Βυζαντινός αξιωματούχος του 10ου αιώνα, πατρίκιος και στρατηγός, που επί ημερών του Βυζαντινού αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά απάλλαξε την Κύπρο από την απειλή των Αράβων και την επανένταξε στη Βυζαντινή αυτοκρατορία το 965 ή το 963/4.
Ο Νικηφόρος Β' Φωκάς (αυτοκράτορας από το 963 μέχρι το 969) είχε ιδιαίτερα διακριθεί για τους πολέμους του κατά των Αράβων που είχαν εξαπλωθεί σε πολλά μέρη της αυτοκρατορίας. Προσωπική του επιτυχία ήταν, πριν γίνει αυτοκράτορας, η νίκη κατά των Αράβων στην Κρήτη και η εκδίωξή τους από εκεί το 960-61. Ως αυτοκράτορας, εστράφη αρχικά κατά των Αράβων στη Σικελία, όπου έστειλε στόλο και στρατό υπό τους πατρικίους Νικήτα και Μανουήλ οι οποίοι, παρά τις αρχικές επιτυχίες, τελικά συνετρίβησαν. Ωστόσο ο αυτοκράτορας έστρεψε την προσοχή του κυρίως κατά των Αράβων στην Ανατολή. Το καλοκαίρι του 963 ο στρατηγός του Ιωάννης Τσιμισκής συνέτριψε τους Άραβες στη Νότια Μικρά Ασία (Άδανα), προξενώντας σ' αυτούς μεγάλες απώλειες. Την άνοιξη του 964 ο Νικηφόρος Φωκάς σημείωσε νέες επιτυχίες κατά των «Αγαρηνών» στη Μικρά Ασία. Την άνοιξη του 965 κυρίευσε την Ταρσό, ενώ ταυτόχρονα έστειλε τον στρατηγό του Νικήτα Χαλκούτζη στην Κύπρο, απ' όπου κι εξεδιώχθησαν οι Άραβες. Το 966 ο αυτοκράτορας απέτυχε να κυριεύσει την Αντιόχεια αλλά κατέλαβε την Έδεσσα και σημείωσε επιτυχίες στον Λίβανο. Οι επιτυχίες κατά των Αράβων συνεχίστηκαν και το 968, οπότε ο αυτοκράτορας κατέλαβε την Καισάρεια, την Επιφάνεια, την Εμέση (Χομς), τη Λαοδίκεια (Λατάκια) κ.α. πόλεις, περιλαμβανομένης τελικά και της Αντιόχειας που όμως κατελήφθη τον Οκτώβριο του 969. Ο Νικηφόρος στράφηκε και κατά της Δύσης, με πολεμικές επιχειρήσεις στην Ιταλία, ενώ με διπλωματικότητα εξουδετέρωσε την απειλή των Βουλγάρων.
Ιδιαίτερα σ' ό,τι αφορά τα γεγονότα που σχετίζονται με την Κύπρο, το νησί είχε βρεθεί για τρεις αιώνες (7ος-10ος) στο έλεος των Αράβων που είχαν, από τα μέσα του 7ου μ.Χ. αιώνα, προξενήσει τρομερές καταστροφές με τις επιδρομές τους. Ωστόσο η Κύπρος δεν κατακτήθηκε από τους Άραβες, όπως λανθασμένα αναφέρεται από μερικούς. Αν και μαρτυρείται εγκατάσταση Αράβων στην Κύπρο, εντούτοις στο νησί είχε εφαρμοσθεί ένα καθεστώς «ουδετερότητας» με την αμοιβαία ανοχή Βυζαντινών και Αράβων (βλέπε λήμμα Βυζάντιο και Κύπρος). Αλλά ήταν φανερό ότι με την εξάπλωση των Αράβων εις βάρος της αυτοκρατορίας των Βυζαντινών, η Κύπρος είχε ουσιαστικά εγκαταλειφθεί από το Βυζάντιο για κάποιο διάστημα. Έστω κι αν η Κύπρος δεν ήταν κατεχόμενη από τους Άραβες χώρα, ωστόσο βρισκόταν υπό την άμεση επιρροή τους αν και κατά καιρούς χρησιμοποιήθηκε ως βάση των Βυζαντινών για επιθέσεις κατά των Αράβων (όπως οι επιχειρήσεις του Ιμέριου* το 909-912). Τέτοια χρησιμοποίηση της Κύπρου, όμως, προκαλούσε τις αντεπιθέσεις των Αράβων στο νησί, με αποτέλεσμα τεράστιες καταστροφές ενώ ο λαός κατασφαζόταν ή σερνόταν αιχμάλωτος στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής.
Η κατάσταση αυτή τερματίστηκε το 965 ή αμέσως πιο πριν, με την αποστολή στην Κύπρο του πατρικίου Νικήτα Χαλκούτζη. Δυστυχώς δεν υπάρχουν λεπτομέρειες για τις δραστηριότητες του αξιωματούχου αυτού στην Κύπρο, αν και η αποστολή του στο νησί μνημονεύεται στις πηγές (Κεδρηνός, Ζωναράς).
Δεν είναι καν γνωστό εάν έγιναν συγκρούσεις στην Κύπρο. Αλλά πάντως η Κύπρος απηλλάγη από την (μόνιμη ως τότε) απειλή των Αράβων κυρίως λόγω των επιτυχιών των Βυζαντινών στις γύρω από το νησί χώρες (Μικρά Ασία, Συρία, Λίβανος), οπότε εξέλιπε κι ο κίνδυνος επιδρομών από τις περιοχές αυτές.
Από το 965, πάντως, η Κύπρος επανεντάχθηκε στη Βυζαντινή αυτοκρατορία και είναι πολύ πιθανό ο στρατηγός Νικήτας Χαλκούτζης να είχε εργαστεί για λίγο στην ανασυγκρότηση κι αναδιοργάνωση του νησιού. Υπολογίζεται ότι από αυτή περίπου την εποχή έγινε πρωτεύουσα του νησιού η Λευκωσία. Θεωρείται επίσης πολύ πιθανό ότι αυτή την εποχή εγκαταστάθηκαν και φρουρές από Αρμενίους στην Κύπρο, ενώ ιδρύθηκαν και φρούρια (στον Πενταδάκτυλο και αλλού). Αλλά κι ο μοναχισμός είχε αναπτυχθεί αυτή την περίοδο στην αυτοκρατορία και θα πρέπει να είχαν ιδρυθεί και στην Κύπρο κάποια μοναστήρια.