Χαίηνες Σμιθ Ουίλλιαμ Φρέντερικ William Frederic Haynes Smith

Image

Βρετανός ύπατος αρμοστής της Κύπρου από τις 23 Απριλίου  του 1898 μέχρι τις 17 Οκτωβρίου του 1904 οπότε αντικαταστάθηκε από τον σερ Τσαρλς Α. Κιγκ Χάρμαν. Ο σερ Ουίλλιαμ Φρέντερικ Χαίηνες Σμιθ είχε διαδεχθεί τον σερ Ουώλτερ Σένταλ και ήταν ο πέμπτος κατά σειρά ύπατος αρμοστής που κυβέρνησε την Κύπρο από την έναρξη της Αγγλικής Κατοχής το 1878. Ο Χαίηνες Σμιθ ήταν, πριν διοριστεί ύπατος αρμοστής στην Κύπρο, κυβερνήτης των νησιών Μπαρμπέιτος των Δυτικών Ινδιών.   Όταν διορίστηκε στην Κύπρο ήταν ηλικίας 60 περίπου χρόνων. Έφτασε στο νησί στις 23 Απριλίου1898, περίπου 5 μήνες μετά την αναχώρηση του Σένταλ. Κατά το διάστημα αυτό καθήκοντα αρμοστή εκτελούσε ο αρχιγραμματέας Άρθουρ Γιαγκ.

 

Βλέπε και Αφιέρωμα:

 Υπατοι Αρμοστές και Κυβερνήτες επί Αγγλοκρατίας 

 

Κατά την περίοδο της υπάτης αρμοστείας του, ο σερ Ουίλλιαμ Φρέντερικ Χαίηνες Σμιθ αντιμετώπισε σοβαρά ζητήματα, με κυριότερο βέβαια το πολιτικό θέμα της Κύπρου, που στο γενικότερο πλαίσιό του μπορεί να ενταχθεί και το γνωστό Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα που άρχισε επί των ημερών του. Παρά το ότι (επιφανειακά τουλάχιστον) ο ύπατος αρμοστής είχε τηρήσει γενικά μετριοπαθή στάση, ωστόσο δεν κατόρθωσε να γίνει δημοφιλής στο νησί. Αντίθετα μάλιστα, είχε επανειλημμένα κατηγορηθεί για επεμβάσεις (του ιδίου ή οργάνων της κυβέρνησής του) σε διάφορα θέματα, όπως εκκλησιαστικά, εκπαιδευτικά, εκλογικά, κ.α. Ιδίως στις βουλευτικές εκλογές του Οκτωβρίου του 1901 η κυβέρνησή του είχε κατηγορηθεί σφοδρά για παρεμβάσεις, ύστερα από την απροκάλυπτη ανάμειξη του Άρθουρ Γιαγκ, που, έτσι κι αλλιώς, μετείχε στο Νομοθετικό Συμβούλιο ως διορισμένο μέλος.

 

Ο ύπατος αρμοστής ήταν σαφώς τοποθετημένος ενάντια σε κάθε ιδέα για 'Ενωση της Κύπρου με την Ελλάδα, γιατί την προοπτική αυτή τη θεωρούσε ως άκρως αντίθετη προς τα αντικειμενικά βρετανικά συμφέροντα. Τη θέση αυτή υποστήριξε θερμά και αργότερα, ενώ ήταν πλέον συνταξιούχος, και ιδίως τον Μάρτιο του 1919 όταν το ζήτημα της ενώσεως βρισκόταν για μια ακόμη φορά σε έξαρση. Εντούτοις, επί της υπάτης αρμοστείας του έμελλε να τεθεί σαφώς και να εγκριθεί από το Νομοθετικό Συμβούλιο της Κύπρου η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα!

 

Το ζήτημα της ενώσεως είχε τεθεί για πρώτη φορά επίσημα στο Νομοθετικό Συμβούλιο στις 18 Ιουνίου 1902 από τον βουλευτή Γεώργιο Μ. Σιακαλλή. Τον Απρίλιο του 1903, όταν άρχισε η νέα σύνοδος του Νομοθετικού Συμβουλίου, είχε ετοιμαστεί ομαδικά η αντιφώνηση των μελών του στην εναρκτήρια ομιλία του ύπατου αρμοστή. Η αντιφώνηση αυτή είχε ετοιμαστεί από επιτροπή την οποία αποτελούσαν οι βουλευτές Άρθουρ Γιαγκ, Θεοφάνης Θεοδότου, Ιωάννης Κυριακίδης, Φίλιος Ζαννέτος και ο Τουρκοκύπριος Χαφούζ εφέντης. Αφού θίγονταν αρκετά σοβαρά ζητήματα, το τέλος του εγγράφου εξέφραζε την απογοήτευση του λαού της Κύπρου «για τη μη πραγματοποίηση των ελπίδων και των προαιώνιων εθνικών πόθων του». Η αναφορά αυτή αποτελούσε επιτυχία των Ελλήνων Κυπρίων βουλευτών, αφού το έγγραφο είχε γίνει κατορθωτό να προσυπογραφεί κι από τον Άγγλο κι από τον Τούρκο μέλη της επιτροπής (προφανώς χωρίς ν' αντιληφθούν καλά το περιεχόμενο) πράγμα που προκάλεσε ενθουσιασμό στον λαό, αλλά επικρίσεις κι αντιδράσεις από την κυβερνητική πλευρά. Ακολούθησε έντονη συζήτηση στο Νομοθετικό, που οδήγησε σε σύγκρουση του ύπατου αρμοστή με τα ελληνικά μέλη του σώματος. Τελικά ο βουλευτής Χριστόδουλος Σώζος (αργότερα ηρωική μορφή των Βαλκανικών πολέμων) υπέβαλε τροποποιητική εισήγηση, ώστε η αναφορά στους «εθνικούς πόθους» να είναι σαφέστερη, καθορίζοντας ότι αυτοί οι πόθοι θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν με την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Στη ψηφοφορία που ακολούθησε το έγγραφο εγκρίθηκε με διαφορά μιας ψήφου (λόγω απουσίας ενός αγγλικού μέλους του Νομοθετικού). Έτσι, για πρώτη φορά, σε επίσημη απόφαση του σώματος αυτού, διατυπωνόταν σαφέστατα το αίτημα της ενώσεως, πράγμα που ενθουσίασε τον ελληνικό πληθυσμό της Κύπρου. Ας σημειωθεί ότι στο Νομοθετικό Συμβούλιο, που προεδρευόταν από τον ύπατο αρμοστή, οι Έλληνες είχαν εικονική πλειοψηφία αφού διέθεταν 9 έδρες έναντι 6 αγγλικών και 3 τουρκικών, πράγμα που έδινε ισοψηφία οπότε ο ύπατος αρμοστής εδικαιούτο να έχει τη νικώσα ψήφο.

 

Επί υπάτης αρμοστείας του Χαίηνες Σμιθ η Κύπρος συνέχιζε να καταβάλλει τον απεχθή «φόρο υποτελείας» (σχεδόν 93.000 λίρες ετησίως, ποσόν τεράστιο που αφαίμασσε πράγματι την Κύπρο). Ο φόρος, που εχρησιμοποιείτο για αποπληρωμή ενός αγγλογαλλικού δανείου που είχε πάρει η Τουρκία από το 1855, είχε δημιουργήσει τεράστιες και συνεχείς αντιδράσεις των Κυπρίων. Αργότερα η αγγλική κυβέρνηση αναγκάστηκε να επιχορηγήσει με 50.000 λίρες ετησίως τον «φόρο», ώσπου αυτός τερματίστηκε το 1927. Για ν' αντιληφθεί κανένας καλύτερα πόσο υπέρογκος ήταν αυτός ο ετήσιος φόρος των 92.799 λιρών, αξίζει θ' αναφερθεί ότι επί υπάτης αρμοστείας του Χαίηνες Σμιθ τα δημόσια έσοδα ήταν, κατά μέσον όρο (πριν από το τέλος του 19ου αιώνα), γύρω στις 250.000 λίρες.

 

Ο Χαίηνες Σμιθ κατηγορήθηκε επίσης ότι δεν επέτρεπε τη διεύρυνση των εξουσιών κι ότι ο λαός απομακρυνόταν σταδιακά από τη συμμετοχή του στη διακυβέρνηση του τόπου με την επίμονη τακτική της κυβέρνησης να ελαττώνει και εξουδετερώνει τις εξουσίες ή και αρμοδιότητες των σωμάτων του λαού, όπως και με τον συνεχή διορισμό μη Κυπρίων στην κυβερνητική υπηρεσία. Στο ζήτημα της εκπαίδευσης οι Έλληνες βουλευτές είχαν έλθει και πάλι σε οξεία αντιπαράθεση προς τον ύπατο αρμοστή λόγω επιμονής της κυβέρνησής του να διατηρεί στις θέσεις τους τους Βρετανούς επιθεωρητές της παιδείας. Οι Έλληνες βουλευτές υποστήριζαν ότι για τα ελληνικά και τα τουρκικά σχολεία οι επιθεωρητές θα έπρεπε να ήταν , αντιστοίχως, Έλληνες και Τούρκοι. Ενώ τη θέση αυτή υποστήριζαν αρχικά και οι Τούρκοι βουλευτές, τελικά αυτοί τάχθηκαν (όπως γινόταν πάντοτε) με τις αγγλικές θέσεις κι έτσι η ελληνική πρόταση δεν εγκρίθηκε από το Νομοθετικό.

 

Η στάση αυτή των Τούρκων είχε φθάσει μέχρι του σημείου να προκαλεί θυμηδία και ειρωνικά σχόλια, ιδίως όταν ταυτίστηκαν πλήρως με τους Βρετανούς στο ζήτημα των προϋπολογισμών του 1903. Όταν, σε συνεδρία του Νομοθετικού, ο βουλευτής Φίλιος Ζαννέτος εισηγήθηκε απόρριψη του νομοσχεδίου γιατί ο προϋπολογισμός περιελάμβανε και την ετήσια δόση του «φόρου υποτέλειας», οι Τούρκοι βουλευτές αντέδρασαν. Ένας μάλιστα απ' αυτούς, ο Ντερβίς, έφθασε μέχρι του σημείου να εισηγηθεί ότι η κατάργηση του φόρου αυτού θα έπρεπε να επιδιωχθεί με προσευχές! Ωστόσο το ζήτημα της έγκρισης των προϋπολογισμών ούτε των Ελλήνων βουλευτών ήταν ομόφωνες οι αποφάσεις, αφού μερικοί απ' αυτούς θεωρούσαν ότι η μη έγκριση των ετήσιων προϋπολογισμών θα έθετε σε κίνδυνο και την ύπαρξη αυτού τούτου του Νομοθετικού Συμβουλίου, το οποίο έβλεπαν ως την κύρια έπαλξη απ' όπου μπορούσε ν' ακούγεται η φωνή του λαού.

 

Ωστόσο σε μια άλλη περίπτωση, που σχετιζόταν με διασπάθιση δημοσίου χρήματος, υπήρξε ταύτιση των Ελλήνων και των Τούρκων βουλευτών με αποτέλεσμα να εγκριθεί από το Νομοθετικό Συμβούλιο ένα ψήφισμα μομφής κατά της κυβέρνησης του Χαίηνες Σμιθ. Το συγκεκριμένο ζήτημα αφορούσε την κατασκευή λιμενικών έργων στην Αμμόχωστο και την αποκάλυψη ατασθαλιών.

 

Ο ύπατος αρμοστής Χαίηνες Σμιθ είχε ταχθεί ενάντια στη συμμετοχή των Κυπρίων εκκλησιαστικών ηγετών στα πολιτικά πράγματα του τόπου, χωρίς όμως να κατορθώσει να επιβάλει την άποψή του αυτή. Όπως είναι γνωστό, οι Κύπριοι Ορθόδοξοι ιεράρχες ήταν ταυτόχρονα και οι πολιτικοί ηγέτες των Ελλήνων Κυπρίων (και εκλεγόμενοι απ' αυτούς) από την περίοδο της Οθωμανικής Περιόδου, οπότε ο εκάστοτε αρχιεπίσκοπος ήταν και ο εθνάρχης. Η πραγματικότητα αυτή είχε αναγνωριστεί κι από τους Βρετανούς και μάλιστα το Σύνταγμα του 1882 προνοούσε ότι οι επίσκοποι μπορούσαν να εκλέγονται κι ως μέλη του Νομοθετικού Συμβουλίου (βουλευτές), πράγμα που συνέβαινε. Ο Χαίηνες Σμιθ εισηγήθηκε όπως οι επίσκοποι στερηθούν του δικαιώματος αυτού, η εισήγησή του όμως απερρίφθη από το Λονδίνο που προφανώς έκρινε ότι μια τέτοια απόφαση θα δημιουργούσε αναταραχή. Του ελέχθη μάλιστα ότι «οι ταραξίες ήταν λιγότερο επικίνδυνοι μέσα στο Νομοθετικό Συμβούλιο παρά έξω απ' αυτό».

 

Ο Χαίηνες Σμιθ είχε επίσης ταχθεί σθεναρά και εναντίον κάθε αναμείξεως ξένων εκκλησιαστικών ηγετών στο σοβαρό αρχιεπισκοπικό ζήτημα που είχε συγκλονίσει την Κύπρο ολόκληρη κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Απευθύνθηκε μάλιστα και σε Βρετανούς διπλωμάτες στην Κωνσταντινούπολη από τους οποίους ζήτησε να πείσουν το εκεί Οικουμενικό πατριαρχείο να μη επέμβει. Ο Φίλιος Ζαννέτος υποστηρίζει ότι η τοποθέτηση αυτή του Χαίηνες Σμιθ, αν και φάνηκε πως προστάτευε δήθεν το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Κύπρου, ωστόσο αποσκοπούσε στο να κρατεί διασπασμένο τον ελληνικό πληθυσμό της Κύπρου κι έτσι να τον κυβερνά όπως ήθελε.

 

Ωστόσο η ανάμειξη του Οικουμενικού και άλλων πατριαρχείων στο αρχιεπισκοπικό ζήτημα υπήρξε έντονη. Το περιβόητο αυτό ζήτημα άρχισε από το 1899, όταν πέθανε ο επίσκοπος Πάφου Επιφάνιος. Τον επόμενο χρόνο, και χωρίς να εκλεγεί νέος ιεράρχης στον θρόνο της Πάφου, πέθανε κι ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Σωφρόνιος. Άρχισε τότε η διαμάχη για τον αρχιεπισκοπικό θρόνο μεταξύ των δυο εναπομεινάντων ιεραρχών, του Κιτίου  Κυρίλλου (Κυριλλάτσος) και του Κυρηνείας Κυρίλλου (Κυριλλούδιν). Όμως με δυο μόνο επισκόπους, που και οι δυο διεκδικούσαν πεισματικά τον αρχιεπισκοπικό θρόνο, η πλήρωση του θρόνου ήταν αδύνατη. Η διάσπαση του λαού ήταν πλήρης, ο φανατισμός είχε φθάσει στο αποκορύφωμά του και η μεγάλη κρίση διήρκεσε μέχρι το 1909. Τελικά επήλθε συμβιβασμός και οι δυο Κύριλλοι έγιναν, ο ένας κατόπιν του άλλου, αρχιεπίσκοποι.

 

Ο ύπατος αρμοστής σερ Ουίλλιαμ Φρέντερικ Χαίηνες Σμιθ είχε προσπαθήσει να επιτελέσει σοβαρό έργο στην Κύπρο αλλά και να παραμερίσει και υποσκελίσει τον εθνικισμό των Κυπρίων, πράγμα που τον έφερε σε αντιπαράθεση προς αυτούς, Έλληνες και Τούρκους, αναχώρησε δε δυσαρεστημένος και με τους μεν και με τους δε. Η στάση του μάλιστα αυτή συνέτεινε στην έξαρση του εθνικισμού και, αντίθετα προς τις προθέσεις του, συνέτεινε στο να γίνει ευρύτερα γνωστό το εθνικό θέμα της Κύπρου με συζητήσεις στο αγγλικό Κοινοβούλιο.

 

Ο ύπατος αρμοστής έκανε πολλές περιοδείες στην Κύπρο και γνώρισε τον χώρο, τους ανθρώπους και τις αρχαιότητες. Σχετικά με τις αρχαιότητες, ο Χαίηνες Σμιθ είχε προωθήσει μεταξύ άλλων την ιδέα για ίδρυση του Κυπριακού Μουσείου από το 1901. Ωστόσο το (υφιστάμενο και σήμερα) κτίριο του Κυπριακού Μουσείου στη Λευκωσία άρχισε να κτίζεται μετά το τέλος της θητείας του και συγκεκριμένα το 1908. Ο Χαίηνες Σμιθ προσπάθησε να εκτελέσει και σημαντικά αναπτυξιακά έργα και έργα υποδομής και να εκσυγχρονίσει τις συγκοινωνίες. Μάλιστα προώθησε το έργο κατασκευής του Κυπριακού Σιδηροδρόμου (που λειτούργησε λίγο μετά το τέλος της θητείας του στην Κύπρο). Προώθησε επίσης σχέδια αγροτικής ανάπτυξης και αρδευτικά έργα.

 

Επί των ημερών του οργανώθηκαν συλλαλητήρια στην Κύπρο ενάντια στη βρετανική πολιτική για το νησί, και ιδίως κατά της όλης στάσεως του τότε υπουργού Αποικιών της Μεγάλης Βρετανίας Τζόζεφ Τσάμπερλαιν.