Μουσουλμάνος Κύπριος τυχοδιώκτης, από το χωριό Κλαυδιά της επαρχίας Λάρνακας, ο οποίος από αγράμματος ξυλοφόρος και ληστής κατάφερε, χρησιμοποιώντας την εύνοια, τον δόλο, τη δωροδοκία και τη δολοφονία, να πάρει υψηλά αξιώματα στην οθωμανική διοίκηση, τόσο στη Μ. Ασία όσο και στην Κύπρο και τελικά να διοριστεί μουχασίλης, δηλαδή κυβερνήτης, της Κύπρου από το 1773-4 και από το 1775 μέχρι το 1783.
Την περιπετειώδη σταδιοδρομία του μονόφθαλμου Χατζημπακκή αγά, που αναστάτωσε ολόκληρη την Κύπρο και προκάλεσε μάλιστα και εκκλησιαστική κρίση στην Εκκλησία της Κύπρου, μας περιγράφει με πολλή γλαφυρότητα και δραματικότητα ο σύγχρονός του αρχιμανδρίτης Κυπριανός στο έργο του Χρονολογική Ἱστορία τῆς Νήσου Κύπρου (βλ. έκδοση Λευκωσία, 1933, σσ. 482-7).
Σύμφωνα με τη διήγηση του Κυπριανού, ο Μπακκής, αφού εγκατέλειψε το επάγγελμα του ξυλοφόρου, συνεργάστηκε με τους «λεβέντες», δηλαδή τους ληστές, κάνοντας πολλά κακά στην περιοχή του. Παρ’ όλη αυτή του τη δράση κατάφερε, χρησιμοποιώντας την επιρροή μιας οδαλίσκης, να κερδίσει διορισμό στη θέση του μουσελλίμη, δηλαδή κυβερνήτη, της Αττάλειας της Μ. Ασίας. Έχασε όμως τη θέση αυτή «διά τάς κακίας του» και επέστρεψε στην Κύπρο, όπου επανήλθε στον ίδιο τρόπο ζωής, που συνήθιζε και προηγουμένως. Κατάφερε όμως και πάλι να αναρριχηθεί σε υψηλό δημόσιο αξίωμα και έγινε ζαπίτης, δηλαδή διοικητής, της Λάρνακας, θέση που την αξιοποίησε για να εκμεταλλεύεται τον κόσμο. Ο δραγομάνος Χριστοφάκις* όμως, αντιδρώντας στη δράση αυτή του Μπακκή, κατάφερε να απολυθεί ο τελευταίος από τη θέση του αλλά αυτό του στοίχισε τη ζωή του. Ο Μπακκής έβαλε και τον δολοφόνησαν την αυγή της Ανάστασης του 1750.
Ο Μπακκής συνέχισε τη ληστρική του διαγωγή κατά τα επόμενα 17 χρόνια, οπότε το 1767 για τα εγκλήματά του, επί του κυβερνήτη Σουλεϊμάν εφέντη, φυλακίστηκε και στη συνέχεια, όπως αναφέρει ο Κυπριανός, «ἐξωρίσθη, ἐρημώθη, κατέστη πένης τετραχηλισμένος».
Είναι απορίας άξιο - αλλά χαρακτηριστικό του ήθους της οθωμανικής διοίκησης γενικά και του νησιού ειδικότερα - πως, παρ' όλη αυτή του τη πτώση και καταδίκη ο Μπακκής, ο οποίος ήταν πολύ γνωστός εγκληματίας «ὀνειδισμένος, καταφρονημένος ὡς βδέλυγμα κοινόν» κατά τον Κυπριανό, χωρίς ήθος και ικανότητες δημοσίου υπαλλήλου, διορίζεται το 1771 στην πολύ σημαντική θέση του defterdar, δηλαδή του αρχιταμία της Κύπρου, από τον μουχασίλη (κυβερνήτη) Χατζή* Ισμαήλ αγά. Οι δικαιολογίες που αναφέρονται γι’ αυτό τον διορισμό, ότι δηλαδή ο Χατζή Ισμαήλ αγάς ή τον λυπήθηκε ή θέλησε διορίζοντάς τον να εκδικηθεί τους αγάδες της Λευκωσίας, που δεν ήθελαν να του δώσουν το - μικρό άλλωστε - ποσό των 500 γροσίων, δεν φαίνονται πολύ πειστικές. Πιθανότερη θα ήταν η υπόθεση ότι στο πρόσωπο του Μπακκή ο Χατζή Ισμαήλ θα έβλεπε έναν ικανότατο δολοπλόκο και συνεργάτη για την εκμετάλλευση - πράγμα πολύ σύνηθες από τους κυβερνήτες του νησιού, που αγόραζαν τον διορισμό τους από την Πύλη - των προσόδων της Κύπρου, αλλά και των πλουσίων κατοίκων του νησιού.
Από το αξίωμα του αρχιγραμματέα ο Μπακκής καταφέρνει πολύ γρήγορα και απομακρύνει από τη θέση του τον ισχυρότατο δραγομάνο του σεραγίου Χατζηιωσήφ*, «ὄντα κάρφος ἐν τῷ μόνῳ ὀφθαλμῷ τοῦ τυφλοῦ» κατά τον Κυπριανό, που οπωσδήποτε θα του είχε σταθεί εμπόδιο στα άνομα σχέδια και τις φιλοδοξίες του. Μετά την αναχώρηση του κυβερνήτη Χατζή Ισμαήλ αγά και την αντικατάστασή του από τον Χατζή* Αλή αγά το 1773 ή το 1775, ο οποίος τον ήξερε καλά και φαινόταν διατεθειμένος να τον εξουδετερώσει, ο Μπακκής πρόλαβε και, όταν αρρώστησε ο Χατζή Αλή αγάς, έβαλε τον γιατρό του και τον δηλητηρίασε. Δηλητηρίασε επίσης ύστερα από 40 μέρες και τον κεχαγιά, δηλαδή τον αντιπρόσωπο του Χατζή Αλή αγά, στον οποίο η Πύλη είχε αναθέσει την εντολή να συμπληρώσει την περίοδο κυβερνητείας του Χατζή Αλή αγά. Επί πλέον κατάφερε «ὑποκρινόμενος κάθε ὑπουλότητα καί κολακείαν», όπως αναφέρει ο Κυπριανός, και έπεισε τους ουλεμάδες, τους αγάδες και τους αρχιερείς και έγραψαν στην Πύλη καλολογώντας τον και ζητώντας να του ανατεθεί η διακυβέρνηση του νησιού για τον υπόλοιπο χρόνο του διορισμού του Χατζή Αλή αγά. Την ευπιστία τους αυτή - ή την για άγνωστους λόγους πρωτοφανή εκδούλευση που έκαναν - οι Μουσουλμάνοι πρόκριτοι και οι Έλληνες αρχιερείς προς τον Μπακκή, θα την πλήρωναν όλοι πολύ ακριβά, ιδιαίτερα οι τελευταίοι και οι Έλληνες ραγιάδες, στα χρόνια που ακολούθησαν. Ύστερα από την «ἔκκληση» αυτή των προυχόντων, ο Μπακκής διορίζεται από την Πύλη κυβερνήτης της Κύπρου. Με τη συμπλήρωση όμως του χρόνου στέλνεται νέος κυβερνήτης από την Πύλη, ο Χουσεΐν* Τσελεμπί αγάς, ενώ ο Μπακκής διατηρεί το αξίωμα του αρχιταμία (αλαγήμπεη ή defterdar).
Κατά την εποχή εκείνη έτυχε να περάσει από τη Λάρνακα ο καπουδάν πασάς, στον οποίο διοικητικά υπαγόταν η Κύπρος, και ο Μπακκής κατάφερε με δώρα και υποσχέσεις να του ανατεθεί απ' αυτόν η επόμενη περίοδος διακυβέρνησης της Κύπρου. Έτσι ο Μπακκής, ο οποίος από τότε άλλαξε το όνομά του σε Χατζαπτουλμπακκάγα (κατά τον Κυπριανό) ή Γιεκ Τζεσίμ Μπακκή αγάν (κατά τον Υψηλάντη, Τά μετά τήν Ἃλωσιν, Κωνσταντινούπολη, 1870, σ. 636), έγινε κυβερνήτης της Κύπρου από το 1775, θέση που κράτησε μέχρι το 1783.
Κατά τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής του ο Χατζημπακκής φέρθηκε με σύνεση και προσοχή, ώστε να μην προκαλέσει αντιδράσεις. Επέβαλε την τάξη και δεν αύξησε τη φορολογία. Εκμεταλλεύθηκε όμως ασύστολα τη θέση του για να πλουτίσει, ασχολούμενος με το μεταπρατικό εμπόριο. «Δέν ἄφησε πραγματείαν ὁποῦ δέν ἔβαλε τό χέρι του», πληρώνοντας τα προϊόντα που έπαιρνε από τους ραγιάδες έναντι της φορολογίας σε όποια τιμή ήθελε και πουλώντας τα ακριβά, και μάλιστα μονοπωλιακά, ώστε να προκαλέσει αντιδράσεις και στους εμπόρους και στον λαό. Απ' όλα αυτά πλούτισε και άρχισε να κτίζει «παλάτια και κκιόσκια», να κάμνει τσιφλίκια, μύλους και απέραντα περιβόλια χρησιμοποιώντας εργατικά χέρια φτωχών, που τους πλήρωνε ελάχιστα ή καθόλου.
Αφορμή για την εναντίον του αντίδραση απετέλεσε η εκ μέρους του επιβολή, για άγνωστο λόγο, επιπρόσθετης φορολογίας στους ραγιάδες Έλληνες, από 8 γρόσια. Τα διαβήματα των αρχιερέων για ακύρωση αυτής της φορολογίας δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα, οπότε οι αρχιερείς με επικεφαλής τον αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο* (1767-1810) αποφάσισαν να φύγουν κρυφά για την Κωνσταντινούπολη τον Αύγουστο του 1783, έχοντας και τη συγκατάθεση των Μουσουλμάνων κατοίκων του νησιού, για να παρακαλέσουν τον σουλτάνο να απαλλάξει τους δυστυχισμένους ραγιάδες της Κύπρου από την επιπρόσθετη αυτή φορολογία.
Ο Χατζημπακκής όμως πρόλαβε και, προτού φθάσουν οι αρχιερείς στην Κωνσταντινούπολη, έγραψε στην Πύλη και πέτυχε την χωρίς ακρόαση ή έρευνα έκπτωση των αρχιερέων από το αξίωμά τους. Όταν εκδόθηκε αυτή η απόφαση της Πύλης, ο Χατζημπακκής πίεσε τους Λευκωσιάτες ιερείς και εξέλεξαν τέσσερις καλογήρους ως αρχιερείς στη θέση των καθαιρεθέντων από τον σουλτάνο. Την απόφαση της Πύλης έμαθαν ο αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος και οι επίσκοποι καθ' οδόν προς την Κωνσταντινούπολη και από φόβο κρύφτηκαν στη Σμύρνη για ένα διάστημα. Αργότερα αποφάσισαν και πήγαν στην Κωνσταντινούπολη όπου κατάγγειλαν τη διαγωγή του Χατζημπακκή στον μεγάλο βεζύρη Χαλήλ πασά και πέτυχαν την αποκατάστασή τους στους ιερατικούς θρόνους τους και την ανάκληση του Χατζημπακκή για απολογία. Ένας νέος κυβερνήτης διορίστηκε στη θέση του Χατζημπακκή, ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις κατηγορίες εις βάρος του και έχασε και το αξίωμά του και τα παράνομα πλούτη του, «καί ἔμεινεν ὁ κολοιός κολοιός ὡς καί πρότερον», όπως λέει ο Κυπριανός.
Οι αρχιερείς επέστρεψαν στις θέσεις τους φέρνοντας μαζί τους ένα τεράστιο χρέος, που υπολογίστηκε σε 484.836 γρόσια, και βρίσκοντας το νησί σε άθλια οικονομική κατάσταση εξαιτίας της ανομβρίας και τον λαό πεινασμένο να επιρρίπτει ευθύνη και στους αρχιερείς για τη μεγάλη αυτή αύξηση των χρεών.
Μετά την αντικατάσταση του μεγάλου βεζύρη Χαλήλ πασά το 1784 από άλλον, ο Χατζημπακκής κατάφερε με μεγάλες δωροδοκίες να ξαναπάρει διορισμό ως κυβερνήτης της Κύπρου για την επόμενη διετία. Θα προέβαινε ασφαλώς σε εκδικήσεις για τη πτώση του. Όταν ακούστηκε στην Κύπρο ο διορισμός αυτός οι Έλληνες και οι Μουσουλμάνοι του νησιού απευθύνθηκαν στην Πύλη λέγοντας ότι θα εγκατέλειπαν την Κύπρο όλοι, μέχρι και τα βρέφη ακόμη, αν πατούσε το πόδι του στην Κύπρο ο Χατζημπακκής. Ο σουλτάνος αφαίρεσε τότε τον διορισμό και εξέδωσε διαταγή να μη ξαναπάει στην Κύπρο ο Χατζημπακκής επί ποινή θανάτου. Τον εξόρισε στη Χάιφα, όπου πέθανε από πανώλη. Στην Κύπρο ο κόσμος έστηνε στους δρόμους «αναθεματούρια» σ' ανάμνηση των κακών που έκαμε, και για πολλά χρόνια η κακή διακυβέρνησή του παρέμεινε στη μνήμη του λαού σαν παροιμία: «στον καιρό του στραομπακκή».
Β. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ