Βυζαντινός αυτοκράτορας από το 963 μέχρι το 969, της Μακεδονικής δυναστείας, μέλος της μεγάλης αριστοκρατικής οικογένειας των Φωκάδων του Βυζαντίου, της οποίας η καταγωγή ήταν από την Καππαδοκία. Γεννήθηκε το 912 και δολοφονήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 969 με πρωτεργάτη τον ανιψιό του, Ιωάννη Τσιμισκή, ο οποίος συνεργάστηκε με την αυτοκράτειρα Θεοφανώ και οργάνωσαν συνωμοσία για την εκθρόνιση του, η οποία και συντελέστηκε με τη δολοφονία του. Δολοφονήθηκε με απεχθή τρόπο, την ώρα που κοιμόταν (σαν στρατιωτικός κοιμόταν στο δάπεδο του δωματίου, μια συνήθεια που παρ' ολίγο να του έσωζε τη ζωή) από συνεργάτες του Ιωάννη.
Ο Νικηφόρος Β' Φωκάς είναι γνωστός ιδίως λόγω των σημαντικών πολεμικών αναμετρήσεων του με την άλλη μεγάλη δύναμη της εποχής, τους Άραβες, και σημαντικών επιτυχιών του κατ' αυτών, που, μεταξύ άλλων, είχαν ως αποτέλεσμα την οριστική απαλλαγή από εκείνους σημαντικών περιοχών της αυτοκρατορίας, περιλαμβανομένων της Κρήτης και της Κύπρου. Ο Νικηφόρος Β' Φωκάς αντιμετώπισε τους Άραβες τόσο στη Δύση (Σικελία), όσο και στην Ανατολή, όπως επίσης αντιμετώπισε και άλλους εχθρούς των Βυζαντινών, όπως ήταν οι Γερμανοί και οι Βούλγαροι, σε πολλά μέτωπα. Συνέδεσε το όνομά του με την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Άραβες, πριν ακόμη ανέλθει στον θρόνο, ως στρατηγός του προκατόχου του αυτοκράτορα Ρωμανού Β' (959-963). Αφού ύστερα από σκληρότατη εννεάμηνη πολιορκία κατέλαβε τον Χάνδακα (Ηράκλειο) στις 7 Μαρτίου 960, στη συνέχεια εκδίωξε τους Άραβες από την Κρήτη, την οποία εκείνοι κατείχαν από το 824. Στις 23 Δεκεμβρίου 962 μ.χ. συνέτριψε τους Άραβες στο Χαλέπι της Συρίας.
Μετά την άνοδό του στον θρόνο, στις 16 Αυγούστου 963, ο Νικηφόρος Β' Φωκάς επιτέθηκε κατά των Αράβων στη Σικελία, με πρόσκαιρη μόνο επιτυχία, και κατόπιν τους αντιμετώπισε στην Ανατολή. Το καλοκαίρι του 963 ο στρατηγός του Ιωάννης Τσιμισκής (αργότερα αυτοκράτορας, από το 969 μέχρι το 976) κατανίκησε τον αραβικό στρατό στην Κιλικία (νότια Μικρά Ασία), προκαλώντας του σοβαρότατες απώλειες. Τον επόμενο χρόνο (964) οι Βυζαντινοί κυρίευσαν πολλές πόλεις και φρούρια των Αράβων στη Μικρά Ασία, και οι επιτυχίες τους συνεχίστηκαν και κατά το 965, οπότε και ο στόλος των Βυζαντινών, με αρχηγό τον πατρίκιο Νικήτα Χαλκούτζη, κυριάρχησε του αραβικού στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ως αποτέλεσμα των επιτυχιών αυτών, η Κύπρος απηλλάγη, οριστικά πλέον, από τον αραβικό κίνδυνο που υπήρχε μονίμως για τρεις και πλέον αιώνες, δηλαδή από τις πρώτες κατά της Κύπρου ιδιαίτερα καταστροφικές επιδρομές των μέσων του 7ου αιώνα, και εξής. Ο Νικήτας Χαλκούτζης κατέλαβε την Κύπρο, το 964/5, εξ ονόματος του αυτοκράτορα Νικηφόρου Β'. Δεν μαρτυρούνται οποιεσδήποτε (σοβαρές τουλάχιστον) συγκρούσεις μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων στην Κύπρο, και φαίνεται ότι οι τυχόν δυνάμεις των Αράβων που στάθμευαν στο νησί τότε (αν υπήρχαν) θα πρέπει να αποσύρθηκαν ύστερα από τις επιτυχίες των Βυζαντινών στις γύρω από την Κύπρο περιοχές.
Στη συνέχεια, θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι η Κύπρος χρησιμοποιήθηκε ως ναυτική βάση και ως πηγή εφοδιασμού των Βυζαντινών, όταν αυτοί το 966 συνέχισαν την προέλασή τους στη Συρία, με επικεφαλής τον ίδιο τον αυτοκράτορα, ο οποίος ηγήθηκε και των επιχειρήσεων του 968, με μεγάλη επιτυχία (κατελήφθησαν η Αντιόχεια, η Καισάρεια, η Έδεσσα, η Επιφάνεια, η Λαοδίκεια και άλλες σημαντικές πόλεις). Αυτή η νικηφόρα προέλαση του αυτοκράτορα Φωκά στη Συρία, εξουδετέρωσε πλήρως τον αραβικό για την Κύπρο κίνδυνο, δεδομένου ότι συνήθως οι επιδρομές των Αράβων κατά της Κύπρου ξεκινούσαν από εκεί.
Δεν είναι γνωστό εάν, αυτό το διάστημα, πέρασε από την Κύπρο ο ίδιος ο αυτοκράτορας Φωκάς, τούτο όμως είναι πιθανό. Ωστόσο φαίνεται ότι ο πατρίκιος Νικήτας Χαλκούτζης παρέμεινε για κάποιο διάστημα στο νησί τότε, εργαζόμενος για την αναδιοργάνωσή του. Διότι, με τις επιτυχίες του Νικηφόρου Β' Φωκά κατά των Αράβων, τερματίστηκε αυτομάτως το καθεστώς «ουδετερότητας» που για αιώνες ίσχυε για την Κύπρο. Αυτό το καθεστώς, αποτέλεσμα παλαιότερων συμφωνιών μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων, θεωρούσε την Κύπρο ως ουδέτερο χώρο μεταξύ των δύο, οι οποίοι μάλιστα, μεταξύ άλλων, διαμοίραζαν μεταξύ τους και τις προσόδους του νησιού. Με τις επιτυχίες του αυτοκράτορα Φωκά κατά των Αράβων, αυτοί δεν ήταν πλέον σε θέση ούτε να απειλούν την Κύπρο, ούτε και να απαιτούν ο,τιδήποτε από αυτήν.
Μετά το 965, πρωτεύουσα της Κύπρου έγινε η Λευκωσία (μακριά από τις ακτές για περισσότερη ασφάλεια) και εδόθη προτεραιότητα στην οχύρωση του νησιού· μεταξύ άλλων οικοδομήθηκαν τα τρία φρούρια στην οροσειρά του Πενταδάκτυλου και άλλα φρούρια σε παράλιες πόλεις. Επί Νικηφόρου Β' Φωκά, η Κύπρος επανεντάχθηκε στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, μάλιστα ως αναβαθμισμένος τώρα γεωπολιτικός και στρατηγικός χώρος.