνεται ότι δεν είχε παραμείνει ουδέτερη (εξ άλλου η γεωγραφική της θέση δεν της το επέτρεπε) αλλά είχε προτιμήσει τη φιλία των Αιγυπτίων.

 

Δεν μπορούμε, βέβαια, να απορρίψουμε εντελώς τα χιττιτικά κείμενα. Αντίθετα, κι εφόσον και στις αιγυπτιακές πινακίδες αναφέρεται ότι η Κύπρος είχε εχθρούς της τους Χιττίτες, μπορούμε να δεχθούμε ότι θα είχαν γίνει επιδρομές στο νησί ή ακόμη και ναυμαχίες και συλλήψεις σκλάβων και άλλα παρόμοια (χωρίς ωστόσο να γνωρίζουμε την έκταση των αψιμαχιών αυτών). Όμως δεν γίνεται αποδεκτή σήμερα η αναφορά ότι η Κύπρος είχε υποδουλωθεί στους Χιττίτες. Πάντως διάφοροι μελετητές (George Hill, Σπυριδάκις κ.α.) θεωρούν πιθανό ότι Χιττίτες είχαν εγκατασταθεί, ή ακόμη και κυριαρχήσει, στο βόρειο τμήμα της Κύπρου, πράγμα επίσης όχι αποδεδειγμένο.  Άλλοι διατυπώνουν τη θεωρία ότι η Κύπρος βρισκόταν στη σφαίρα επιρροής τόσο των Χιττιτών όσο και των Αιγυπτίων, με τους πρώτους να κυριαρχούν στο βόρειο τμήμα του νησιού και τους δεύτερους στο νότιο. Ασφαλώς επιρροές θα πρέπει να υπήρξαν.  Όμως το γεγονός ότι η Κύπρος είχε βασιλιά και μάλιστα «αδελφό» του πανίσχυρου Αιγυπτίου φαραώ, με τον οποίο αλληλογραφούσε ως ίσος προς ίσον, κάθε άλλο παρά κατάσταση υποδούλωσης ή υποτελείας φανερώνει. Μερικοί ισχυρίζονται ότι η υποτέλεια σίγουρα υφίστατο, αφού στις επιστολές του ο Κύπριος βασιλιάς αναφέρει αγαθά που στέλλει στην Αίγυπτο. Αλλά ταυτόχρονα ζητεί κι αναμένει από την Αίγυπτο άλλα είδη, και μάλιστα ιδιαίτερα πολύτιμα (χρυσό άρμα, εβένινο και χρυσό κρεβάτι, άλογα, ασήμι, λάδι, ενδύματα). Δεν επρόκειτο, συνεπώς, για καταβολή κυπριακού υποτελικού φόρου στην Αίγυπτο αλλά για ανταλλαγές πολύτιμων ειδών μεταξύ των δυο «αδελφών» ηγεμόνων. Εάν δε δεχθούμε και την υπάρχουσα θεωρία ότι η σύζυγος του φαραώ Ακενατόν Δ', η περίφημη Νεφερτίτη, ήταν μια πριγκίπισσα από την Αλασία/Κύπρο, τότε έχουμε ακόμη και συγγενικούς δεσμούς των ηγεμόνων (βλέπε λήμμα Νεφερτίτη).

 

Αλλά ας δούμε λεπτομερέστερα διάφορες κυπριακές αναφορές στα χιττιτικά κείμενα, τα οποία όμως θα πρέπει να σημειωθεί ότι είναι αρκετά κατεστραμμένα κι έχουν συμπληρωθεί και μεταφραστεί με διαφορετικούς τρόπους (S. Przeworski, 'Grecs et Hittites' , Εος, XXX, 1927, pp. 432 ff. Πρβλ. G. Hill, A History of Cyprus, vol. I, 1972, pp. 45-47, όπου και περαιτέρω αναφορές στις πηγές).

 

Μια αναφορά, γύρω στο 1400 π.Χ., λέγει ότι ο βασιλιάς των Χιττιτών Τουνταλίγιας Γ' (Tudhaliyash III) είχε δολοφονηθεί και ότι τότε οι δυο αδελφοί του είχαν σταλεί σε εξορία στην Αλασία. Τούτο θεωρήθηκε από διάφορους μελετητές ως απόδειξη ότι η Αλασία βρισκόταν υπό την κατοχή των Χιττιτών. Αλλ' όχι κατ' ανάγκην, εάν θεωρήσουμε ότι οι δυο πολιτικοί εξόριστοι είχαν καταφύγει στην Αλασία σαν χώρα ανεξάρτητη, στην οποία μάλιστα δεν θα κινδύνευαν από τους εχθρούς των.

 

Μια άλλη αναφορά λέγει ότι ο βασιλιάς Μουβατταλίς (Muwattallish), γιος του Μουρσιλίς (Murshilish, περί το 1310-1290) επεξέτεινε την κυριαρχία των Χιττιτών επί της Αλασίας. Μια άλλη ερμηνεία της ίδιας αναφοράς (του Ε. Forrer, 1921) λέγει ότι ο Μουβατταλίς είχε εκστρατεύσει στην «Κάτω Χώρα» (=Κιλικία) κι ότι είχε επίσης κατακτήσει την Αλασία. Αλλά εάν «κατακτήθηκε» η Αλασία από τον βασιλιά αυτόν γύρω στα 1300, πώς θεωρείται ότι ήταν «κατακτημένη» από το 1400; Εν πάση περιπτώσει, αναφέρεται πάλι αλλού ότι ο διάδοχος του Μουβατταλίς, ο βασιλιάς Χαττουσιλίς Γ' (Hattushilish III, περίπου 1290-1260 π.Χ.) είχε εξορίσει τους πολιτικούς αντιπάλους του στην Αλασία, όπως είχε πράξει πιο πριν κι ο βασιλιάς Μουρσιλίς (πριν από το 1310 π.Χ.).

 

Σε άλλο κείμενο των πινακίδων του Μπογκάζκιοϊ (αρκετά κατεστραμμένο όμως) που χρονολογικά τοποθετείται λίγο πριν από το 1200 π.Χ., δηλαδή κατά τα τέλη της αυτοκρατορίας των Χιττιτών, αναφέρονται τα εξής: Στα χρόνια του βασιλιά Αρνουβάντας Γ' (Arnuwandash III), κάποιος υποτελής του λεγόμενος Μαντουβάττας (Madduwattash) είχε αποκτήσει μεγάλη δύναμη κι είχε γίνει σχεδόν ανεξάρτητος στη νοτιοδυτική Μικρά Ασία, οπότε είχε αρχίσει να διενεργεί επιδρομές στα εδάφη των Χιττιτών, περιλαμβανομένης της Αλασίας, από την οποία είχε πάρει και αιχμαλώτους. Αργότερα απολογήθηκε για την πράξη του αυτή στον Χιττίτη βασιλιά, λέγοντας ότι δεν είχε επίσημη γνώση του ότι η Αλασία ανήκε πράγματι στο βασίλειο των Χιττιτών! Πρόσθετε, ακόμη, ότι θ' απελευθέρωνε τους Αλασιώτες αιχμαλώτους, αφού αυτό ζητούσε ο βασιλιάς των Χιττιτών.

 

Αυτός ο Μαντουβάττας που αναφέρεται ότι είχε εισβάλει στην Αλασία/Κύπρο κι είχε πάρει αιχμαλώτους, είχε βοηθηθεί από δυο συμμάχους του, από τον Attarshiyash της Ahhiyawa και από κάποιον «άνθρωπο από την Biggaya». Έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες για τις χώρες που διαβάζονται ως Biggaya και ως Ahhiyawa. Μερικοί θεωρούν ότι η Biggaya ήταν η Σφήκεια, ένα από τα αρχαία ονόματα της Κύπρου, πράγμα πολύ παράδοξο. Μερικοί θεωρούν ότι τον Μαντουβάττας είχε βοηθήσει ο «άνθρωπος από τη Σφήκεια», δηλαδή την Κύπρο, να εισβάλει στην ίδια την Κύπρο, οπότε θεωρούν ότι με την ονομασία Αλασία ίσως ήταν γνωστό ένα μόνο τμήμα της Κύπρου, ενώ άλλο ονομαζόταν Σφήκεια. Θα πρέπει, προσθέτουν, να υφίσταντο ανταγωνισμοί και αντιζηλίες μεταξύ τμημάτων της ίδιας της Κύπρου. Αλλά υπάρχει ένα ακόμη πρόσωπο που βοήθησε τους εισβολείς, ο Attarshiyash από την Ahhiyawa. Η ονομασία που διαβάζεται ως Ahhiyawa θεωρήθηκε από μερικούς ότι ταυτίζεται προς την Αχαΐα και τους Αχαιούς-Έλληνες, ενώ άλλοι απορρίπτουν εντελώς την ταύτιση αυτή.

 

Τέλος, μνημονεύουμε μια άλλη περίπτωση κατά την οποία αναφέρεται στα κείμενα των Χιττιτών η Αλασία ως χαλκοπαραγωγός χώρα. Συγκεκριμένα υπάρχει αναφορά για μεταφορά χαλκού στο βασίλειο των Χιττιτών, που εισήχθη εκεί από την Αλασία και μάλιστα από ένα βουνό της που διαβάζεται ως Taggata και που θεωρήθηκε ότι είναι το Τρόοδος.

 

Όλα τα πιο πάνω δεν δίνουν, βέβαια, μια ξεκάθαρη και σαφή εικόνα του τι συνέβαινε στα Προϊστορικά εκείνα χρόνια. Αντίθετα, μένουν αρκετά περιθώρια για διατύπωση ποικίλων και διαφορετικών θεωριών. Ωστόσο φανερώνουν πάντως εμπορικές σχέσεις, επαφές, αλλά και σκληρούς ανταγωνισμούς. Δεν αποκλείεται να υπήρξε έντονος ανταγωνισμός μεταξύ Αιγυπτίων και Χιττιτών με αντικείμενο την Κύπρο και τα πλούτη της, ιδίως δε τον χαλκό της. Στη διαμάχη αυτή με «μήλο της έριδος» την Κύπρο, ασφαλώς θα πρέπει να διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο και ο ελληνικός παράγων. Είναι γνωστό ότι από τον 14ο π.Χ. αιώνα βρίσκονταν ήδη εγκατεστημένοι στην Κύπρο αρκετοί Μυκηναίοι άποικοι. Όταν δε η αυτοκρατορία των Χιττιτών είχε αρχίσει να παρακμάζει, συνέβη ο μαζικός και κατά κύματα αποικισμός της Κύπρου από τους Αχαιούς Έλληνες, που οδήγησε στον τελεσίδικο εξελληνισμό του νησιού. Στην προσπάθεια, δηλαδή, της κυριαρχίας επί της Κύπρου των Αιγυπτίων, των Χιττιτών και των Ελλήνων, οι Έλληνες ήταν εκείνοι που τελικά κέρδισαν. Και το πέτυχαν, όχι γιατί ήλθαν ως πάνοπλοι και ισχυροί κατακτητές (όπως τόσοι άλλοι) αλλά ως άποικοι που εγκαταστάθηκαν στο νησί, το οποίο δεν υπέταξαν απλώς αλλά έκαναν νέα τους πατρίδα.

 

Α. ΠΑΥΛΙΔΗΣ

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image