Εμιράτο του Αϊδινίου (Aydin). Τουρκική ηγεμονία, που εκτεινόταν στην περιοχή του Αϊδινίου και της Σμύρνης, στη δυτική Μικρά Ασία. Ιδρυτής της ηγεμονίας και της σχετικής δυναστείας (1308-1425) ήταν ο Αϊτιν-ογλού Μεχμέτ Μπέης. Ο γιος και διάδοχός του, Ουμούρ Α' (1334-1348) οργάνωσε στόλο και έκανε πειρατικές επιδρομές στα νησιά του Αιγαίου και τις ακτές της ηπειρωτικής Ελλάδος και της Μαύρης Θάλασσας. Είχε επίσης ενεργό ανάμιξη στις γνωστές εσωτερικές έριδες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, τον 14ο αιώνα, παίρνοντας το μέρος του Ιωάννη Δ' Καντακουζηνού.
Εναντίον του Ουμούρ Α' οργάνωσε σταυροφορία ο πάπας Κλήμης Στ', με τη σύμπραξη της Βενετίας, της Γένουας, του βασιλείου της Κύπρου και των Ιωαννιτών Ιπποτών της Ρόδου. Η πρώτη συμμαχία κατά του Αϊδινίου υπογράφτηκε ύστερα από βενετική, κυρίως, πρωτοβουλία στις 8 Μαρτίου 1334 στην παπική Αυλή, στην Αβινιόν, από τη Βενετία, την Κύπρο, όπου βασίλευε ο Ούγος Δ' Λουζινιανός (1324-1359), τους Ιωαννίτες, τη Γαλλία και τον πάπα. Αλλά παρά τις ναυτικές νίκες της κατά των Τούρκων, δεν προχώρησε σε ριζική εκστρατεία όπως προβλεπόταν για το 1335. Έτσι, στα 1341 ο Ούγος Δ' ανέλαβε να προκαλέσει μέσω των Ιωαννιτών το παπικό ενδιαφέρον για την εκστρατεία, γιατί η Κύπρος πιεζόταν τότε πολύ από τους Τούρκους, από τους οποίους οι δυνάμεις της είχαν υποστεί σοβαρές απώλειες. Στις 8 Αυγούστου 1343 υπογράφτηκε νέα συμμαχία του πάπα, της Κύπρου, των Ιωαννιτών, της Βενετίας, με την επικουρία του Βυζαντίου, των Γενουατών, των Πισατών και των Καταλανών, παρά τις αντιθέσεις Κύπρου-Γενουατών, που ο πάπας προσπάθησε να απαμβλύνει. Ο στόλος του εμιράτου καταστράφηκε κι η πρωτεύουσά του, Σμύρνη, έπεσε στα χέρια των σταυροφόρων, τον Οκτώβριο του 1344. Παρά τη νίκη στη Σμύρνη, όμως, οι δυνάμεις της συμμαχίας απέτυχαν να εκδιώξουν τους Τούρκους από τα παράλια της Μ. Ασίας, όπως σχεδίαζε ο αρχηγός της σταυροφορίας Γάλλος Δελφίνος του Viennois Ουμβέρτος. Έτσι η φάση αυτή της εκστρατείας που υποκίνησε ο Ούγος κατά του Αϊδινίου έληξε χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα.
Τέσσερα χρόνια αργότερα σκοτώθηκε κι ο Ουμούρ πολεμώντας εναντίον των σταυροφόρων. Αυτό, έφερε τη γρήγορη παρακμή της ηγεμονίας κι ο διάδοχός του Χιζίρ αναγκάστηκε να υπογράψει συνθήκη, με την οποία παραχωρούσε στους Λατίνους σταυροφόρους εμπορικά πλεονεκτήματα στην περιοχή Αϊδινίου (18 Αυγούστου 1348). Η συνθήκη αυτή υπογράφτηκε από τον Χιζίρ και την Ιεράν Ένωσιν Κύπρου, Βενετίας και Ιωαννιτών, που τελεί πάντα υπό την ηγεσία του πάπα, ηγεσία ηθική περισσότερο παρά πρακτική. Αλλά η διαμάχη Βενετών και Γενουατών κατέστησε τη συμμαχία προσωρινή και στρέφει τον πάπα προς το Βυζάντιον ως τον πιο δυνατό σύμμαχο. Ο πάπας στα 1353 (Απρίλιος) και αργότερα προτρέπει τον Ούγο να στείλει στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου βοήθεια κατά του Αϊδινίου, που απειλεί πάντα τη Σμύρνη. Η συμμαχία ανανεώνεται στα 1357 για έλεγχο των παραλίων της Μ. Ασίας και κατορθώνει να κρατεί μέρος της Σμύρνης μέχρι της μογγολικής εισβολής, στα 1402.
Το εμιράτο προσαρτήθηκε οριστικά στο οθωμανικό κράτος στα 1425.
Τουρκομανικά εμιράτα
Ως Τουρκομανικά εμιράτα ή Μπεηλίκια, αναφέρονται τα διάφορα κρατίδια κυβερνώμενα από Μπέηδες, που ιδρύθηκαν στη Μικρά Ασία, αρχικά στα τέλη του 11ου αιώνα, μετά την μάχη του Μάντζικερτ (1071) και πιο εκτεταμένα κατά την παρακμή του Σελτζουκικού Σουλτανάτου του Ρουμ κατά το δεύτερο μισό του 13ου αιώνα.
Η λέξη μπεηλίκι σημαίνει την περιοχή υπό τη δικαιοδοσία ενός μπέη, σε απλή μετάφραση φεουδάρχη. Πέρα από το Μικρασιατικό του πλαίσιο ο όρος χρησιμοποιείται επίσης σχετικά με τους Οθωμανούς κυβερνητικούς θεσμούς του 16ου αιώνα στις ευρέως αυτόνομες αντιβασιλείες κατά μήκος των ακτών της σημερινής Τυνησίας και Αλγερίας.
Οι ανθεκτικοί πολεμιστές Τουρκομάνοι, οι οποίοι συνόδευαν τους πρώτους Σελτζούκους στις εισβολές τους στην Μικρά Ασία από τις αρχές του 11ου αιώνα συντέλεσαν αποφασιστικά με τις επιδρομές τους στην σταδιακή εθνική και πολιτιστική μεταμόρφωση της Μικράς Ασίας και στον μετέπειτα εξισλαμισμό της. Παρόλα αυτά οι ίδιοι διατήρησαν πολλά παγανιστικά τους ήθη και έθιμα. Πολλές φορές δρούσαν εντελώς ανεξάρτητα από τους Σελτζούκους σουλτάνους, είτε της Βαγδάτης, είτε του Ρουμ (Ικονίου).
Τα τουρκομανικά εμιράτα από τον 13ο έως τον 15ο αιώνα
Η μογγολική επικυριαρχία στους Σελτζούκους του Ικονίου, από τα μέσα του 13ου αιώνα είχε ως αποτέλεσμα την ίδρυση ορισμένων ανεξάρτητων τουρκομανικών κρατιδίων σε διάφορες περιοχές της Μικράς Ασίας, όπου έμελλε να διατηρηθεί η ιδεολογία του «ιερού πολέμου» και των πολεμιστών των συνόρων («γαζήδων»). Το πρώτο από αυτά τα εμιράτα εγκαινιάζει για πρώτη φορά στη Μικρά Ασία τη χρήση της τουρκικής γλώσσας ως επίσημης γλώσσας του εμιράτου αντί της υιοθετημένης ώς τότε από τα προϋπάρχοντα τούρκικα κράτη (και τους Σελτζούκους) περσικής. Ιδρύθηκε περίπου το 1256 στα βόρεια σύνορα της Μικρής Αρμενίας (Κιλικίας) από τον Καραμάν (εμιράτο Καραμανίας) και γρήγορα αμφισβήτησε την κυριαρχία των Ιλχανιδών Μογγόλων στη Μικρά Ασία. Το 1277 το εμιράτο αυτό συμμάχησε με τους Μαμελούκους της Αιγύπτου κατά των Μογγόλων. Κατά το 1307 κατέλαβαν το Ικόνιο. Η μετέπειτα σύγκρουση όμως με τη διαρκώς ανερχόμενη Οθωμανική Αυτοκρατορία υπήρξε αναπόφευκτη και το 1468 υποτάχθηκε οριστικώς στον Οθωμανό σουλτάνο Μωάμεθ Β'.
Από τα υπόλοιπα εμιράτα σημαντικότερα υπήρξαν του Γκερμιγιάν (Κιουτάχεια), Χατζή Εμίρ (Κοτύωρα) στην κεντρική Μικρά Ασία και του Ντζαντάρογλου (Κασταμονή) που προσάρτησε και τη Σινώπη. Από τα τέλη του 13ου και τις αρχές του 14ου αιώνα εμφανίζονται σταδιακά στη δυτική Μικρά Ασία τα εμιράτα του Μεντεσέ, Αϊδινίου, Σαρουχάν, Καρεσί και Τεκέ και του Οσμάν, γενάρχη των Οθωμανών. Ιδιαίτερα τα εμιράτα του Μεντεσέ, Αϊδινίου, Σαρουχάν και Καρεσί ήρθαν σε επανειλημμένες συγκρούσεις, όχι μόνο με το εξασθενημένο Βυζάντιο στην περιοχή του Αιγαίου και στα δυτικά μικρασιατικά παράλια αλλά και με τους σταυροφορικούς συνασπισμούς των Δυτικών κρατών υπό την αιγίδα των Παπών. Τελικώς, όλα υποτάχτηκαν στους Οθωμανούς τον 15ο αιώνα.