Χανούτιν

Image

Η αρμενικής προελεύσεως αυτή λέξη είχε χρησιμοποιηθεί εκτεταμένα στην Κύπρο για πολλούς αιώνες. Στα αρμένικα η λέξη είναι խանութ (χανούττ/khanout) και σημαίνει επίσης κατάστημα και σήμαινε κατάστημα ή και εργαστήριο. Αργότερα, τόσο για το κατάστημα όσο και για το εργαστήριο, έγινε χρήση της λέξης μαχαζίν, που χρησιμοποιείται και σήμερα. Σε αρκετές περιπτώσεις η λέξη χανούτιν είχε χρησιμοποιηθεί ειδικά για το εργαστήρι του σιδερά, το σιδεράδικο, γνωστό επίσης και ως κωμοδρομιόν (το), όπως και κωμοδρόμος ελέγετο ο σιδεράς.

 

Η λέξη χανούτιν (μαγαζί) εχρησιμοποιείτο στην Κύπρο από τα Μεσαιωνικά χρόνια. Στο Χρονικόν (παρ. 275) του μεσαιωνικού χρονογράφου Λεοντίου Μαχαιρά απαντάται η φράση:

 

...Καί ἐπήγασιν εἰς τό χανούτιν τοῦ Γιαφούνη...

 

Ο Γεώργιος Βουστρώνιος πάλι (Διήγησις, «Φιλόκυπρος», 1989, παρ. 191) αναφέρει ένα επεισόδιο στη Λευκωσία μεταξύ του Πέτρου ντ' Άβιλα ὁ ποῖος εἶχεν ἕναν χανοῦτιν και κάποιου Γκαρσία που το είχε νοικιάσει κι έσφαζε εκεί ζώα - αν και ήταν ράφτης. Καί πογέριν τό χανοῦτιν δέν εἶχε νά σφάξ, δηλαδή το μαγαζί δεν είχε άδεια για να λειτουργεί ως σφαγείο, με αποτέλεσμα να γίνονται επεισόδια όταν λειτουργούσε ως τέτοιο, παράνομα.

 

Σε ένα σημείωμα πάλι του 1577 (Μαρκιανή Βιβλιοθήκη Βενετίας, βλέπε Διήγηση  Βουστρωνίου, έκδοση «Φιλόκυπρος», 1989, σ. 160) άγνωστου συγγραφέα, αναφέρεται μεγάλη πλημμύρα στη Λεμεσό στις 28 Ιανουαρίου 1577, που ἐπῆρεν τά σπιτία τοῦ Γαθυμπέρτου καί τοῦ Σύρου καί τοῦ Ταούτη καί τό παζάρι καί τά χανουτία τούς Τούρκους καί τά μαγαζένια, καί τό καστέλλι ἔχωσε τό ἣμισο...

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια