Με την ονομασία αυτή είναι γνωστός ο τάφος 50 της νεκρόπολης της Σαλαμίνας, που μέχρι πρόσφατα μερικοί πίστευαν πως ήταν τάφος των πρώτων Ρωμαϊκών χρόνων. Ωστόσο ανασκαφές του Τμήματος Αρχαιοτήτων στα 1965 αποκάλυψαν στα ανατολικά του μνημείου αυτού μεγάλο δρόμο, μήκους 28 και πλάτους 13 μέτρων, με πλευρικούς χτιστούς τοίχους και με δυο σκελετούς θυσιασμένων αλόγων στο δάπεδό του. Τα ευρήματα αυτά, σε συνδυασμό και με άλλα, οδήγησαν στη χρονολόγηση του μνημείου στον 7ο αιώνα π.Χ. Ο αρχικός ταφικός θάλαμος του μεγαλιθικού αυτού οικοδομήματος είναι τετράπλευρος, μήκους 4,10 μέτρων, πλάτους 2,40 και ύψους 2,40. Το προπύλαιο του τάφου σώζεται ακέραιο κι οι τρεις πλευρές του είναι σε καλή κατάσταση. Στη Ρωμαϊκή εποχή έγιναν τροποποιήσεις στο όλο οικοδόμημα, με μετατροπή του προπυλαίου σε τετράπλευρο θάλαμο με καμαρωτή οροφή. Ολόκληρο το οικοδόμημα είναι χτισμένο με ογκόλιθους.
Βλέπε λήμμα: Σαλαμίνα- Ταφικά μνημεία στη νεκρόπολη της Σαλαμίνας
Μέχρι πρόσφατα το μνημείο αυτό χρησιμοποιείτο ως παρεκκλήσι, με εικόνα της αγίας Αικατερίνης σ' αυτό. Η τοπική παράδοση το θεωρεί ως τον χώρο στον οποίο η αγία Αικατερίνη φυλακίστηκε και μαρτύρησε, παρά το ότι η γνωστή αυτή αγία δεν ήλθε ποτέ στην Κύπρο. Ίσως κάποια άλλη, τοπική αγία να μαρτύρησε εκεί, και η παράδοση την συνέδεσε με την αγία Αικατερίνη.
Το μνημείο αναφέρεται ως τάφος ή φυλακή της αγίας Αικατερίνης ήδη από το πρώτο μισό του 14ου αιώνα, στα απομνημονεύματα του Γερμανού περιηγητή Ludolf von Suchen.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια