Αίνιγμα είναι η παράσταση κάποιου πράγματος ή ενέργειας με εικονική κυρίως περιγραφή, που προβάλλεται σαν ερώτηση, χάριν πνευματικού παιγνιδιού, για να μαντέψει αυτός που ερωτάται την έννοια που υποκρύβεται. Τα αινίγματα προϋποθέτουν κάποια νοητική και πνευματική ανάπτυξη των ατόμων που τα δημιούργησαν και που ανήκουν στις τάξεις του λαού. Αινίγματα υπήρχαν τόσο στην αρχαία Ελλάδα όσο και στο Βυζάντιο, σήμερα δε, αν και επιζούν, έχουν υποστεί τα τελευταία χρόνια μια μεγάλη υποχώρηση κι έχουν περιέλθει κυρίως στα παιδιά.
Κατά την αρχαιότητα η λύση του αινίγματος προϋπέθετε αρκετές γνώσεις και κάποια σοφία, γι' αυτό διαγωνίζονταν και βασιλιάδες και σοφοί. Είναι γνωστός ο μύθος της θηβαϊκής Σφίγγας και το αίνιγμά της που έλυσε τελικά ο Οιδίποδας. Λέγεται ακόμα πως ο Μέγας Αλέξανδρος έθεσε αινίγματα σε Ινδούς σοφούς. Άλλος μύθος αναφέρει ότι ο Όμηρος πέθανε γιατί δε μπόρεσε να λύσει το αίνιγμα των ψαράδων της Ίου: ὃσσ' ἓλομεν λιπόσμεθα, «ὃσ' οὐχ ἓλομεν φερόσμεθα». Σε μερικούς λαούς τα αινίγματα σχετίζονται με λατρείες, ενώ άλλα έχουν στενή σχέση με διάφορους μύθους.
Τα αινίγματα είναι γνωστά στους νεοέλληνες με διάφορες ονομασίες σε διάφορες περιοχές, όπως νοιώσματα, βρετά, παρόγκουλα, παραμαντέματα, λυτά, χώσματα κλπ. Στην Κύπρο λέγονται μαντέματα ή νοιώματα.
Τα κυπριακά αινίγματα, όπως και τα ελλαδικά, είναι πατροπαράδοτα. Μερικά ήσαν γνωστά από την αρχαιότητα, ενώ άλλα είναι λείψανα της βυζαντινής λογιότητας. Δεν λείπουν, ωστόσο, και τα αυτοσχέδια νεότερων χρόνων, που ακολουθούν όμως την τεχνοτροπία των παλαιοτέρων. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το κοινότατο αίνιγμα:
Μακρύς μακρύς καλόηρος τζαι κόκκαλα δέν έσιει. (Ο καπνός).
Με βάση το πιο πάνω, δημιουργήθηκαν αρκετά άλλα, όπως:
Μακρύς μακρύς καλόηρος τζ΄αί πίττα η τζ΄εφαλή του. (Το φουρνόφκιον).
Μακρύς μακρύς καλόηρος τζ΄αί κρέμμουνται τα γένεια του. (Το κρεμμύδι)
Μακρύς μακρύς καλόηρος τζ΄αί κρέμμουνται τα ράσα του. (Το καλάμι.)
Στην Κύπρο, όπως και στον υπόλοιπο ελληνικό χώρο, υπάρχουν και τα αινιγματικά παραμύθια, τα οποία πυρήνα έχουν τη λύση ενός αινίγματος. Κοντά σ' αυτά υπάρχουν και οι λεγόμενες συνθηματικές γλώσσες. Η συνθηματική γλώσσα σχηματίζεται με την αλλοίωση λέξεων ή την παρενθετική προσθήκη διαφόρων συλλαβών, κι απαντάται σ' όλους σχεδόν τους λαούς.
Σαν παράδειγμα συνθηματικής γλώσσας δίνουμε την προσθήκη στην αρχή κάθε συλλαβής, της λέξης κούκου, που υφίστατο παλαιότερα σε μερικά χωριά της Πάφου. Έτσι, λέγανε:
Κουκουμεί - κουκουνέ = μείνε.
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας οι λεγόμενοι Λινοβάμβακοι (κρυπτοχριστιανοί), χρησιμοποιούσαν μεταξύ τους κάποιες συνθηματικές λέξεις. Δημιούργημα τους είναι και ορισμένα τραγούδια στα οποία παρεμβάλλονται ξένες συλλαβές, όπως το γνωστότατο:
Τζ' επή- βιριβί- αν τζ' ει -βιριβί - παν
τη-βιριβί - ς πελλής
πώς ε-βερεβέ -ν νά πά-βαραβά-ω πε-
βερεβέ-ρα
τζ' εμά-βαραβά- εψε- βερεβέ- ν την θά-
βαραβά λασσαν
μαζί - βιριβί-ν τζ' αι το -βοροβο -ν αέ-
βερεβέ-ραν...
Σχετικά προς τα αινίγματα σαν πνευματικά παιγνίδια, είναι και τα λεγόμενα αριθμητικά προβλήματα, όπως το ακόλουθο κυπριακό, που συναντάται και σ' άλλα μέρη του ελλαδικού χώρου:
-Γεια σου βοσσ’ ιέ πρωτοβοσσ’ ιέ των εκατόν προβάτων.
-Αν είχα όσα έχω τζ' αι τα μισά των όσων έχω
τζ'αί πέντε τζ'αί πενήντα, θα είχα εκατόν.
Μια άλλη κατηγορία είναι τα λογοπαίγνια, που πολλά στηρίζονται στη διπλή σημασία μιας λέξης ή στην παράλειψη μιας συλλαβής ή και ολόκληρης λέξης, ή είναι παρωδίες του αλφαβηταρίου, του «πάτερ ημών» κ.τ.τ., ή στηρίζονται στον χωρισμό εκφερομένων μαζί λέξεων, όπως:
-Μα ‘γιώ καλά σε γνώρισα, σανίδα
το κεφάλι σου,
όπου το σανίδα = σαν είδα.
Στα πνευματικά παιγνίδια περιλαμβάνονται και οι καθαρογλωσσιές ή γλωσσοδέτες, που προϋποθέτουν μεγάλη ευστροφία της γλώσσας, όπως η πιο κάτω κυπριακή παραλλαγή του γνωστού:
Εκκλησία μολυβδωτή, σιερομολυβδοκαντ΄ελλοπελετζ΄ιτή,
ποιος σ' εσιερομολυβδοκαντζ΄ελλοπελέτζ΄ισεν;
-Ο γιος του θκειού σου του σιερομολυβδοκαντζ'ελλοπελετζιτή μ' εσιερομολυβδοκαντζ΄ελλοπελέτζ΄ισεν ...κλπ.
Τέλος υπάρχουν και καθαρογλωσσιές που ακούγονται σαν βωμολοχίες. Είναι τα ασεμνοφανή αινίγματα που ακούγονται σαν άσεμνα αλλά έχουν λύση μη άσεμνη. Αυτά λέγονταν, όπως έχει υποστηριχθεί, σε παλαιότερες εποχές που πιστευόταν ότι βοηθούσαν στη γονιμότητα.