Παραδοσιακό κυπριακό οικιακό σκεύος. Πρόκειται για μεγάλο χάλκινο λέβητα που εχρησιμοποιείτο για διάφορες εργασίες στα σπίτια. Συνηθέστατα εχρησιμοποιείτο για βράσιμο του νερού για τις ανάγκες της οικογένειας. Ήταν πολύ μεγάλο σκεύος για να χρησιμοποιείται για μαγειρέματα, εκτός από μαγειρέματα για πάρα πολλά άτομα, όπως λ.χ. στις περιπτώσεις αρραβώνων και γάμων. Στο χαρτζ’ίν ψηνόταν επίσης το παραδοσιακό ρέσιν*, απαραίτητο στους γάμους, η γρούτα* ή ππαλουζές* (οπότε γινόταν και η κατασκευή σουτζ'ιούκκου* με εμβαπτίσεις στον ππαλουζέν) και αρκετά άλλα παραδοσιακά παρασκευάσματα. Το χαρτζ’ίν συνηθέστατα δεν εχρησιμοποιείτο μέσα στο σπίτι αλλά έξω απ' αυτό, στην αυλή, λόγω του μεγέθους του. Ετοποθετείτο στην νισκιάν (=εστία) της αυλής, και κάτω απ' αυτό άναβε η φωτιά.
Το χαρτζ’ίν είναι δίωτος λέβητας, όμως το μέγεθός του δεν ήταν συγκεκριμένο. Υπήρχαν μεγάλα χαρτζ'ιά αλλά και πιο μικρά, που υποκοριστικά ελέγοντο χαρκούδκια (ονομ: χαρκούιν, το).
Τέτοιοι μεγάλοι λέβητες, μάλιστα διακοσμημένοι, βρίσκονταν σε χρήση από τα αρχαία χρόνια κι έχουν ανακαλυφθεί σε ανασκαφές.
Η ονομασία χαρτζ’ίν προέρχεται από την αρχαία ελληνική χαλκίον, επειδή το σκεύος ήταν χάλκινο. Η λέξη εχρησιμοποιείτο στην Κύπρο και κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια. Ο μεσαιωνικός χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς (Χρονικόν, παρ 419) γράφει: χαρκίν.
Το χαρτζ’ίν ήταν μεταξύ των χάλκινων σκευών του νοικοκυριού των Κυπρίων τα οποία τακτικά εγανώνονταν (=επικασσιτερώνονταν) από ειδικούς τεχνίτες (βλέπε λήμμα γανωματής). Ο τεχνίτης που κατασκεύαζε τα χαρτζ'ιά και τα άλλα χάλκινα σκεύη λεγόταν καζαντζ’ής (για τον οποίο βλέπε σχετικό λήμμα).