Σε ελάχιστη απόσταση από την αλυκή Λάρνακας και τα δυτικά σύνορα του μουσουλμανικού τεμένους Χαλά Σουλτάν τεκκέ στην περιοχή Δρομολαξιά-Βυζακιά (Χαλά Σουλτάν Τεκκέ) βρίσκονται τα ερείπια μεγάλης αρχαίας κυπριακής πόλης της Υστερης εποχής του Χαλκού (1625-1050 π.Χ.).
Οι πρώτες ανασκαφικές έρευνες στον σημαντικό αυτό αρχαιολογικό χώρο έγιναν το 1898-99 από δυο Βρετανικές Αρχαιολογικές Αποστολές και είχαν σαν αποτέλεσμα την ανακάλυψη μερικών οικιστικών καταλοίπων και μεγάλου αριθμού κινητών ευρημάτων, που προέρχονται από 62 συνολικά τάφους του νεκροταφείου της πόλης. Τα ταφικά αυτά ευρήματα, από τα οποία τα περισσότερα βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο και μερικά στο Κυπριακό Μουσείο, περιλαμβάνουν εκλεκτά δείγματα πήλινων αγγείων, χρυσών, αργυρών και χάλκινων κοσμημάτων, ελεφάντινων και φαγεντιανών μικροτεχνημάτων και διάφορα άλλα κτερίσματα.
Οι συστηματικές ανασκαφές στον ίδιο αρχαιολογικό χώρο άρχισαν το 1971 από τη Σουηδική Αρχαιολογική Αποστολή του Πανεπιστημίου του Göteborg υπό τη διεύθυνση του καθηγητή P. Astrom. Με τις ανασκαφικές αυτές έρευνες της Σουηδικής Αποστολής, που συνεχίστηκαν για αρκετά χρόνια, αποκαλύφθηκαν τ' αρχιτεκτονικά κατάλοιπα μεγάλου οικιστικού τμήματος της πόλης, ερευνήθηκαν εξονυχιστικά μερικοί τάφοι και εξακριβώθηκε κατά προσέγγιση ολόκληρη η έκταση του οικιστικού χώρου της πόλης, που υπολογίζεται σε 276.000 τ.μ.
Από τα γενικά ανασκαφικά δεδομένα των Σουηδών αρχαιολόγων συμπεραίνεται ότι η μεγάλη αυτή πόλη, που συνορεύει με την αλυκή Λάρνακας και το μουσουλμανικό τέμενος Χαλά Σουλτάν τεκκέ, ανακαινίστηκε και επεκτάθηκε στα τέλη του 13ου αιώνα π.Χ. και καταστράφηκε και εγκαταλείφθηκε οριστικά μεταξύ του 1075 και του 1050 π.Χ. Στη διάρκεια της περιόδου αυτής, που συμπίπτει με τον ελληνικό αποικισμό και εξελληνισμό της Κύπρου, η πόλη γνώρισε τη μεγαλύτερη εμπορική, οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξή της, που φαίνεται να μη υστερούσε από τη γειτονική πόλη του Κιτίου, που συνυπήρχε μ' αυτή και συνέχισε την ύπαρξή της μέχρι τα τέλη των Κυπρο-Κλασσικών χρόνων.
Τα κύρια χαρακτηριστικά αρχιτεκτονικά γνωρίσματα των κατοικιών της πόλης, που αποκαλύφθηκαν, είναι το επιμελημένο οικοδομικό σύστημα με αργούς και πελεκητούς λίθους, οι ακριβείς αναλογίες στη διαρρύθμιση του εσωτερικού χώρου, η διάταξη των δωματίων γύρω από μια εσωτερική αυλή και ο εφοδιασμός τους με λουτρά και αποχωρητήρια. Η ανακάλυψη μεγάλου ευθυγραμμισμένου δρόμου, που κατευθύνεται από βορρά προς νότο σ' ολόκληρο το μήκος του ανασκαφικού χώρου, φανερώνει την ύπαρξη ανεπτυγμένου πολεοδομικού συστήματος με συμμετρικά οικιστικά σύνολα χωρισμένα με παρόμοιους δρόμους σε κανονικά τετραγωνικά συμπλέγματα, όπως ακριβώς και στην κυπρο-μυκηναϊκή πόλη της Έγκωμης Αμμοχώστου.
Θησαυρός
Ανάμεσα στα πολυάριθμα και πολυποίκιλα κινητά ευρήματα του ανασκαφικού χώρου ξεχωριστή θέση κατέχει ένας εξαιρετικός θησαυρός γυναικείων κοσμημάτων, που αποκαλύφθηκε το 1978 σ' ένα μικρό δοκιμαστικό σκάμμα, πλάτους 2 μ. Ο θησαυρός αυτός, που χρονολογείται στις αρχές του 12ου αιώνα π.Χ., αποτελείται από 24 πολύτιμα αντικείμενα, που περιλαμβάνουν χρυσά σκουλαρίκια και δακτυλίδια, περίαπτα από πικρόλιθο, κορνεάλη, αχάτη και άλλους πολύτιμους λίθους, ψήφους περιδεραίων από ατόφιο χρυσάφι και φαγεντιανή, μια χάλκινη περόνη και διάφορα άλλα μικροτεχνικά διακοσμητικά έργα. Τα περισσότερα από τα αντικείμενα αυτά είναι εισαγμένα από την Παλαιστίνη κι ένας σκαραβαίος, με το εγχάρακτο γυναικείο όνομα Nebuwy, φαίνεται να ανήκε σε Αιγυπτία με αυτό το όνομα. Έτσι ο θησαυρός, κατά τον ανασκαφέα, πολύ πιθανό να μην ανήκε σε Κυπρία αλλά σε ξένη γυναίκα από την Αίγυπτο ή την Παλαιστίνη.
Εκτός από τα αριστουργηματικά κοσμήματα του θησαυρού αυτού, αρκετά άλλα πλούσια μικροτεχνικά έργα χρυσοχοΐας, μεταλλοτεχνίας και ελεφαντουργίας, με αιγυπτιακές, χετταϊκές και συροπαλαιστινιακές επιδράσεις, βρέθηκαν μέσα στον τάφο με αριθμό 23. Πολλά άλλα αντικείμενα σημαντικής αρχαιολογικής αξίας, που περιλαμβάνουν μυκηναϊκά, μινωικά, μινυακά αγγεία και μεγάλη ποικιλία μικροτεχνημάτων εισαγμένων από την Κρήτη, το Αιγαίο, τη Συρία, την Παλαιστίνη, την Κιλικία και την Αίγυπτο προέρχονται από διάφορα σημεία του ανασκαφικού χώρου και επιβεβαιώνουν το υψηλό κοινωνικοοικονομικό και πολιτιστικό επίπεδο της πόλης από τα τέλη του 13ου μέχρι τα μέσα του 11ου αιώνα π.Χ.
To 2010, oι ανασκαφές έφεραν στο φως έκταση 10μ.Χ10μ. ενός μεγάλου συγκροτήματος, διαστάσεων περίπου 30μΧ30μ, πολύ βαθιά στο έδαφος. Συνολικά αποκαλύφθηκαν εννέα δωμάτια τα οποία είχαν δύο οικοδομικές φάσεις: η μία χρονολογείται στον 13ο-12ο αι. π.Χ και η άλλη μερικές εκατοντάδες χρόνια νωρίτερα. Τα ευρήματα από το μερικώς ανεσκαμμένο κτιριακό συγκρότημα περιλαμβάνουν κεραμική ντόπια και εισηγμένη, χάλκινα οστέινα και λίθινα αντικείμενα. Όσον αφορά στην εισηγμένη κεραμική, υπερισχύουν τα αγγεία που προέρχονται από το Αιγαίο και κυρίως την ηπειρωτική Ελλάδα, παρόλο που υπάρχουν επίσης και εισηγμένα αγγεία από την Ανατολική Μεσόγειο και την Αίγυπτο. Ανάμεσα στα αντικείμενα από την Ανατολική Μεσόγειο είναι και τα αποκαλούμενα Χαναανικά αγγεία (Canaanite jars) τα οποία είναι αρκετά μεγάλα, χωρητικότητας ακόμη και 100 λίτρων, και κάποτε περιείχαν λάδι και κρασί. Βρέθηκαν επίσης εισηγμένα αντικείμενα από την Ανατολία. Η μεγάλη ποικιλία των ευρημάτων δίνει στοιχεία για τη χρήση των χώρων αυτών, και συγκεκριμένα για την κατασκευή αγγείων, την επεξεργασία μετάλλων, την παραγωγή φαγητού, αποθήκευση και διοίκηση.
Βλέπε λήμμα: Εποχή του Χαλκού
Τα πλούσια ευρήματα από τις ανασκαφές του 2010 φανερώνουν, για ακόμη μια φορά, τον κεντρικό ρόλο που είχε η Κύπρος κατά την Ύστερη Εποχή του χαλκού.
Ανασκαφές 2023
Ανασκαφές στην περιοχή Δρομολαξιά-Βυζακιά (Χαλά Σουλτάν Τεκκέ) πραγματοποιήθηκαν τον Μάιο και Ιούνιο 2023 από διεθνή ομάδα ερευνητών, υπό τη διεύθυνση του Καθηγητή Peter M. Fischer (Πανεπιστήμιο Gothenburg Σουηδίας), υποβοηθούμενο από τον Δρ. Rainer Feldbacher.
Η θέση στη Δρομολαξιά-Βυζακιά υπήρξε μια πόλη-λιμάνι της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, έκτασης τουλάχιστον 25 εκταρίων. Ο οικισμός, ο οποίος άνθισε από το 1630 μέχρι το 1150 π.Χ. περίπου, απλώνεται κατά μήκος των ακτών της Αλυκής της Λάρνακας, κοντά στο τέμενος Χαλά Σουλτάν Τεκκέ και το αεροδρόμιο Λάρνακας.
Οι ανασκαφικές εργασίες το 2023 αποκάλυψαν ένα περίπλοκο σύστημα αποστράγγισης νερού, το οποίο συνέδεε τις κατοικίες της πόλης με έναν κεντρικό αγωγό. Συγκεκριμένα, αποκαλύφθηκαν περίπλοκοι μηχανισμοί συντήρησης του δικτύου, καθώς και οι μετέπειτα επεμβάσεις για τη διασφάλιση της λειτουργίας του.
Ο εξεζητημένος χαρακτήρας του συστήματος συντήρησης του αποχετευτικού δικτύου του οικισμού είναι σημαντική προσθήκη στη γνώση μας για την οργάνωση των αστικών κέντρων της Ύστερης Κυπριακής Χαλκοκρατίας. Ωστόσο, η περαιτέρω ανασκαφική έρευνα θα προσθέσει περισσότερες πληροφορίες, σύμφωνα με το Τμήμα Αρχαιοτήτων.
Παράλληλα με τις ανασκαφές αλλά και μετά την ολοκλήρωσή τους, εργάστηκαν και άλλα μέλη της Σουηδικής ομάδας, υπό την καθοδήγηση της Δρος Teresa Bürge. Η ομάδα μελέτησε τα ευρήματα προηγούμενων ανασκαφικών περιόδων τα οποία φυλάσσονται στις αποθήκες του Αρχαιολογικού Μουσείου Επαρχίας Λάρνακας. Στις έρευνες συμμετείχαν και η βιοαρχαιολόγος Yuko Miyauchi, διδακτορική φοιτήτρια της Καθηγήτριας Kirsi Lorentz και ο Καθηγητής Sorin Hermon με την ομάδα του από το Ινστιτούτο Κύπρου. Οι ομάδες από το Ινστιτούτο Κύπρου υποστήριξαν τόσο την ανασκαφική έρευνα, όσο και την αποτύπωση των σκελετικών καταλοίπων, την δισδιάστατη και τρισδιάστατη καταγραφή των ευρημάτων και την ανάλυση του υλικού.
Νεκροταφείο
Με βάση τα αποτελέσματα των προηγούμενων γεωφυσικών ερευνών, οι ανασκαφές επικεντρώθηκαν στην Περιοχή Α, το νεκροταφείο του οικισμού. Συγκεκριμένα, ανακαλύφθηκαν τρεις θαλαμοειδείς τάφοι που χρονολογούνται προκαταρκτικά στον 14ο αι. π.Χ. Ο ένας τάφος είχε συληθεί τον 19ο αιώνα και παρόλο που οι τυμβωρύχοι είχαν σε μεγάλο βαθμό καταστρέψει τα ταφικά κτερίσματα και τα σκελετικά κατάλοιπα που περιείχε, εν τούτοις διατηρήθηκαν κάποια αντικείμενα και συλλέχθηκαν τα εναπομείναντα σκελετικά κατάλοιπα. Τα κτερίσματα περιλαμβάνουν κοσμήματα και εισηγμένη κεραμική (κυρίως σε θραύσματα) από τον Αιγιακό χώρο αλλά και από την Αίγυπτο και τη Βαβυλώνα.
Δυο τάφοι στην ίδια περιοχή βρέθηκαν ασύλητοι, παρόλο που η οροφή του θαλάμου τους είχε καταρρεύσει κατά την αρχαιότητα. Οι τάφοι περιείχαν μεγάλο αριθμό ιδιαίτερα εντυπωσιακών κτερισμάτων μεταξύ των οποίων και τοπικής παραγωγής κεραμική και κοσμήματα, αλλά και αντικειμένα εισηγμένα από την περιοχή του Αιγαίου, την Ανατολία, την Αίγυπτο, την ανατολική Μεσόγειο αλλά και από πολιτισμούς ανατολικότερα και βορειότερα. Για παράδειγμα, βρέθηκαν αντικείμενα από ήλεκτρο (κεχριμπάρι), πιθανόν από τη Βαλτική Θάλασσα, από lapis lazuli από το Αφγανιστάν και από βαθύ ερυθρό καρνελίνη, από την Ινδία. Ανάμεσα στα κτερίσματα υπάρχουν περίτεχνα κοσμήματα από ακριβά μέταλλα, όπως για παράδειγμα, διαδήματα, εγχειρίδια (μαχαίρια), αιχμές δοράτων και ένα κάτοπτρο (καθρέφτης) από κράμα χαλκού. Αντικείμενα από ελεφαντοστό και φαγεντιανή εισήχθησαν από την Αίγυπτο κατά την περίφημη 18η Δυναστεία, την περίοδο των φαραώ Τουθμώση Γ’, Ακενατόν και της συζύγου του Νεφερτίτη,
Η μελέτη του σκελετικού υλικού βρίσκεται υπό εξέλιξη ενώ με την ολοκλήρωσή της αναμένεται να προκύψουν στοιχεία που αφορούν τον αριθμό ατόμων που θάφτηκαν στους τάφους, την ηλικία και το φύλο τους, πιθανές παθολογίες και τραύματα κ.ά. Έχουν καταγραφεί νεογνά, παιδιά, νέοι και ενήλικες, όλοι θαμμένοι με μεγάλο αριθμό κτερισμάτων.
Ο πλούτος της πόλης στη θέση Δρομολαξιά-Βυζακιά (Χαλά Σουλτάν Τεκκέ) φαίνεται να πηγάζει από την παραγωγή και το εμπόριο του χαλκού ο οποίος κατέληγε σε κοντινές αλλά και σε πιο μακρινές περιοχές. Τα πλούσια ταφικά κτερίσματα υποδηλώνουν ότι τα άτομα που θάφτηκαν στους τάφους προέρχονταν από τα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας που θα είχαν ενεργό ρόλο στην εξαγωγή χαλκού και στο υπερπόντιο εμπόριο γενικότερα.
Πηγές: