Το χάνιν (τουρκ. han), δηλαδή το πανδοχείο, είδος ξενοδοχείου των παλαιότερων εποχών, ήταν από τα σημαντικότερα κτίσματα δημοσίας χρήσεως, μαζί με το λουτρόν. Ο άνθρωπος που το διηύθυνε, ο πανδοχέας, λεγόταν χανιτζής (τουρκ. hanci).
Αρχαιότητα
Εγκαταστάσεις ξενίας υφίσταντο από την Αρχαιότητα στην Ελλάδα, γενικότερα στην αχανή Ρωμαϊκή αυτοκρατορία κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους, στην Περσία κ.α. Εφόσον οι άνθρωποι που ταξίδευαν είχαν ανάγκη καταφυγίων για τις διανυκτερεύσεις τους, τη διατροφή και τον σταβλισμό των ζώων τους, λειτουργούσαν χώροι όπου προσέφεραν, έναντι αμοιβής, αυτές τις διευκολύνσεις. Οι ελληνικοί όροι πανδοχείο και ξενοδοχείο εκφράζουν πλήρως την έννοια των εγκαταστάσεων αυτών, που δέχονται κάθε ξένο. Στην αρχαία Ελλάδα λέγονταν ξενώνες, ενώ στα Ρωμαϊκά χρόνια λειτουργούσαν τα hospitium, beversorium και cauponula. Κατά τους Χριστιανικούς χρόνους λειτούργησαν ξενώνες και στα μοναστήρια, που συνήθως προσέφεραν δωρεάν φιλοξενία.
Οι χώροι διαμονής επισκεπτών, ταξιδιωτών, καραβανιών, υφίσταντο στις πόλεις και σε μεγάλα χωριά, αλλά και σε δρόμους, στα ενδιάμεσα των πόλεων. Στα ενδιάμεσα πανδοχεία κατέλυαν συνήθως μόνο για μια νύχτα οι ταξιδιώτες που διακινούνταν από μια πόλη σε άλλη, ενώ σ' εκείνα των πόλεων διέμεναν οι ξένοι που έφθαναν σ' αυτές, καθώς και τα ζώα τους.
Θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι ξενώνες λειτουργούσαν στην Κύπρο κατά την Αρχαιότητα, όταν μάλιστα λάβουμε υπόψιν ότι οι αρχαίες κυπριακές πόλεις, και ιδίως οι παραθαλάσσιες, ήταν κοσμοπολίτικες και δέχονταν διάφορα εμπορικά καράβια όπως και πολλούς προσκυνητές (ιδίως στους ναούς της Αφροδίτης στην Πάφο και του Απόλλωνος στο Κούριον), εμπόρους, ναυτικούς και διάφορους άλλους επαγγελματίες.
Φραγκοκρατία
Πανδοχεία υφίσταντο και στη μεσαιωνική Κύπρο, ιδίως στις μεγάλες πόλεις. Ο μεσαιωνικός χρονογράφος Γεώργιος Βουστρώνιος (Διήγησις..., έκδ. «Φιλόκυπρος», 1989, παρ. 134) κάνει μια ενδιαφέρουσα αναφορά ως εξής:
...Καί τῇ κα' ὀχτωβρίου [του 1473] ἐποῖκεν ὁ βισκούντης ὁ Μοράπιτος διαλαλημόν, ὅτι οὗλαις ῂ πολιτικαῖς νά πᾶν εἰς τό Καμηλαργίον καί εἰς τό Ἀμαξαργίον, καί νά μέν εὐρεθῇ καμμία εἰς γειτονίαν, καί ὁποία νά εὑρεθῇ νά τήν 'ξορίζῃ ἔξω τῆς χώρας...
Φαίνεται ότι τότε ο Μοραμπίτ ο βισκούντης (=αστυνόμος) της Λευκωσίας είχε προσπαθήσει να θέσει υπό έλεγχο την πορνεία, γι' αυτό και διέταξε όπως όλες οι πόρνες (πολιτικαῖς) «δουλεύουν» στο καμηλαριό και στο αμαξαριό, όποια δε θα συλλαμβανόταν σε άλλες γειτονιές, θα εξοριζόταν από την πόλη. Το καμηλαριό και το αμαξαριό ήταν, ασφαλώς, πανδοχεία της Λευκωσίας στα οποία αντιστοίχως κατέλυαν καραβάνια με καμήλες και καραβάνια αμαξιών. Δεν είναι γνωστό σε ποια περιοχή της Λευκωσίας υφίσταντο, πάντως θα πρέπει να ήταν λαϊκά και φθηνά καταλύματα μια και η διαταγή του αστυνόμου όριζε τη συγκέντρωση στην περιοχή τους των γυναικών που ασκούσαν το αρχαιότερο επάγγελμα, προφανώς για να μη προκαλούν οχληρία στις άλλες περιοχές της πρωτεύουσας. Λόγω της ύπαρξης αυτών των καταλυμάτων, είναι πιθανό οι ονομασίες Καμηλαριό και Αμαξαριό να είχαν δοθεί σε ολόκληρες γειτονιές της Λευκωσίας.
Οθωμανοκρατία
Ο όρος χάνιν εμφανίζεται στην Κύπρο κατά την περίοδο της Οθωμανοκρατίας. Κατά την περίοδο αυτή είχαν κτιστεί και τα χάνια που σώζονται μέχρι σήμερα τόσο στη Λευκωσία όσο και σε άλλα μέρη της Κύπρου. Τα οικοδομήματα αυτά, ή καλύτερα αρκετά απ' αυτά, είναι σήμερα μνημεία μιας ολόκληρης εποχής. Μερικά χάνια, που ήταν πολυτελέστερα και δέχονταν καραβάνια, ήταν γνωστά με την ονομασία καραβάν σεράι. Η λέξη σεράι έχει περσική προέλευση και σημαίνει ανάκτορο, μέγαρο. Εξάλλου το καμηλαριό που, όπως είδαμε, αναφέρεται από τον Βουστρώνιο κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, ήταν άλλος τύπος χανιού στο οποίο κατέλυαν τα καραβάνια από καμήλες. Λόγω του ύψους των ζώων αυτών, τα καμηλαριά είχαν υψηλότερα υποστατικά από τα άλλα, κι αυτή ήταν η βασική αρχιτεκτονική τους διαφορά.
Τα περισσότερα από τα χάνια που σώζονται σήμερα, και βέβαια και τα πιο σημαντικά, βρίσκονται στην παλαιά πόλη της Λευκωσίας. Το πιο σπουδαίο απ' αυτά είναι το Μπουγιούκ Χαν (Büyük Han), στην καρδιά της εντός των τειχών Λευκωσίας, κοντά στον καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας και προς τα δυτικά του. Αυτό το Μεγάλο Χάνι είχε κτιστεί αμέσως μετά την τουρκική κατάκτηση του 1570. Σαν χρόνος κατασκευής του αναφέρεται το 1572 και δημιουργός του ήταν ο Μουζαφέρ πασάς, μπεηλέρμπεης της Κύπρου. Το χάνι είχε κτιστεί προς εξυπηρέτηση των εμπόρων, των ταξιδιωτών και των προσκυνητών. Ο αββάς Τζιοβάννι Μαρίτι (μέσα του 18ου αιώνα) λέγει ότι ο Μουζαφέρ πασάς είχε επιβάλει ειδική φορολογία (δυο παράδες σε κάθε Κύπριο) για την οικοδόμηση του χανιού, πράγμα που θεωρήθηκε άδικο, προκάλεσε δε επεισόδια που κατέληξαν στην εκτέλεσή του. Το χάνι αυτό, προσθέτει ο Μαρίτι, ήταν γνωστό στις μέρες του κι ως χάνι των Αλλαγιωτών, διότι εχρησιμοποιείτο κυρίως από εμπόρους από την Αλλαγία της Καραμανιάς (Μικρά Ασία).
Το Μπουγιούκ Χαν κτίστηκε, κατά τον R. Gunnis (1936) στον χώρο όπου βρισκόταν μεγάλο μεσαιωνικό κτίριο το οποίο κι αντικατέστησε. Προφανώς το μεσαιωνικό οικοδόμημα είχε πάθει μεγάλες καταστροφές κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Λευκωσίας από τους Οθωμανούς το 1570. Ο G. Jeffery (1918) δίνει και την πληροφορία ότι το χάνι αυτό είχε χρησιμοποιηθεί για κάποιο διάστημα ως κεντρική φυλακή της Κύπρου, πριν μετατραπεί και πάλι σε χάνι.
Το Μπουγιούκ Χαν είναι μεγάλο τετραγωνικό οικοδόμημα με ισόγειο και όροφο, κτισμένο γύρω από μια τετράγωνη ανοικτή αυλή. Στο κέντρο της εσωτερικής αυτής αυλής (όπως και στα μεγάλα χάνια της Ανατολής) υπάρχει μικρό οκταγωνικό τζαμί με τρούλλο. Στις αρχές του 19ου αιώνα προστέθηκε στη βάση του τζαμιού δεξαμενή με βρύσες ολόγυρα. Η κύρια είσοδος στο χάνι βρίσκεται στην ανατολική του πλευρά. Ήταν μεγάλη μαρμάρινη πύλη κτισμένη με τεμάχια από άλλα παλαιά οικοδομήματα. Η εξωτερική εμφάνιση του χανιού δίνει την εντύπωση κάστρου, εφόσον είναι πετρόκτιστο και με μικρά μόνο παράθυρα που βρίσκονται αρκετά ψηλά (προφανώς για προστασία από κλέφτες). Η ανοικτή εσωτερική αυλή περιβάλλεται απ' όλες τις πλευρές από τοξωτές στοές που στεγάζονται με σταυροθόλια. Στην αυλή ανοίγουν όλα τα δωμάτια τόσο του ισογείου όσο και του ορόφου. Το οικοδόμημα υπέστη διαφοροποιήσεις κατά καιρούς, ιδίως για δημιουργία χώρων που λειτούργησαν (και λειτουργούν και σήμερα) ως καταστήματα. Σήμερα το χάνι αποτελείται από 68 δωμάτια και 10 καταστήματα. Ο όροφος επικοινωνεί με την αυλή με δυο ακάλυπτες σκάλες.
Τον 19ο αιώνα ως δωμάτια για διαμονή των ξένων χρησιμοποιούνταν μόνο εκείνα του ορόφου, που διέθεταν και ράφια αλλ' όχι στρωσίδια (αυτά τα κουβαλούσε μαζί του ο πελάτης). Τα δωμάτια του ισογείου χρησιμοποιούνταν ως αποθήκες αλλά και καταστήματα, γιατί το χάνι λειτουργούσε κι ως αγορά και τόπος συναλλαγών (κάτι παρόμοιο με τα μεσαιωνικά Fondacchi της Ιταλίας). Η χρησιμοποίηση του χανιού κι ως εμπορικού κέντρου (εφόσον μάλιστα οι περισσότεροι από τους πελάτες του ήταν έμποροι και πωλητές διαφόρων ειδών που έφθαναν από την ύπαιθρο με τα προϊόντα τους) δεν ήταν ασυνήθιστη στην Ανατολή. Τα ζώα των πελατών διέμεναν στην αυλή, όπου υπήρχαν παχνιά.
Πολλά από τα δωμάτια του χανιού αυτού διέθεταν και τσιμινιές (τζάκια). Στη βόρεια πλευρά του οικοδομήματος σώζονται τέσσερις ασυνήθιστες καπνοδόχοι, που είναι πετρόκτιστες, οκταγωνικές, ύψους 1,50 μ. περίπου πάνω από τη στέγη, με ωραία κωνικά καλύμματα. Πιθανότατα οι καπνοδόχοι ανήκαν στο αρχικό μεσαιωνικό οικοδόμημα, αφού είναι ασυνήθιστες στα ανατολικού τύπου χάνια.
Το Μπουγιούκ Χαν, που ευρίσκεται στην τουρκική συνοικία της Λευκωσίας, είναι ένα από τα αξιόλογα παλαιά οικοδομήματα που σώζονται στην πόλη. Οι δημοτικές αρχές των Τουρκοκυπρίων στη Λευκωσία προχώρησαν σε εργασίες συντήρησης κι αναπαλαίωσης του κτιρίου.
Κατά τον 19ο αιώνα είναι γνωστό ότι λειτουργούσαν στη Λευκωσία τουλάχιστον 5 χάνια. Ένα άλλο σημαντικό χάνι που σώζεται στην τουρκική συνοικία της πρωτεύουσας είναι το λεγόμενο Κουμαρτζιλλάρ Χάν (Kumarcilar Han), το Χάνι των Κουμαρτζήδων (=Χαρτοπαικτών). Είναι μικρότερο από το Μπουγιούκ Χαν αλλά περίπου παρόμοιο στην αρχιτεκτονική του μορφή. Μια βασική διαφορά είναι ότι στο Κουμαρτζιλλάρ Χαν ο εξώστης στον όροφο είναι στεγασμένος με ξύλινη στέγη που υποβαστάζεται από χοντρές στρογγυλές πέτρινες κολόνες, ενώ στο Μπουγιούκ Χαν η στοά του ισογείου επαναλαμβάνεται και στον όροφο. Σήμερα το Κουμαρτζιλλάρ Χαν στεγάζει τη λεγόμενη «Αρχαιολογική Υπηρεσία» των Τούρκων. Η είσοδός του αποτελείται από ενδιαφέρουσα αψίδα του 17ου αιώνα.
Άλλο χάνι που σώζεται στην παλαιά Λευκωσία, όμως σε κατάσταση ερήμωσης, είναι το Χάνι του Συμεού. Βρίσκεται και αυτό βέβαια στην παλαιά εντός των τειχών πόλη, στην περιοχή του Ταχτακαλά, δίπλα στη λεγόμενη «πράσινη γραμμή» που διχοτομεί την πόλη. Τα σωζόμενα σήμερα τμήματά του είναι σχήματος Γ (ανατολική και βόρεια πτέρυγα) και αποτελούνται από ισόγειο και όροφο, με βεράντα που στεγάζεται με ξύλινη στέγη την οποία συγκρατούν ξύλινα υποστηλώματα. Το όλο οικοδόμημα είναι πλινθόκτιστο.
Το Χάνι του Ππάντζιαρου
Γνωστό χάνι της πρωτεύουσας ήταν και το λεγόμενο Χάνι του Ππάντζιαρου, που η ονομασία του απετέλεσε και παροιμιακή φράση που χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα: Εν το χάνιν του Ππάντζιαρου, ή ακόμη: Εγινήκαμεν τέλεια χάνιν του Ππάντζιαρου. Λέγεται για σπιτικό ή χώρο όπου ο καθένας εισέρχεται ανενόχλητα. Κατά τον ίδιο τρόπο, σε άλλα μέρη της Κύπρου τέτοιες παροιμιακές φράσεις αναφέρονται σε άλλα χάνια που δεν σώζονται σήμερα, όπως: Εν το χάνιν του Πελλόσαββα, ή ακόμη: Εν το χάνιν του Πάρρακκα, καθώς επίσης: Εν του Χατζησώζα που την Καλαβασόν (=Χατζή Σώζου από την Καλαβασό, στον δρόμο Λεμεσού-Λευκωσίας). Ο Παύλος Ξιούτας (Παροιμίες τοῦ Κυπριακοῦ Λαοῦ, Α', 1984, σ. 412) υποστηρίζει ότι φράσεις για χάνια όπως του Ππάντζιαρου, του Πελλόσαββα και του Πάρρακκα λέγονταν για ακατάστατα, ακάθαρτα κι ανυπόληπτα σπιτικά (πρβλ. και Ν. Κυριαζής, Κυπριακαί Παροιμίαι, 1940).
Σε παλαιότερες πηγές αναφέρεται και μεγάλο χάνι στη Λεμεσό, το ίδιο σημαντικό με τα χάνια της Λευκωσίας. Όμως το οικοδόμημα αυτό δεν σώζεται. Βεβαίως χάνια, μικρά και μεγάλα, θα πρέπει να υπήρχαν κι άλλα, τόσο στη Λεμεσό όσο και στη Λευκωσία και στις άλλες πόλεις της Κύπρου.
Χάνια στη Ύπαιθρο
Όπως έχει προαναφερθεί, εκτός από τα χάνια στις πόλεις, υπήρχαν και χάνια στην ύπαιθρο. Αυτά βρίσκονταν στα ενδιάμεσα των πόλεων και χρησιμοποιούνταν από τους ταξιδιώτες και τα καραβάνια για διανυκτερεύσεις, γιατί τα ταξίδια με ζώα ή άμαξες από τη μια πόλη στην άλλη δεν γίνονταν βέβαια με την ταχύτητα των ημερών μας, γι' αυτό κι απαιτούνταν διανυκτερεύσεις καθ' οδόν. Τέτοια χάνια πρόσφεραν τροφή, δωμάτια για ύπνο και περιποίηση για τα ζώα. Τα ταξίδια (ιδίως των εμπόρων) με καραβάνια ήταν συνηθισμένα, γιατί προσέφεραν ασφάλεια έναντι των ληστών, οι οποίοι ευκολότερα επετίθεντο ενάντια σε μοναχικούς ταξιδιώτες. Έτσι, ενδιάμεσα χάνια λειτουργούσαν σε αρκετές περιοχές της Κύπρου.
Ένα τέτοιο χάνι (των αρχών του 19ου αιώνα ή του τέλους του 18ου), που έχει κηρυχθεί διατηρητέο, είναι το Χάνι της Παραμύθας. Βρίσκεται κοντά στο χωριό Παραμύθα της επαρχίας Λεμεσού, στον δρόμο που οδηγούσε από τη Λεμεσό προς τα χωριά του Τροόδους. Το μικρό αυτό χάνι είναι πλινθόκτιστο, σε σχήμα Π. Η καμαρωτή είσοδός του, στην κορυφή του Π, βρίσκεται προς τα βορειοανατολικά. Αποτελείται από ισόγειο και όροφο. Στον όροφο οδηγούν δυο ξύλινες σκάλες. Τα λίγα δωμάτια για τους πελάτες ήταν εκείνα του ορόφου. Στο ισόγειο βρίσκονταν αποθήκες και άλλες εγκαταστάσεις. Από την Παραμύθα μέχρι το χωριό Γεράσα υπάρχουν άλλα δύο χάνια τα οποία έχουν εγκαταλειφθεί.
Πολύ γνωστό επίσης είναι και το χάνι των Καλιάνων που βρίσκεται στο ομώνυμο χωριό του διαμερίσματος Σολέας.
Τα χάνια λειτουργούσαν στην Κύπρο μέχρι και τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα. Αλλ' ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα είχαν αρχίσει να λειτουργούν στη Λευκωσία και σε άλλες πόλεις τα πρώτα μικρά ξενοδοχεία που σύντομα αντικατέστησαν τα χάνια. Εξάλλου η δημιουργία οδικού δικτύου κατά τα χρόνια της Αγγλοκρατίας κι η εισαγωγή της μηχανής (Βλέπε λήμματα: σιδηρόδρομος και αυτοκίνητο) εξουδετέρωσαν και τα καραβάνια και το ταξίδι με άμαξες και ζώα, και βέβαια και τα χάνια της υπαίθρου.
Ένα ιδιαίτερα αξιόλογο χάνι είναι αυτό του χωριού Κλήρου που αποτελεί ένα ιδιαίτερα αξιόλογο δείγμα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής και για το λόγο αυτό κηρύχθηκε από το Τμήμα Αρχαιοτήτων σε Αρχαίο Μνημείο Β΄ Πίνακα το 1989, με σκοπό την προστασία, συντήρηση και ανάδειξή του. Το μνημείο αποκαταστάσθηκε από το Κοινοτικό Συμβούλιο του χωριού και εγκαινιάστηκε στις 15 Οκτωβρίου 2021. Λειτουργεί σήμερα ως Πολιτιστικό Κέντρο και χώρος εκδηλώσεων.
Πηγή:
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια