Τα Χασαμπουλιά ήταν τρεις Τουρκοκύπριοι φυγόδικοι και ληστές που έδρασαν κατά τα τέλη του 19ου αιώνα (περίοδος Αγγλοκρατίας) στις περιοχές Πάφου και Λεμεσού κι έγιναν θρύλος απασχολώντας για αρκετά χρόνια τις αρχές κι ολόκληρη την Κύπρο. Η ονομασία τους προέρχεται από το όνομα του πρώτου απ' αυτούς, του Χασάν Αχμέτ Πουλλή από το χωριό Μαμώνια της επαρχίας Πάφου. Οι άλλοι δυο ήταν αδέλφια από το ίδιο χωριό, ανεψιοί του Χασάν Πουλλή, ο Μεχμέτ Αχμέτ, γνωστός ως Καϊμακκάμ και ο Χουσεΐν Αχμέτ, γνωστός ως Καβουνής. Αυτοί οι τρεις ήταν τα Χασαμπουλιά (ή και Χασαμπουλλήδες), με τους οποίους συνεργάστηκαν, κατά την περίοδο της δράσης τους, και αρκετοί άλλοι, κατάδικοι, φυγόδικοι, αλλά και πολλοί χωρικοί που τους βοηθούσαν με διάφορους τρόπους. Η δραστηριότητά τους απασχόλησε τόσο πολύ την Κύπρο ολόκληρη που διηγείτο και τραγουδούσε τις περιπέτειές τους. Το όνομά τους έγινε θρύλος κι έκτοτε οποιοσδήποτε είχε τάσεις εγκληματικές, χαρακτηριζόταν ως Χασαμπουλλής. Τα Χασαμπουλιά ήταν μια «κυπριακή έκδοση» των ωραιοποιημένων και ρομαντικοποιημένων ληστών του 19ου αιώνα που παρέμειναν γνωστοί ως «βασιλείς των ορέων».
Η ιστορία έγινε μάλιστα και ταινία το 1974 από τον Ανδρέα Δημητρίου και έσπασε κυριολεκτικά ταμεία. Το 1974 ξεκίνησαν τα γυρίσματα για την ταινία που βασίστηκε σε πραγματικά γεγονότα γύρω από τη ζωή τους. Η ταινία ήταν υπερβολικά τολμηρή και πρωτοποριακή. Γυμνό, sex και πιστολίδι ήταν οι αίτιες που η ταινία έσπασε τα ταμεία. Σήμερα θεωρείται ως μία από τις πιο cult ταινίες του κυπριακού κινηματογράφου. (Βλέπε το Α Μέρος της ταινίας)
Τα γεγονότα
Η ιστορία των Χασαμπουλιών άρχισε το 1887 και τερματίστηκε με την εξολόθρευσή τους, το 1896. Άρχισε εξαιτίας μιας γυναίκας, τερματίστηκε δε και πάλι εξαιτίας μιας γυναίκας. Το 1887, για λόγους ερωτικής αντιζηλίας, ο Χασάν Αχμέτ Πουλλής είχε συγκρουστεί με ένα συγχωριανό του, κάποιον Χαϊρεττίν, τον οποίο και πυροβόλησε τρεις φορές. Συνελήφθη και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 7 χρόνων, αλλά λίγο αργότερα δραπέτευσε και κατέφυγε στις δασώδεις ορεινές περιοχές της Πάφου. Έζησε ως φυγόδικος, χωρίς να ενοχλεί τους χωρικούς, κι αρκετοί απ' αυτούς συνδέθηκαν φιλικά μαζί του και τον βοηθούσαν. Όταν όμως ένας Ελληνοκύπριος (κάποιος Δημοσθένης Χατζήγιωρκης) από το χωριό Κελοκέδαρα τον καταγγειλε για κλοπή ζώων από την οικογένεια του, ο Χασάν Πουλλή τον δολοφόνησε.
Με τη βοήθεια της οικογένειάς του και άλλων χωρικών, συχνά ο Χασάν Πουλλής κατόρθωνε να αποφεύγει τις παγίδες της αστυνομίας και να παραμένει ασύλληπτος, αν και συχνά κατέβαινε σε χωριά, παρευρισκόταν μάλιστα και σε εκδηλώσεις όπως γλέντια σε γάμους. Ωστόσο ένας εχθρός του πλούσιος Τούρκος από το χωριό Μαμώνια, ο Αμπντουλλάχ Σιαρίφ Ογλούν, διοργάνωσε καταδίωξή του από ένοπλο απόσπασμα, κι ο Χασάν Πουλλής αναγκάστηκε να δώσει μάχη στην οποία τραυματίστηκε αλλά διέφυγε. Λίγο αργότερα κατόρθωσε να βρει μια νύχτα τον Αμπντουλλάχ και να τον σκοτώσει. Όμως ύστερα από δυο περίπου χρόνια φυγοδικίας, αρρώστησε βαριά (προσεβλήθη από μαλάρια) και αναγκάστηκε να παραδοθεί στην αστυνομία. Δικάστηκε στην Πάφο, καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά η ποινή του μετετράπη σε ισόβια δεσμά και φυλακίστηκε στη Λευκωσία.
Στο μεταξύ τον ίδιο δρόμο της φυγοδικίας είχαν ακολουθήσει και οι δυο ανιψιοί του, ο Καϊμακκάμ και ο Καβουνής, που είχαν δημιουργήσει συμμορία και δρούσαν στις επαρχίες Πάφου και Λεμεσού. Η αστυνομία αδυνατούσε να τους συλλάβει, παρά το ότι κατηγορούνταν ακόμη και για δολοφονίες, επειδή πολλοί χωρικοί τους βοηθούσαν. Άνθρωποι σε πολλά χωριά των δυο επαρχιών φημίζονταν ότι ήταν φίλοι των Χασαμπουλιών, και η βοήθειά τους προσφερόταν άλλοτε επειδή χωρικοί πράγματι τους εκτιμούσαν, κι άλλοτε επειδή τους φοβούνταν. Ο Βρετανός ύπατος αρμοστής σερ Ουώλτερ Σένταλ τόσο ανησύχησε από το ασύλληπτο των ληστών, ώστε τον Οκτώβριο του 1895 υπέβαλε στο Νομοθετικό Συμβούλιο νομοσχέδιο (που εγκρίθηκε σε έκτακτη συνεδρία) το οποίο στρεφόταν κατά παντός ο οποίος χορηγούσε βοήθεια στα Χασαμπουλιά.
Στις φυλακές της Λευκωσίας ο Χασάν Πουλλής σχεδίασε, στο μεταξύ, την απόδρασή του για να συνενωθεί με τους ανιψιούς του, και την πραγματοποίησε μαζί με δυο άλλους βαρυποινίτες. Εξουδετέρωσαν τον δεσμοφύλακα αλλά έγιναν αντιληπτοί και κυνηγήθηκαν από απόσπασμα υπό τον ίδιο τον Τσάιλς, διευθυντή των φυλακών. Το κυνηγητό έγινε στην κοίτη του ποταμού Πηδιά κι ο Χασάν Πουλλής πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε. Σκοτώθηκε επίσης κι ο ένας από τους συντρόφους του, ενώ ο άλλος συνελήφθη.
Παρά τη θέσπιση ειδικής νομοθεσίας, ο Καϊμακκάμ και ο Καβουνής παρέμειναν ασύλληπτοι και οι χωρικοί συνέχιζαν να συνεργάζονται μαζί τους και να τους προμηθεύουν με τρόφιμα, ρουχισμό, ακόμη πυρίτιδα και όπλα, και να τους φιλοξενούν. Συχνά οι φυγόδικοι επισκέπτονταν διάφορα χωριά των επαρχιών Πάφου και Λεμεσού, όπου είχαν πολλούς φίλους. Αξίζει να σημειωθεί ότι τους βοηθούσαν και διατηρούσαν αγαθές σχέσεις μαζί τους, τόσο Τουρκοκύπριοι χωρικοί όσο και Ελληνοκύπριοι. Αστυνομικά αποσπάσματα τους καταδίωκαν συνεχώς, αλλά πάντοτε ξέφευγαν γιατί γνώριζαν πολύ καλά το βουνό, είχαν φίλους που τους βοηθούσαν, ήταν εξασκημένοι σε πεζοπορίες και ταχείς. Αρκετές φορές τα αποσπάσματα της αστυνομίας συγκρούστηκαν μαζί τους, χωρίς να μπορέσουν να τους εξουδετερώσουν. Ακόμη περισσότερο, τα Χασαμπουλιά είχαν και πολλούς πληροφοριοδότες που τους ενημέρωναν έγκαιρα για τις κινήσεις των αστυνομικών αποσπασμάτων. Έτσι, τον Ιούνιο του 1895 η αποικιακή κυβέρνηση υπεσχέθη αμοιβή 100 λιρών (ποσόν πολύ μεγάλο για την εποχή) σε όποιον θα βοηθούσε στη σύλληψή τους.
Τον Φεβρουάριο του 1896 προδόθηκαν, τελικά, από μια γυναίκα που τους φιλοξενούσε στο σπίτι της, στο Κιδάσι (τουρκοκυπριακό χωριό της επαρχίας Πάφου). Μαζί με τα δυο Χασαμπουλιά βρισκόταν κι ένας ακόμη φυγόδικος, ένας Τουρκοκύπριος από την Γεροβάσα, ο Χουσνί Σαλίχ. Η αστυνομική δύναμη που έφθασε και τους περικύκλωσε (στις 5 Φεβρουαρίου 1896) συγκρούστηκε μαζί τους και κατά τη συμπλοκή σκοτώθηκε ο Καβουνής. Ο αδελφός του Καϊμακκάμ συνελήφθη, όπως κι ο άλλος Τουρκοκύπριος, ο Χουσνί Σαλίχ. Οι δυο συλληφθέντες δικάστηκαν, καταδικάστηκαν σε θάνατο κι εκτελέστηκαν με απαγχονισμό στη Λευκωσία.
Ο ύπατος αρμοστής σερ Ουώλτερ Σένταλ, στον εναρκτήριο λόγο του ενώπιον του Νομοθετικού Συμβουλίου τον Μάρτιο του 1896, ανακοίνωσε επίσημα την εξόντωση των Χασαμπουλιών.
Ωστόσο και μετά την εξόντωσή τους, εξακολουθούσε για πολλά χρόνια να επιζεί ο θρύλος που είχαν δημιουργήσει. Μεταξύ άλλων ελέγετο ότι συχνά μεταμφιέζονταν, φορώντας άλλοτε τουρκικές κι άλλοτε ελληνικές φορεσιές, ότι είχαν τους δικούς τους άγραφους νόμους που τηρούσαν ιπποτικά, ότι είχαν πολύ μεγάλη επιρροή στις επαρχίες Πάφου και Λεμεσού, ότι ακόμη οι δυο αυτές επαρχίες ουσιαστικά τους ανήκαν, κι ότι είχαν πολλές διασυνδέσεις ακόμη και με προσωπικότητες της πολιτικής ζωής. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι πολλά χρόνια αργότερα, το 1938, ο βουλευτής Ιωάννης Κυριακίδης (ο γνωστός «λευκός πολιτευτής») είχε εναγάγει τον περιβόητο κυβερνήτη της Κύπρου Πάλμερ γιατί τον είχε δυσφημήσει. Ο κυβερνήτης είχε δηλώσει ότι ο Κυριακίδης είχε χρησιμοποιήσει την τρομοκρατική επιρροή των Χασαμπουλιών για να κερδίσει τις βουλευτικές εκλογές της περιόδου 1891-1896!