Η Αικατερίνη Β' η Μεγάλη, αυτοκράτειρα της Ρωσίας (1762-1796), γεννήθηκε στο Στεττίνο στα 1729 και πέθανε στην Πετρούπολη στις 17 Νοεμβρίου 1796. Ήταν μια από τις κυρίαρχες πολιτικές προσωπικότητες της Ευρώπης του β' μισού του 18ου αιώνα. Ανέβηκε στο θρόνο της Ρωσίας στις 17 Ιουλίου 1762, μετά τη δολοφονία του συζύγου της τσάρου Πέτρου Γ’.
Η Αικατερίνη Β' προώθησε δυο σχέδια απελευθέρωσης της Ελλάδος από τον τουρκικό ζυγό, εκ των οποίων το δεύτερο αφορούσε και την Κύπρο. Το πρώτο σχέδιο, που η Αικατερίνη απεδέχθη και προώθησε, ήταν σχέδιο επανάστασης των Ελλήνων που άρχισε στην Πελοπόννησο στα 1770 με την εκεί άφιξη των Ορλώφ και τερματίστηκε στα 1774 με την αναχώρησή τους, ύστερα από τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή που υπεγράφη στις 21 Ιουλίου 1774.
Το δεύτερο σχέδιο υπεβλήθη από την Αικατερίνη στον Ιωσήφ της Αυστρίας στα 1782 κι είναι γνωστό ως «ελληνικό σχέδιο». Πρόβλεπε διαμελισμό του ευρωπαϊκού τμήματος της οθωμανικής αυτοκρατορίας και ίδρυση ελληνικής αυτοκρατορίας με έδρα την Κωνσταντινούπολη και αυτοκράτορα τον εγγονό της Αικατερίνης Κωνσταντίνο. Η ελληνική αυτοκρατορία θα περιλάμβανε τη Θράκη με τα Στενά, τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και τη Βουλγαρία. Πρόβλεπε επίσης την ίδρυση ενός ακόμη κράτους, της Δακίας, που θα περιλάμβανε τη Βλαχία, τη Μολδαβία και τη Βεσσαραβία. Η Αυστρία θα κέρδιζε τη δυτική Βλαχία, τη βόρεια Σερβία, τη Βοσνία, την Ερζεγοβίνη, το Μαυροβούνιο, τη Δαλματία και την Ίστρια. Οι δυο τελευταίες περιοχές θ' αφαιρούνταν από τη Βενετία, στην οποία και ανήκαν. Σε αντάλλαγμα, η Βενετία θα έπαιρνε πάλι την Κύπρο (που της την είχαν αφαιρέσει οι Τούρκοι στα 1570/1), την Κρήτη, καθώς και άλλα νησιά του Αιγαίου και ίσως και την Πελοπόννησο. Ο Ιωσήφ της Αυστρίας απεδέχθη το σχέδιο αυτό που άρχισε να μπαίνει σ' εφαρμογή με τον νέο ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1787-1792. Η δράση του Λάμπρου Κατσώνη σ' ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο είχε σχέση έμμεση με το σχέδιο της Αικατερίνης. Τελικά το σχέδιο δεν πραγματοποιήθηκε κι ο ρωσοτουρκικός πόλεμος έληξε με τη συνθήκη του Ιασίου (9 Ιανουαρίου 1792). (Για επιπλέον πληροφορίες βλέπε και Αλέξης Μιχαηλίδης " Τα Ορλοφικά και η Κύπρος - Η πρώτη εμπλοκή της Ρωσίας στην Ανατολική Μεσόγειο 1770-74").
Στη διάρκεια των Ορλωφικών (1769-1774) ιδίως μετά τη νίκη τους στο Τσεσμέ, μεταξύ 5 και 7 Ιουλίου 1770 κατά του τουρκικού στόλου, οι Ρώσοι έλεγχαν πλήρως την ανατολική Μεσόγειο με τον στόλο τους και η Κύπρος υπέφερε γι’ αυτό, όπως και τ' άλλα νησιά, γιατί τα εμπορικά πλοία που κατευθύνονταν προς και από την Κύπρο συλλαμβάνονταν. Η Κύπρος υποχρεώθηκε να στέλλει προμήθειες στις ένοπλες δυνάμεις της οθωμανικής αυτοκρατορίας δέκα φορές περισσότερες από όσες μπορούσε. Όταν ρωσικά πλοία αγκυροβολούσαν στις ακτές, οι πρόκριτοι, Τούρκοι και Έλληνες τα προμήθευαν με τα αναγκαία εφόδια, αγόραζαν από αυτά μαύρους δούλους και δούλες, κι όταν συνελάμβαναν ναυαγισμένους Ρώσους ναύτες, τους ελευθέρωναν σιωπηρά για να μη προσβάλουν τη νικήτρια δύναμη, κι έτσι ν' αποφύγουν μια ερήμωση όπως εκείνη της Πελοποννήσου χωρίς να φανούν ότι δεν υπερασπίζουν τη χώρα τους. Στα 1772, πάντως, εστάλη ο Σαντίκ Μεχμέτ Πασάς με 300 άνδρες για προστασία του νησιού (G. Hill, A History of Cyprus, IV, 1952, σσ. 92-93). Μαρτυρίες για επιδρομές ρωσικών πλοίων στην Κύπρο έχουμε από τα γαλλικά αρχεία για το 1772, οπότε ρωσικό καταδρομικό υπό τον Προβηγκιανό κυβερνήτη Κορσίγ εμφανίστηκε στις ακτές του νησιού για ν' αποβιβάσει μεταμφιεσμένο Αρμένιο που θα εκτελούσε ειδική μυστική αποστολή συνεννόησης με τον επαναστάτη στη Βηρυτό Αλή Μπέη, του οποίου τις προμήθειες η Πύλη προσπαθούσε να αποκόψει. Στις 13 Μαΐου 1774 έφθασε στη Λάρνακα ρωσικός στόλος από τρία «σεμπέκια» και τρεις γολέττες υπό τον ιππότη Ρίζο, με δυο τουρκικά πλοία φορτωμένα ρύζι και καφέ, που είχε συλλάβει ο στολίσκος. Έμεινε στο λιμάνι ως τις 18 Μαΐου 1774 και από εκεί επιχειρούσε νηοψίες στα διερχόμενα πλοία για έλεγχο λαθραίας μεταφοράς απαγορευμένων φορτίων σε γαλλικά κ.ά. πλοία. Κατά τις 10 Ιουνίου του 1774 μια γολέττα με 40 Ρωσοέλληνες ή πειράτες συνέλαβε ένα γαλλικό πλοίο ταρτάνα, με κυβερνήτη τον Μιχαήλ και με ραβδισμούς υποχρέωσε τους τρεις Τούρκους τζοχαντζαρέους, που είχαν επιβιβαστεί κρυφά σ' αυτό μεταφέροντας 200 πουγγιά στην Καραμανία, να ομολογήσουν πού τα είχαν κρύψει, τα κατέσχαν και τους συνέλαβαν. Ο Γάλλος πρόξενος στη Λάρνακα, Αστιέ, που πληροφορεί σχετικά, προσθέτει ότι υποψιάζεται πως «τό ἀτύχημα τοῦτο προῆλθεν ἐκ καταδύσεως κατασκόπων, τούς ὁποίους ἒχουν οἱ Ρωσσοέλληνες [=οι άνθρωποι του Λ. Κατσώνη και του Ορλώφ] ἐν τῇ νήσῳ. Μέ βεβαιοῦν, ὃτι Σωτήριός τις Ζακύνθιος, ἐγκατασταθείς πρό ὀλίγου ἐν τῇ νήσῳ, διοικεῖ μίαν ἐκ τῶν γολετῶν, ἡ ὁποία εὑρίσκεται ἐν περίπλῳ ἀπό τινων ἡμερῶν[προ της 12.6.1774] πρός Β. καί Δ. τῆς Νήσου», όπου και στα τέλη του 1788 ένα ή περισσότερα ρωσικά καταδρομικά λεηλάτησαν 4.000 πιάστρα φορτωμένα σε βενετικό πλοίο από Γάλλους στην Seyde προς παράδοση σε δυο γαλλικούς εμπορικούς οίκους στη Λάρνακα (Ηλία Π. Γεωργίου, Η Γαλλική πολιτική κατά τας Ελληνικός Εξεγέρσεις 1770 και 1790, Αθήναι, 1970, πρβλ. παρόμοιες ειδήσεις και στον Κυπριανό πιο κάτω). Οι καταδρομές αυτές πιθανώς είναι ο πυρήνας κυπριακών σχετικών παραδόσεων για κουρσάρους και κατασχέσεις τουρκικών θησαυρών της εποχής αυτής (Χρονικά της Λαπήθου. Ι, ii, Ιούλ-Δεκ. 1970 [Μάρτ. 1971], σσ. 135, 147-156). Η δύναμη, πάντως, των Ρώσων που μαρτυρείται στις ειδήσεις αυτές και η άμεση επαφή τους με την Κύπρο εξηγεί τα αισθήματα θαυμασμού και προσδοκιών των Κυπρίων από την Αικατερίνη, όπως φαίνονται στην εξής ευχή γι' αυτήν που γράφτηκε στο Ευχολόγιον του Ιωακείμ αρχιμανδρίτη, στο μοναστήρι της Χρυσορρογιάτισσας: Τῆς εὐσεβέστατης καί αὐτοκρατορικωτάτης μεγάλης κυρίας ἡμῶν ἰμπερατρίτζης πάσης ρωσίας αἰκατερίνης ἀλεξιόβνης καί τοῦ διαδόχου αὐτῆς εὐσεβοῦς μεγάλου κνίζη καισαροβίτζ παύλου πετροβίτζ σύν τῇ εὐσεβοῦς συζύγῳ αὐτοῦ μεγάλης κνίζηνης μαρίας θεοδορόβνης καί τῶν τέκνων αὐτῶν μεγάλων κνιζίδων μνησθείη κύριος ὁ θεός ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ πάντοτε νῦν (Ιωάννου Π. Τσικνοπούλλου, Παναγία ἡ Χρυσορρογιάτισσα. Ἱστορική ἐν Κύπρῳ Ἱερά Μονή, ἐν Λευκωσίᾳ, 1964 και 1966, σσ. 32-33 αρ. 23, σ. 147). Πιθανόν στο πλαίσιο των αισθημάτων και σχέσεων που μαρτυρούνται με το κείμενο αυτό, που φαίνεται ότι γράφτηκε από τον Ιωακείμ ή μεταφράστηκε ή συντάχθηκε από αυτόν με βάση κάποια ρωσική ευχή για την Αικατερίνη, πρέπει να τεθεί και χρονολογηθεί από τότε η εισαγωγή στην Κύπρο του ψευδοπροφητικού κειμένου του «Αγαθαγγέλου» ως οργάνου φιλορωσικής προπαγάνδας παράλληλου προς την πιο πάνω ευχή, βέβαια μέσω του ρωσικού προξενείου της Λάρνακας, ή/και με την ενθάρρυνσή του από Κυπρίους μοναχούς ή μετανάστες της Βαλκανικής ή της Ρωσίας, κάτι που αξίζει να διερευνηθεί (βλ. λήμμα Αγαθάγγελος). Τα κυπριακά μοναστήρια είχαν στενές σχέσεις με τη Ρωσία και μπορούσαν ν' αποτελέσουν φορέα εισαγωγής και του «Αγαθαγγέλου» και της ευχής.
Η φανερή, πάντως, στάση των Κυπρίων στη διάρκεια του πολέμου ήταν μετριοπαθής και προσεκτική, όπως αναφέραμε, και τούτο τονίζει ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός στην Ιστορία Χρονολογική της Νήσου Κύπρου, Ενετίησιν, 1788, σσ. 325-326, 330-331, απ' όπου άντλησε και ο Hill.
Αξίζει να σημειώσουμε μια ακόμη περίπτωση αναφοράς και γνώσης της Αικατερίνης από Κυπρίους στη Λάρνακα: Στον κώδικα 4 της μητρόπολης Κιτίου, φ. 34 α-β, που περιέχει ποικίλη ύλη, πιθανώς αντιγραμμένη από κάποιον Ιταλο-Γαλλο-Έλληνα, ανάμεσα σε άλλη πολιτική, φιλολογική και ιδιωτική αλληλογραφία σχετική κατά το πλείστον προς την Κύπρο από 1687 ώς 1828/29, περιέχεται ημιτελής επιστολή «τῶν τέκνων καί τῶν συγγενῶν τοῦ δυστυχισμένου κόντε Τοτλεμπέν πρός τήν Αὐτοκρατόρισσαν [της Ρωσσίας] Αἰκατερίνην [Β'] Αλεξέ[γιε]βναν», που συνηγορεί για την απελευθέρωση του από τήν κράτησίν του με εντολή της...«Ὃλη ἡ Εὐρώπη στοχάζεται τήν Ἰμπερατορικήν της μεγαλειότητα ὡς μήτηρ [sic] τῶν χαρίτων... διαφθεντεύουσαν τούς ἀγαθούς», γράφουν τα τέκνα και οι συγγενείς χαρακτηρίζοντάς την «ἓνα Σολομόν γυναῖκα και εκφράζοντας τα πικρά αὐτῶν παραπονέματα». Ο Τοτλεμπέν είναι ο διάσημος στην εποχή του πρίγκηπας -κόμης Gottlieb -Heinrich Totleben (1710- 1773), στρατηγός της Ρωσίας που καταγόταν από τη Σαξονία, και επί Ελισάβετ Πετρόβνας κατέλαβε το Βερολίνο στις 28 Οκτ. 1760. Για πολιτικούς λόγους καταδικάστηκε επί Αικατερίνης Β' σε εκτόπιση. Όταν ελευθερώθηκε διακρίθηκε για απαράμιλλο ηρωισμό σε νέες μάχες στον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1768-1774 στον Καύκασο κατά των Τούρκων, ιδίως στα 1770, γι' αυτό η Αικατερίνη τελικά τον συγχώρησε. Το ικετευτικό αυτό γράμμα των συγγενών του θα γράφτηκε προ του 1773 κι είναι χαρακτηριστικό ότι αντιγράφτηκε σε κώδικα της μητρόπολης Κιτίου. Αυτό δείχνει γνώση των υποθέσεων της Ρωσίας από τους κληρικούς της μητρόπολης, ενδιαφέρον γι' αυτές και παρακολούθησή τους. Πότε έγινε η αντιγραφή και η μετάφραση και από ποιόν δεν είναι γνωστό, αλλά πιθανώς το ρωσικό (υπο)προξενείο Λάρνακας θα ήταν η πηγή (Κ.Π. Κύρρη, «Πολιτική, Φιλολογική και Ιδιωτική Αλληλογραφία 1681 - 1828/1829 ἐκ τοῦ Κώδικος τῆς Μητροπόλεως Κιτίου», Ἐπετηρίς του ΚΚΕ, IX, 1977-1979, σσ. 291 292 αρ. xxiv, σ. 320).