Χάρος ή Χάροντας

Image

Μυθική προσωποποίηση του θανάτου στη λαϊκή πίστη και παράδοση. Ονομάζεται Χάρος και Χάροντας και Πικροχάροντας. Η αντίληψη για τον Χάρο είναι διαδεδομένη σ' όλο τον ελληνικό χώρο και εκφράζεται μέσα από συνήθειες, έθιμα, παραδόσεις, λυρικά και αφηγηματικά τραγούδια, προλήψεις και τελετουργίες.

 

Κατά την πιο διαδεδομένη αντίληψη, ο Χάρος ντυμένος στα μαύρα, καβαλάρης σε μαύρο άλογο και κρατώντας σπαθί, κυκλοφορεί ανάμεσα στους ανθρώπους και παίρνει τις ψυχές όποιων διαλέξει, που τις μεταφέρει στον Κάτω Κόσμο.

 

Η αντίληψη για τον Χάρο σαν οδηγητή των νεκρών ή σαν ψυχοπομπό προέρχεται από την αρχαία ελληνική μυθολογία, στην οποία ο Χάρος παριστάνεται σαν γέρος βαρκάρης που για ένα οβολό μεταφέρει τις σκιές των νεκρών διά μέσου των ποταμών του Κάτω Κόσμου. Τον οβολό μετέφερε ο νεκρός στο στόμα του, συνήθεια που διατηρήθηκε και σε πολλά μέρη του νεότερου Ελληνισμού: ένα μεταλλικό νόμισμα ετοποθετείτο ανάμεσα στα δόντια του νεκρού.

 

Ο Χάρος στη λαϊκή πίστη: Η πιο πάνω αντίληψη για τον Χάροντα δεν είναι η μόνη που έχει προέλευση από την αρχαία ελληνική θρησκεία. Ειδωλολατρικής προέλευσης είναι και η πίστη ότι ο σκοτεινός Κάτω Κόσμος, ο Άδης, αποτελεί κοινό χώρο για όλους τους νεκρούς, δικαίους και αδίκους, μετανοούντες και αμαρτωλούς. Ο Πάνω Κόσμος είναι ο κόσμος του φωτός, της χαράς, της ζωής, της πραγματικότητας. Ο Κάτω Κόσμος είναι ο τόπος του σκότους, της θλίψης, των σκιών και της ονειρώδους πραγματικότητας.

 

Στη λαϊκή πίστη όμως είναι ενσωματωμένα και χριστιανικά στοιχεία. Ο  Άγγελος, ο Αρχάγγελος, ο Μιχαήλ Αρχάγγελος, παίρνουν συχνά τη θέση του Χάρου σαν απεσταλμένοι ή εντολοδόχοι του Θεού να αφαιρούν τις ψυχές και να τις οδηγούν στην άλλη ζωή. Αντί του Χάρου με το σπαθί, συνήθης είναι η εικόνα Μιχαήλ Αρχάγγελου με τη ρομφαία, όπως αυτός παριστάνεται λαμπροφορεμένος στις εκκλησίες να φρουρεί μια από τις θύρες του Αγίου Βήματος. Τη ψυχή του ανθρώπου έρχεται να την πάρει ο Αρχάγγελος. Η επιθανάτια αγωνία εκφράζεται με τα ρήματα αγγελοκρούστηκεν και αγγελοκτυπιέται. Η εμφάνιση του ψυχοπομπού Αρχάγγελου κάμνει τον άνθρωπο να αγγελοσκιάζεται, να σκιάζεται, να καλύπτεται από την σκιά, την εμφάνιση του αγγέλου του θανάτου. Από το ρήμα αγγελοσκιάζομαι προήλθε το ρήμα αντζ'ελοσσ’ιάζομαι που δηλώνει τον αιφνίδιο και μεγάλο φόβο από κάτι το τρομερό και απροσδόκητο.

 

Στο Αλφάβητο του Χάρου, άσμα διδακτικό σε διαλογική μορφή, παρεκκλησιαστικό με λόγιον χαρακτήρα, εκφράζεται περισσότερο η χριστιανική αντίληψη για τον θάνατο, αν και δεν απουσιάζουν κάποια προχριστιανικά στοιχεία:

 

Άρχοντες, αδροικήσετε τ' αλφάβητον    του Χάρου,

όταν ο Χάρος κι άνθρωπος στέκουν και διαποντάρουν.

Τον Μιχαήλ Αρχάγγελον έχομεν στες δουλειές μας

και την θεότην το 'δωκεν, να παίρνει τες ψυχές μας...

 

(Θεοδ. Παπαδοπούλλου: Δημώδη Κυπριακά Ἄσματα, Λευκωσία, 1975, σ. 3, στ. 1-4).

 

Καλή σύνοψη των αντιλήψεων του κυπριακού λαού για τον θάνατο, τον Χάρο και τον ψυχοπομπό Άγγελο έχει κάμει ο Γεώργιος Λουκά στο έργο του Φιλολογικαί  Ἐπισκέψεις... (εν Λευκωσία, 1974, σσ. 31-48).

 

Ο Χάρος στα δημώδη αφηγηματικά άσματα: Εκτός από τα μοιρολόγια, λαϊκά τραγούδια με λυρικό χαρακτήρα, μια σειρά αφηγηματικών δημωδών ασμάτων έχουν κεντρικό θέμα τους τον Χάρο. Τα άσματα αυτά μπορούν να καταταγούν σε τέσσερις κατηγορίες με βάση το ξεχωριστό θεματικό τους κέντρο. Τα κέντρα αυτά είναι τέσσερα και εκφράζονται σε ζεύγη:

 

1. Ο Διγενής κι ο Χάροντας

2. Η Λυγερή και ο Χάρος

3. Ο Λεβέντης και ο Χάρος

4. Αλφάβητο του Χάρου: Διάλογος Χάροντα και Ανθρώπου.

 

Από τις πολλές δημοσιευμένες παραλλαγές αναφέρουμε ενδεικτικά μερικές:

 

1. Πάλη Διγενή και Χάροντα:

* Γ. Λουκά: Ο.π.π. σσ. 34-37

* Αθ. Σακελλαρίου: Κυπριακά, τόμ. Β' (1891), σσ. 26-29.

* Θεοδ. Παπαδοπούλλου: Δημώδη Κυπριακά Ἄσματα (Λευκωσία, 1975), σσ. 26-27.

* Αλεξ. Ελευθεριάδη: «Ἀκριτικά Ἄσματα ἐξ Ἀνεκδότου Συλλογῆς», Κυπρ. Σπ., ΛΖ (1973), σσ. 18-19.

2. Η Λυγερή και ο Χάρος

* Ξεν. Φαρμακίδη: Κύπρια Ἔπη (εν Λευκωσία, 1926) σσ. 66-70 και 71-72.

* Αθ. Σακελλαρίου: Ο.π.π., σσ. 170-172.

* Ν. Κληρίδη: Κυπρ. Δημοτ. Τραγούδια, τόμ. Β' (Λευκωσία, 1968), σσ. 106, 107, 107-108 και 108-109.

* Κυρ. Χ'' Ιωάννου: Τά ἐν Διασπορ, (Λευκωσία, 1969), σ. 115.

3. Ο Λεβέντης και ο Χάρος

* Ν. Κληρίδη: Ο.π.π., σσ. 109-110 και 110-111.

* Μ. Κιτρομηλίδου: Λαογραφία, ΛΓ' (33) 1982-84, σσ. 228-230.

* Ξεν. Φαρμακίδη: Ο.π.π., σσ. 82-84.

4. Αλφάβητον του Χάρου

* Αθ. Σακελλαρίου: Ο.π.π., σσ. 29-34.

* Γ. Λουκά: Ο.π.π., σσ. 38-44.

 

Βασική ιδέα που υπόκειται σε όλα τα αφηγηματικά άσματα είναι ότι ο Χάρος ή ο Αρχάγγελος είναι εντολοδόχοι του Θεού με προορισμό να αφαιρούν ψυχές και να τις οδηγούν στον άλλο κόσμο ή στον ίδιο τον Θεό. Όταν ο Χάρος παραπονείται ότι δεν μπορεί να καταβάλει τον Διγενή γιατί αυτός είναι προικισμένος με τεράστια δύναμη, ο Θεός οργίζεται και τιμωρεί τον Χάροντα:

 

Εποταβρίστην ο Θεός τζι' έδειξεν την Θεότην

Μιαν πατσαρκάν του έωκεν τζ'αι τουν τα λόγια λέει:

- Εν τζι' έστειλά σε, Χάροντα, να πα' να μου παλιώννεις

μον' έστειλά σε, Χάροντα, ψυσ'ές να μου μαζώννεις.

Γίνου χρυσός ατός τζι' έβκα στην τζ'εφαλήν του

τζ'αι χτέρνε με τα νύσ’ια σου να βκάλεις την ψυσ'ήν του.

 

(Αλ. Ελευθεριάδης: «Ἀκριτικά Ἄσματα...», Κυπρ. Σπ., ΛΖ', 1973, σ. 17, στ. 86-91).

 

Επίσης παρουσιάζεται στα δημοτικά τραγούδια και η μάνα του Χάρου που αντιπροσωπεύει ένα φιλάνθρωπο και ευαίσθητο στοιχείο και παραγγέλλει στον γιο της άλλοτε να μη παίρνει μικρά και γέρους και άλλοτε νέους και νέες, ώστε να μη πέφτουν σε θρήνους οι μανάδες:

 

- Γιε μου, μεν παίρνεις όμορφες, μεν παίρνεις τες γριάδες

μεν παίρνεις τα μικρά  παιδιά και κλαίσιν οι μανάδες.

Κι απολοήθη Χάροντας και λέει και λαλεί της:

- Αν 'εν παίρνω τες όμορφες, αν 'εν παίρνω γριάδες

αν ‘εν παίρνω μικρά παιδιά, τι Χάροντας λοούμαι;

 

(Αθ. Σακελλαρίου: Κυπριακά, τόμ. Β' σ. 26, στ. 4-8).

 

Ο Χάρος είναι άπονος και σκληρόκαρδος. Αντιπροσωπεύει τις σκοτεινές δυνάμεις της φθοράς και του θανάτου. Ντυμένος στα μαύρα, καβάλα στο μαύρο του άλογο κατεβαίνει στη γη ζωσμένος το σπαθί του και διαλέγει κάποιον εκλεκτό, για να τον πάρει μαζί του στον άλλο κόσμο. Στα αφηγηματικά τραγούδια δεν φαίνεται να ενδιαφέρουν τον Χάροντα οι γέροντες, οι άνθρωποι που φθίνουν φυσιολογικά και οδηγούνται προς τον θάνατο. Στο στόχαστρό του είναι οι διαλεκτοί, οι όμορφες, οι λεβέντες, ο Διγενής σαν ύψιστη έκφραση των δυνάμεων της ζωής. Αυτούς τους εκλεκτούς πλησιάζει ο Χάρος γεμάτος ζήλια και φθόνο και με το πλησίασμά του τους καταδικάζει να κατεβούν στον Κάτω Κόσμο:

 

...Ο Χάροντας μαύρα φορεί τζ’αι μαύρα καλλιτζ'εύκει

τζι' εις το στενόν της Μαρικκούς επήεν τζ'αι πεζεύκει.

Η στράτα του που περπατεί εν' άσπρη σαν σεντόνιν

τζι όπκοιος κοντεύκει σαμ περνά εν του μεινίσκουν γρόνοι...

 

(Ν. Κληρίδης: Κυπριακά Δημοτικά Τραγούδια, τόμ. Β', Λευκωσία, 1968, σ. 106, στ. 1-4).

 

... Ήρτεν ο Χάρος ο πικρός την Τζ'ύπρουν να 'υρίσει

από ‘σιει τον καλλίτερον να τον κοκκολοΐσει

τζι' από 'σιει έναν σαπόγερον να πα' τζ'αι να τοφ φήσει

 

(Ο.π.π., σ. 109, στ. 3-6)

 

Ο Χάρος γίνεται αμέσως αντιληπτός από εκείνους που πλησιάζει και τους απευθύνει αμέσως τον λόγο: άμεσα ή έμμεσα δηλώνει ότι σκοπός του είναι να πάρει στον Άδη αυτόν που πλησιάζει:

 

...Ο Χάρος τον εκόντεψεν, φωνάζει τζ'αι λαλεί του:

- Ωρα καλή σου, ρε Πκιερή, που ‘σαι τζ'αι παλληκάριν

εν κρίμαν το κορμάτζ’ιν σου να κατεεί στον   Αδην...

 

(Ο.π.π., σ.110, στ. 9-11)

 

- Καλώς ήρτεν ο Χάροντας να φά να πιει μιτά μας...

- Δεν ήρτα ‘γιω ο Χάροντας, να φα' να πιω μιτά σας,

παρά’ ρτα ' γιω ο Χάροντας τον κάλλιον σας να πάρω...

...Μια λυερή, μια όμορφη ‘πήεν εις το περβόλιν

τζι' εσύναεν τραντάφυλλα τζ'αι τα 'καμνεν σ’ ιερβόλιν.

Ο Χάρος την απάντησε στο δρόμο τζ'αι της λέει:

- Ώρα καλή σου Λυερή τζ'αι κόρη παντρεμένη.

- Καλώς τον τζ'αι τον Χάρονταν στον μαύρον καβαλλάρην...

 

(Ο.π.π., σ. 107, στ. 1-5)

 

Μπροστά στις όμορφες λυγερές ο Χάρος φαίνεται να γοητεύεται κάποτε και θέλει να τους δώσει την ευκαιρία να ζήσουν ακόμη λίγο και να χαρούν τη ζωή. Ζητά να του κεντήσουν ένα μαντήλι και τους παραχωρεί όσο χρόνο του ζητήσουν:

 

...Εγιώ είμαι ο Χάροντας τζι' ήρτα για να σε πάρω

τζ' ει που τους παίρνω τους πολλούς, τζ'αι για να σε καλάρω

είπα σου για το πλούμισμαν για να σε κόψω πίσω.

.....

- Τζ'αι Χάροντα μου να χαρείς δω' μου σαράντα μέρες,

για να προφτάσω το πλουμί που θέλεις να κεντήσω

την αλλαήν μου που 'ραψα νύφφη να την φορήσω,

τζ'αι πκιον 'πο τζ'ει τζ'αι τζ'ει στον Άδην να την λύσω.

Ο Χάροντας εδέχτηκεν, επήεν τζι' άφηκέν την.

τζ'αι στες σαράντα στράφηκεν τζ'αι παλ' εγύρεψέν την...

 

(Ο.π.π, σ. 106, στ. 21-23, 28-33)

 

Ο Χάρος προσωποποιεί τις σκοτεινές και καταστρεπτικές δυνάμεις που αντιμάχονται διαρκώς ό,τι είναι ζωή, πλησμονή χαράς, δύναμη ακμαιότητος και σφρίγους, ομορφιά. Στη λαϊκή αντίληψη για τη ζωή και τον κόσμο υπόκειται η πεποίθηση ότι ο κόσμος και η ζωή μας κυβερνώνται από αρχέγονες και αντίμαχες δυνάμεις, καμιά από τις οποίες δεν μπορεί να ξεπεράσει τα καθορισμένα μέτρα. Όποιος ξεφύγει από αυτά τα μέτρα θα καταλήξει στον χώρο των αντιθέτων δυνάμεων.

 

Ο Διγενής εκφράζει στο έπακρο τη νεότητα, την παλληκαριά, την ίδια την ακατάλυτη δύναμη της ζωής. Αυτά του τα γνωρίσματα είναι εκείνα που προκαλούν τον φθόνο και τη ζήλια του Χάρου. Έστω και αν με θεία συγκατάβαση παρουσιάστηκε πάνω στη γη αυτός ο υπερφυσικός ήρωας, παρά τα χαρίσματα και τη δύναμή του δεν μπορεί να ξεφύγει από τον νόμο που κυβερνά τον κόσμο και τη ζωή. Μόνος αθάνατος, απόλυτος κύριος του κόσμου και της ζωής είναι ο Θεός. Ακόμη και το πιο διαλεκτό του πλάσμα πρέπει να κατέβει στον Άδη.

 

Ο Χάρος πλησιάζει τον Διγενή σε μέρα ξεφαντώματος, σε μέρα χαράς. Είναι τραπεζοκαθισμένος με τους φίλους, τα παλληκάρια ή τους άρχοντες. Είναι μέρα πανηγυριού... Ο χάρος πλησιάζει τη χαρούμενη συντροφιά. Τον αναγνωρίζουν, τον καλωσορίζουν και τον προσκαλούν στο τραπέζι. Αυτός δηλώνει ευθύς ότι δεν έρχεται για γλέντια αλλά για να πάρει τον κάλλιον της παρέας (τον καλύτερο):

 

...Ο    Χάρος   μαυροφόρησε, μαύρα κααλλιτζ'εύκει

χρουσόν σπαθίν εζώστηκεν και πα' στο παναΰριν...

Φτερνιστηρκάν του μαύρου του παν' εις βουνόν εβκαίννει,

δικλά, ‘πο τζ'ει, δικλά ‘πό δα, θωρεί έναν περβόλιν

τζι' εκεί σαν άρκοντες πολλοί τραπεζοκαθισμένοι.

Κι απολοούνται άρκοντες, στέκουσιν και λαλούν του:

- Καλώς ήρτεν ο Χάροντας να φα' να πιει μιτά μας,

να φάει άγριν του λαού να φα' οφτόν περτ'ίτζ' ιν,

να φα' αρκοκεράμιον που τρων' αντρεικωμένοι

να πιει γλυκόποτον κρασίν που πίννουν φουμισμένοι,

οπού το πίννουν άρρωστοι και βρέθουνται γιαμμένοι.

Και απολοάται Χάροντας, στέκεται και λαλεί τους:

- Εν ήρτα ' γω ο Χάροντας να φα' να πιω μιτά σας

παρά 'ρτα γιω ο Χάροντας τον κάλλιον σας να πάρω...

 

(Αθ. Σακελλαρίου, Ο.π.π., σ. 26, στ, 1-2 και 9-20)

 

Στις περισσότερες περιπτώσεις η απλή εμφάνιση του Χάρου γίνεται αιτία θανάτου, γιατί το άγγιγμά του, το πλησίασμά του και μόνο, οδηγεί τον άνθρωπο στον Κάτω Κόσμο. Με μερικούς λεβέντες που παρουσιάζεται ο Χάρος να παλεύει η νίκη του είναι εύκολη. Με τον Διγενή όμως η πάλη του κράτησε τρεις μέρες στα «μαρμαρένια αλώνια». Κόντεψε να χάσει την πάλη και μόνο η επέμβαση του Θεού ή ο δόλος του επέτρεψαν να καταβάλει τον μεγάλο ακρίτα.

 

Στα τραγούδια του Διγενή και του Χάρου συνήθως λέγεται ότι ο Διγενής ψυχομαχεί. Ο λαϊκός τραγουδιστής ωσάν ν' αποφεύγει να μιλήσει για θάνατο του Διγενή. Στη λαϊκή αντίληψη ο Διγενής εκπροσωπεί τις δημιουργικές δυνάμεις της ζωής. Είναι μια μορφή ήρωα εκπολιτιστή που καθαρίζει τη φύση από τις δυνάμεις του κακού, λιόντες, φίδια, δράκοντες κλπ. Δεν μπορεί, λοιπόν, να αφανιστεί γιατί τότε ο κόσμος θα αφηνόταν στις δυνάμεις του κακού και του εξολοθρεμού. Τούτο θα ήταν αντίθετο προς την εμπειρία του κοινού ανθρώπου αλλά και προς την θεμελιώδη πίστη του ότι ο Θεός, έκφραση της αγάπης και της δικαιοσύνης, κυβερνά και κρατεί σε ισορροπία τον κόσμο.

 

Ν.Σ. ΣΠΑΝΟΣ