Παναγία Αϊρκώτισσα, Λάπηθος

Image

Μονόκλιτο αγροτικό παρεκκλήσι στην αγροτική παραλιακή πεδινή λωρίδα, τον λεγόμενο κάμπο, στα βόρεια της Λαπήθου, στην επαρχία Κερύνειας. Η αρχιτεκτονική και η διακόσμησή του έχουν αρκετά γοτθίζοντα στοιχεία, ιδίως στον εγκάρσιο καμαρωτό νάρθηκα και στον ανοιχτό εξωνάρθηκα, όπου βλέπουμε λιοντάρια, ρόδακες κ.ά. ανάγλυφα ή ημιανάγλυφα κοσμήματα. Από επιγραφές πληροφορούμαστε ότι το παρεκκλήσι ανακαινίσθηκε κατά το 1896, επομένως προϋπήρχε. Ανάμεσα στα σκεύη του περιλαμβάνονται (ως τον Αύγουστο του 1974, οπότε έγινε η τουρκική εισβολή) αρκετά μικροτεχνήματα της τοπικής λαϊκής τέχνης. Το τέμπλο του είναι αξιοσημείωτο για τις ωραίες ξυλόγλυπτες παραστάσεις της νεότερης εποχής, του 18ου-19ου και των αρχών του 20ου αιώνα. Ελειτουργείτο (ως τον Αύγουστο του 1973) κάθε 6η Αυγούστου, γιορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, και κάθε 8η Σεπτεμβρίου, γιορτή του Γενεθλίου της Παναγίας από τους Λαπηθιώτες, που οργάνωναν πανηγύρι στον περίβολο και στους γύρω αγρούς. Επίσης ο περιφραγμένος χώρος γύρω στο παρεκκλήσι χρησίμευε ως νεκροταφείο του Αγίου Θεοδώρου Λαπήθου, της πλησιέστερης σ' αυτό ενορίας της Λαπήθου.

 

Κατά τα τελευταία 15-20 χρόνια προ της εισβολής του 1974, λόγω πυκνώσεως του πληθυσμού και επεκτάσεως προς τη θάλασσα των κοντινών ενοριών Αγίου Λουκά, Προδρόμου και Αγίου Θεοδώρου, οι λειτουργίες στην Αϊρκώτισσα έγιναν συχνότερες προς εξυπηρέτηση των νέων κατοίκων που βρίσκονταν πλησιέστερα προς αυτήν, παρά προς τις συνοικίες τους.

 

Με το όνομα της Αϊρκώτισσας - Αγριδιώτισσας είναι γνωστή και ολόκληρη η γύρω πεδινή τουριστική, από ένα περίπου αιώνα, περιοχή, όπου λειτουργούσαν αρχικά δυο ως τρεις και αργότερα περισσότερες καλύφες τα καλοκαίρια για τους «ξένους», δηλαδή τους αστούς, κυρίως τους «χωραΐτες» ολιγόμηνους ή ολιγοήμερους, αρχικά μόνο κυριακάτικους, παραθεριστές. Κατά τις τέσσερις περίπου δεκαετίες προ του 1974, οι καλύφες, τα θερινά κέντρα αναψυχής που ύψωναν σε λίγες ώρες οι Λαπηθιώτες στα παραλιακά χωράφια τους, πλάι στα κύματα, αυξήθηκαν και μετατράπηκαν σε μικρά ή μεγάλα οικήματα, ξενοδοχεία, διαμερίσματα, κατοικίες και πολυκατοικίες, που έδιναν στην κατάφυτη περιοχή της Αϊρκώτισσας όψη μεγάλου διεθνούς πια τουριστικού κέντρου ολοχρονίς.

 

Η ανακαινισμένη στα 1896 μικρή εκκλησία αναφέρεται και στον κώδικα Β' της μητρόπολης Κερύνειας, σσ. 34-35, όπου καταγράφεται στα 1773 η περιουσία της γειτονικής μονής Αχειροποιήτου (11/2 -2 μίλια στα ανατολικά της Αϊρκώτισσας) στην οποία ανήκε η Αϊρκώτισσα: «τῆς ἁγιργιοτίσσης μέ δύο βρύσαις περβόλιν φυτευμένον καί μέ ἐληαίς 6, σκάλ(ες) τρεῖς και χωράφιν περβολόφυτον ἒνδον τούτου σκάλ(ες) 24 καί τριτερόν εἰς αὐτόν σκάλ(ες) 26», σύμφωνα προς αντιγραφή του Ν.Γ. Κυριαζή (Τά Μοναστήρια ἐν Κύπρῳ, Λάρνακα, 1950, σ. 113 αρ. 97= του ίδιου, Ἐπωνυμίαι τῆς Παναγίας, Λάρνακα, 1950, σσ. 7-8 αρ. 16). Ο ληνός που βρέθηκε κοντά στην Αϊρκώτισσα μαρτυρεί την ύπαρξη αμπελιών στην περιοχή της, πιθανώς ιδιοκτήτων της εκκλησίας, και διαψεύδει την κρατούσα αντίληψη ότι η βόρεια οροσειρά της Κύπρου δεν είχε αμπελοφυτείες για πολλούς αιώνες στα νεότερα και στα μεσαιωνικά χρόνια.

 

 

Η προ του 1896 μορφή της Αγριδιώτισσας, τα ερείπια ναού για τα οποία αναφέρεται ο Κυριαζής, αγνοώντας το παρεκκλήσι του 1896, πρέπει να ανάγεται στα μεσαιωνικά και ειδικά στα βυζαντινά χρόνια μετά το 353/4, δηλαδή μετά την ανάκτηση της Κύπρου από τους Βυζαντινούς, οπότε η σε μεγάλο βαθμό εγκαταλειμμένη για τρεις αιώνες πεδιάδα της Λαπήθου ξανακατοικήθηκε, αφού εξέλιπαν οι κίνδυνοι των συγκρούσεων λόγω των αραβικών επιδρομών που ώθησαν πολλούς κατοίκους των βορείων ακτών προς τις ορεινές κλιτύες του Πενταδάκτυλου. Τότε (964) οι Λαπηθιώτες, που από το 649 ή 653 κ.ε. ζούσαν στις «πάνω ενορίες», προς το Κεφαλόβρυσο και τον Κατσούρη, κατέβηκαν και ξανακαλλιέργησαν τον κάμπο, μαζί και την περιοχή Αγριδιώτισσας, όπου θα βρίσκονταν, όπως μαρτυρεί το επώνυμο, αγρίδια. Κατά βυζαντινό Δίκαιο του 10ου αιώνα, τα χωρία ήσαν ελεύθερα χωριά με κατοίκους που είχαν δική τους γη, σπίτια σε συστάδες, αλλά διέθεταν και κατοικίες πλάι στις κυρίως περιουσίες τους, τα λεγόμενα εξώθυρα ή εξωχώρια, σε χωράφια γειτονικά, τα αγρίδια. Ακριβώς από τέτοια αγρίδια αποτελείτο η περιοχή της Αϊρκώτισσας μετά το 964 σε σχέση προς την ορεινή Λάπηθο.

 

Η αρχαιολογική επιθεώρηση έδειξε πόσο πυκνοκατοικημένη ήταν στη Ρωμαϊκή εποχή η πεδινή Λάπηθος, που αραίωσε στους αιώνες μετά το 649 ή 653 (πρβλ. Α.Ι. Δικηγορόπουλο στα Γεωγραφικά Χρονικά. Η', 13, Ιαν.- Ιούν. 1978, σσ. 3-14, ιδίως σσ. 5-8). Γύρω υπάρχουν και άλλων εκκλησιών ερείπια, όπως του Αγίου Μάμαντος, της Σωτείρας Παναγίας, ή μάλλον ορθότερο του Σωτήρος, στα ανατολικά, εξ' ου και η γιορτή του Σωτήρος στις 6 Αυγούστου, που ετελείτο στην Αϊρκώτισσα, προφανώς και αυτοί ναοί αγριδιών (βλ. Κ.Π. Κύρρη στην θρησκ. και Ηθικ. Εγκυκλ., Α', 1962, στήλ. 116-117, και C.P. Kyrris στη Rivista di Studi Byzantini e Neoellinici, N.S. 4 (XIV), 1967, σσ. 107-149 σποράδην, ιδίως σσ. 136-149).

 

Η γοτθίζουσα τεχνοτροπία της Αϊρκώτισσας του 1896 ήταν η συνήθης στη λαϊκή εκκλησιαστική αρχιτεκτονική της Κύπρου κατά τη μεταφραγκική εποχή, κατάλοιπο της Φραγκοκρατίας μετά την εξαφάνισή της στα 1571.

 

Στην Αϊρκώτισσα κατά τον Ιούλιο-Αύγουστο του 1974 έγιναν σκληρές μάχες Ελλήνων και Τούρκων κατά την εισβολή. Ο παραλιακός δρόμος είχε δώσει λάμψη και ζωή στην περιοχή, όπου δέσποζε το ξενοδοχείο Celebrity του Τούρκου γιατρού Χακκή, απογόνου παλιάς μεγάλης οικογένειας της Λαπήθου, που μαζί με άλλες φραγκογενείς εξισλαμισμένες οικογένειες της κωμόπολης εξακολουθούσαν να κατέχουν μεγάλο τμήμα της πεδιάδας γύρω από την Αϊρκώτισσα, όπως και προ του 1571. Από το 1960 κ.ε. οι Τούρκοι της Λαπήθου εποφθαλμιούσαν και μάταια επεδίωκαν να αγοράσουν τις σημαντικές ελληνικές ιδιοκτησίες γύρω από την Αϊρκώτισσα, ώσπου βλεβαια ήλθε η εισβολή του 1974.