Φουτ σερ Χιου Μάκιντος sir Hugh Foot

Image

 Ο τελευταίος Βρετανός κυβερνήτης της Κύπρου.  Διετέλεσε κυβερνήτης διαφόρων αποικιών, μεταξύ των οποίων και της Κύπρου και επέβλεψε την πορεία τους προς ανεξαρτησία. Διετέλεσε εκπρόσωπος της Μεγάλης Βρετανίας στον ΟΗΕ.

 

Βλέπε Αφιέρωμα: Υπάτοι Αρμοστές και Κυβερνήτες Επί Αγγλοκρατίας

 

Ο σερ Χιου Φούτ ανέλαβε τη θέση του Κυβερνητήτη της Κύπρου, μετά από θητεία στην Ιαματική, στις  3 Δεκεμβρίου του 1957  και υπηρέτησε μέχρι την 16η Αυγούστου του 1960, όταν  σε επίσημη τελετή κατά την οποία η Κύπρος ανακηρύχθηκε ανεξάρτητη Δημοκρατία, παρέδωσε την εξουσία στον αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ’, πρώτο Κύπριο πρόεδρο

 

Βλεπε Βίντεο - Ψηφιακός Ηρόδοτος Αρχείο ΡΙΚ: Η άφιξη του σερ Χιου Φουτ στην Κύπρο

 

Ο σερ Χιου Φουτ είχε αντικαταστήσει τον πλέον ανεπιθύμητο κυβερνήτη της Κύπρου, τον στρατάρχη σερ Τζων Χάρτιγκ, ο οποίος είχε χρησιμοποιήσει πλήθος ιδιαίτερα σκληρών μεθόδων προκειμένου να συντρίψει την ΕΟΚΑ (=Εθνική Οργάνωσις Κυπρίων Αγωνιστών) και γενικότερα την ένοπλη επανάσταση των Ελλήνων Κυπρίων. Επί των ημερών του επίσης ξεκίνησαν οι πρώτες διακοινοτικές συγκρούσεις μεταξύ των Ελλήνων και των Τούρκων της Κύπρου.

 

Ο σερ Τζων Χάρτιγκ, αναχώρησε από το νησί στις 4 Νοεμβρίου του 1957. Μέχρι τον ερχομό του νέου κυβερνήτη καθήκοντα προσωρινού κυβερνήτη άσκησε ο Τζωρτζ Σιγκλαίρ. Αυτός υποδέχθηκε στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας, στις 3 Δεκεμβρίου του 1957, τον σερ Χιου Φουτ, μαζί με τον  υποστράτηγο Κέντριου, αρχηγό των στρατιωτικών επιχειρήσεων εναντίον της ΕΟΚΑ.

 

Βέβαια η επιλογή του σερ Χιου Φουτ ως νέου κυβερνήτη της Κύπρου, κατά τη στιγμή που κορυφωνόταν ο ένοπλος απελευθερωτικός αγώνας των Ελλήνων Κυπρίων κατά των Βρετανών, δεν ήταν τυχαία. Κατ' αρχήν ο σερ Χιου Φουτ δεν ήταν άγνωστος στους Κυπρίους۠ αντίθετα, είχε αρκετούς γνωστούς και φίλους στο νησί γιατί παλαιότερα είχε υπηρετήσει στην Κύπρο ως αποικιακός γραμματέας. (Βλεπε Βίντεο).

 

 

Εξ άλλου η αντικατάσταση του σερ Τζων Χάρτιγκ, του σκληρού κυβερνήτη που είχε εφαρμόσει καταπιεστικά μέτρα, διώξεις, βασανιστήρια, κι είχε στήσει αγχόνες για τους αγωνιστές της ΕΟΚΑ, με τον θεωρούμενο μετριοπαθή σερ Χιου Φουτ, υποδήλωνε μια σοβαρή αλλαγή στη στάση του Λονδίνου έναντι του Κυπριακού ζητήματος. Αντί της καταπνίξης της ελληνοκυπριακής επανάστασης με τη στρατιωτική βία (μέθοδος που είχε ξεσηκώσει και πανελλήνια και διεθνή κατακραυγή), εδρομολογείτο τώρα κάποια πολιτική διευθέτηση κι ο νέος κυβερνήτης ερχόταν για να εργαστεί προς αυτή την κατεύθυνση. Ο ίδιος ο σερ Χιου Φουτ, μόλις έφθασε στην Κύπρο, μίλησε για ανάγκη ειρηνεύσεως, απέφυγε ν' αναφερθεί ονομαστικά στην οργάνωση ΕΟΚΑ, δήλωσε πως ερχόταν ως «φίλος και υπηρέτης» του κυπριακού λαού (βλέπε βίντεο άφιξης του στην Κύπρο) και ζήτησε πίστωση χρόνου για να ενημερωθεί πλήρως.

 

 

Την αλλαγή στη βρετανική πολιτική στο Κυπριακό μπορούσε κανένας να την αισθανθεί ήδη από τον Μάρτιο του 1957, οπότε ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος απελευθερώθηκε από τις Σεϋχέλλες (όπου είχε απομονωθεί για 13 μήνες, όταν εξορίστηκε από τον Χάρτιγκ) κι από τις 17 Απριλίου 1957 διέμενε στην Αθήνα. Ο Γεώργιος Γρίβας-Διγενής, στρατιωτικός αρχηγός της ΕΟΚΑ, θεωρεί ότι ο σερ Χιου Φουτ υπήρξε «διπρόσωπος Ιανός» κι ότι είχε επιλεγεί από την αγγλική κυβέρνηση για να εξαπατήσει τον λαό της Κύπρου με πολιτικά τεχνάσματα (Γ.Γρίβα-Διγενή, Ἀπομνημονεύματα, 1961, σσ. 214 κ.ε.). Μάλιστα ο Γρίβας κυκλοφόρησε και σχετικό φυλλάδιο την ημέρα της άφιξης του Φουτ στην Κύπρο.

 

Ενώ ο σερ Χιου Φουτ ανελάμβανε τα καθήκοντα του κυβερνήτη της Κύπρου, το Κυπριακό συζητείτο στην έδρα των Ηνωμένων Εθνών, στη Νέα Υόρκη, όπου ένα ψήφισμα που κατετέθη από την Ελλάδα και ζητούσε την έναρξη διαπραγματεύσεων προς εφαρμογή του δικαιώματος της αυτοδιαθέσεως του λαού της Κύπρου, εγκρινόταν από την Πολιτική Επιτροπή (12 Δεκεμβρίου 1957) και χαρακτηριζόταν ως «ελληνική νίκη» αλλά λίγο αργότερα (14 Δεκεμβρίου 1957) απορριπτόταν από τη Γενική Συνέλευση.

 

Ο αρχηγός της ΕΟΚΑ δεν απεδέχθη τις διάφορες συστάσεις (περιλαμβανομένων και αγγλικών) να αναστείλει τη δράση της οργάνωσης μετά τον ερχομό του Φουτ, αλλά περιόρισε κατά πολύ τις επιθέσεις του και αρκέστηκε κυρίως σε επιχειρήσεις δολιοφθορών.

 

Μετά την έναρξη της διακοινοτικής διαμάχης, που άρχισε επί Χάρτιγκ και συνεχίστηκε πιο βίαιη αργότερα για να καταλήξει μετά από 20 χρόνια στην τραγική διαίρεση των δυο στοιχείων (Ελλήνων και Τούρκων της Κύπρου) μετά την τουρκική στρατιωτική εισβολή του 1974, η αγγλική κυβέρνηση άρχισε να προωθεί την ιδέα για διχοτόμηση της Κύπρου και επί ημερών του σερ Χιου Φουτ προέβαλε το περιβόητο διχοτομικό σχέδιο Μακμίλλαν και μάλιστα με τρόπο εκβιαστικό για τους  Έλληνες και σε συμπαιγνία με τους Τούρκους. Σ' αυτό το πλαίσιο, ο τότε Βρετανός υπουργός των Εξωτερικών Σέλγουϊν Λόυντ είχε διαβουλεύσεις στην  Άγκυρα κατά τα τέλη Ιανουαρίου του 1958 και λίγες μέρες αργότερα είχε διαβουλεύσεις και στην Αθήνα. Και στις δυο περιπτώσεις παρέστη κι ο κυβερνήτης Φουτ που πήγε στις δυο πρωτεύουσες από τη Λευκωσία.

 

Στην Αθήνα, όπου ο Σέλγουϊν Λόυντ έφθασε στις 10 Φεβρουαρίου 1958 συνοδευόμενος από τον σερ Χιου Φουτ, οι  Άγγλοι επίσημοι προσπάθησαν να πείσουν την ελληνική κυβέρνηση (σε σύσκεψη με τον τότε υπουργό των Εξωτερικών Ευάγγελο Αβέρωφ και υπηρεσιακούς παράγοντες) ότι ήταν καιρός να βρεθεί μια λύση στο Κυπριακό. Ο Σέλγουϊν Λόυντ είπε ότι στην Άγκυρα είχε βρει μια «βαριά ατμόσφαιρα» κι ότι οι Τούρκοι επέμεναν στη διχοτόμηση της Κύπρου, προσθέτοντας ότι «ο πόλεμος βρισκόταν πολύ κοντά». Ο Φουτ πρόσθεσε ότι στην Κύπρο οι Τουρκοκύπριοι είχαν πλέον εξοπλιστεί, ότι έπαιρναν οδηγίες (και εξοπλισμό) «κάπου από την Τουρκία», κι ότι εάν η ΕΟΚΑ ξανάρχιζε τις επιθέσεις της θα δικαιολογούσαν μια δική τους ένοπλη δράση. Τελικά ο Λόυντ πρότεινε «μερικές σκέψεις του», που περιελάμβαναν: α) την αναγνώριση της αρχής της αυτοδιάθεσης για τους Κυπρίους, β) να κατοχυρωθεί η ασφάλεια της μειονότητας (των Τουρκοκυπρίων) και γ) να ιδρυθούν κοινές ή χωριστές στρατιωτικές βάσεις των τριών κρατών (Αγγλίας, Ελλάδας, Τουρκίας) στην Κύπρο. Ο Αβέρωφ αντιπρότεινε τρεις διαφορετικές λύσεις: 1) αυτοκυβέρνηση για τους Κυπρίους ως μεταβατική περίοδο για πλήρη αυτοδιάθεση, 2) ανεξαρτησία στην Κύπρο και ένταξή της, ως κράτους, στην Κοινοπολιτεία και 3) οποιαδήποτε άλλη λύση θ' αποδέχονταν οι Κύπριοι. Οι Βρετανοί δεν φάνηκαν να ενδιαφέρονται για καμιά από τις λύσεις αυτές.

 

Συνάντηση με Μακάριο

Στην Αθήνα ο σερ Χιου Φουτ ζήτησε να δει τον εκεί ευρισκόμενο (εξόριστο) αρχιεπίσκοπο Μακάριο, προφανώς με εντολή του Σέλγουϊν Λόυντ. Ο Αβέρωφ διευθέτησε τη συνάντηση αυτή που έγινε μυστικά (με εισήγηση των Βρετανών) στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» στις 20 Φεβρουαρίου 1958. Δεν είναι γνωστό το τι είπε ο Φουτ στον Μακάριο. Φαίνεται ότι τον είχε βολιδοσκοπήσει πάνω στις αγγλικές «σκέψεις» για κάποια λύση του Κυπριακού, και ιδίως στο ζήτημα ύπαρξης τουρκικής στρατιωτικής βάσης στην Κύπρο. Ο Μακάριος του ζήτησε άρση των μέτρων έκτακτης ανάγκης στην Κύπρο, απόλυση των Τουρκοκυπρίων «ειδικών αστυνομικών» κι αποθάρρυνση τους γιατί (όπως λέγει κι ο Γρίβας στα Ἀπομνημονεύματά του) με τον αέρα που τους έδωσε ο Χάρτιγκ κατέστησαν θρασύτατοι. Ο Φουτ φάνηκε να συμφωνεί.

 

Λίγο αργότερα, στις 19 Ιουνίου 1958, οι Βρετανοί παρουσίασαν επίσημα στο Λονδίνο το σχέδιο Μακμίλλαν που ο Φουτ (ο οποίος συνεργάστηκε στην εκπόνησή του) το χαρακτήρισε ως «πολιτική πολλών πλεονεκτημάτων». Το σχέδιο απερρίφθη από τον Μακάριο ως διχοτομικό σε επιστολή που έστειλε στον Φουτ από την Αθήνα (20 Ιουνίου 1958) γιατί, όπως έλεγε, αυτό επέβαλλε την «ιδέα του συνεταιρισμού» και κατ' ουσίαν «τριπλή κυριαρχία» επί της Κύπρου (αγγλική, ελληνική, τουρκική). Το σχέδιο απέρριψε και η ελληνική κυβέρνηση.

 

Στο μεταξύ η Αγγλία απειλούσε ότι θα προχωρούσε, σε συνεργασία με την Τουρκία και τους Τουρκοκυπρίους, σε εφαρμογή του σχεδίου, έστω και χωρίς την ελληνική συγκατάθεση.  Ήταν, δηλαδή, ωμός εκβιασμός για διχοτόμηση της Κύπρου και η αγγλοτουρκική συμπαιγνία υπογραμμίστηκε έντονα με ξαφνική έξαρση (αυτήν ακριβώς την εποχή) των επιθέσεων των Τουρκοκυπρίων κατά Ελληνοκυπρίων και ελληνοκυπριακών περιουσιών. Η σφαγή των Κοντεμενιωτών στο Κιόνελι (12 Ιουνίου 1958) αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της αγγλοτουρκικής συνεργασίας. Δεν είναι, επίσης, τυχαίο το ότι αυτήν ακριβώς την εποχή παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το φαινόμενο της προσφυγοποίησης Ελλήνων Κυπρίων που εκδιώχθηκαν από περιοχές (όπως η Λεύκα) όπου πλειοψηφούσαν οι Τουρκοκύπριοι. Στο μεταξύ, αν και ο Φουτ προσωπικά απέφυγε τις μεθόδους του προκατόχου του κατά των Ελλήνων Κυπρίων (για παράδειγμα οι εκτελέσεις αγωνιστών στην αγχόνη τερματίστηκαν γιατί αυτές κυρίως ξεσήκωναν τη διεθνή κατακραυγή κατά των Βρετανών), ωστόσο δεν σταμάτησαν οι επιχειρήσεις του αγγλικού στρατού κατά της ΕΟΚΑ. Μάλιστα επί κυβερνητείας του σερ Χιου Φουτ βρήκαν τον θάνατο λαμπροί αγωνιστές της ΕΟΚΑ, όχι γιατί είχαν επιτεθεί κατά των Βρετανών αλλά αμυνόμενοι σε βρετανικές εναντίον τους στρατιωτικές επιθέσεις. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά τον θάνατο του Κυριάκου Μάτση (19 Νοεμβρίου 1958), του Σάββα Ροτσίδη (25 Νοεμβρίου 1958), του Μιχαήλ Παρίδη (27 Αυγούστου 1985), των τεσσάρων ηρώων του αχυρώνα του Λιοπετρίου (Χρίστου Σαμάρα, Ηλία Παπακυριακού, Φώτη Πίττα, Ανδρέα Κάρυου, στις 2 Σεπτεμβρίου 1958) κ.α.

 

Σε αντίθεση με την σκληρή στάση απέναντι στην ΕΟΚΑ ο σερ Χιου Φουτ και η αγγλική διοίκηση δεν είχαν παρόμοια στάση απέναντι στην παραστρατιωτική Τ/κ οργάνωση ΒΟΛΚΑΝ και αργότερα της Τ.Μ.Τ. (που ιδρύθηκε αυτή την εποχή) κατά Ελλήνων Κυπρίων, που περιελάμβανε ξυλοδαρμούς, άγριες δολοφονίες, πυρπολήσεις περιουσιών και λεηλασίες. Τα εγκλήματα αυτά, που εξυπηρετούσαν την αγγλική πολιτική της διαίρεσης και αντιπαράθεσης του λαού της Κύπρου, δεν μπόρεσε (ακόμη κι αν ήθελε) να εμποδίσει ο σερ Χιου Φουτ που εμφανιζόταν ως «φίλος του λαού της Κύπρου». Από την πλευρά της η ΕΟΚΑ απάντησε στις επιθέσεις αυτές με αποτέλεσμα να ενταθεί η διακοινοτική βία. Με απόφαση του στρατηγού Γρίβα η ΕΟΚΑ από το 1958 είχε τρία μέτωπα δράσης.  Όπως έγραφε ο ίδιος, είχε να αντιμετωπίσει τρεις αντιπάλους: Τους Άγγλους, τους Τούρκους και τους κομμουνιστές. Σε απάντηση των ενεργειών των ακραίων Τουρκοκυπριακών στοιχείων η ΕΟΚΑ διενεργούσε εκτελέσεις Τουρκοκυπρίων αστυνομικών που υπηρετούσαν είτε στο Επικουρικό σώμα είτε ήταν ανάμεσα στους βασανιστές των συλληφθέντων αγωνιστών.

 

Εκβιασμός

Τον Αύγουστο του 1958 ο  Άγγλος πρωθυπουργός Χάρολντ Μακμίλλαν πήγε στην Αθήνα και στην  Άγκυρα, όπου πήγε ξανά κι ο κυβερνήτης Φουτ. Ο Μακμίλλαν πήγε στις δυο πρωτεύουσες για να προωθήσει το σχέδιο του, που βέβαια οι Τούρκοι αποδέχονταν. Στην Αθήνα ο Φουτ είχε άλλες δυο συναντήσεις με τον Μακάριο τον οποίο δεν έπεισε ν' αποδεχθεί το σχέδιο Μακμίλλαν. Επείσθη όμως ο Μακάριος ότι οι Άγγλοι θα προχωρούσαν έστω και στη βίαιη εφαρμογή του, κι αναγκάστηκε σε μια θεαματική υποχώρηση: λίγο αργότερα (16 του Σεπτεμβρίου του 1958), δήλωσε στην Αγγλίδα βουλευτίνα Μπάρμπαρα Κάσλ ότι θ' αποδεχόταν λύση ανεξαρτησίας, εγκαταλείποντας έτσι το επίμονο αίτημα για αυτοδιάθεση, που στην ουσία σήμαινε ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.

 

Η σχετική δήλωση του αρχιεπισκόπου Μακαρίου διαφοροποίησε εντελώς την κατάσταση, αν και νύξεις περί αποδοχής λύσεως ανεξαρτησίας είχε κάμει και πιο πριν, στην επιστολή του προς τον σερ Χιου Φουτ της 20 Ιουνίου 1958. Ουσιαστικά η νέα τοποθέτηση του Μακαρίου «έλυσε τα χέρια» της ελληνικής κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή που διαπραγματεύθηκε στη συνέχεια το Κυπριακό σε άλλη βάση, με κατάληξη την ελληνοτουρκική συμφωνία στη Ζυρίχη, τον Φεβρουάριο του 1959, που λίγες μέρες αργότερα επικυρώθηκε στο Λονδίνο.

 

Συμφωνίες Ζυρίχης

Με τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου η Κύπρος κατέστη ανεξάρτητο κράτος από τις 16 Αυγούστου του 1960 και μέλος, βέβαια, της Κοινοπολιτείας.

 

 Κατά το διάστημα από την επικύρωση των συμφωνιών στο Λονδίνο, στις 19 Φεβρουαρίου του 1959, μέχρι την επίσημη εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, στις 16 Αυγούστου του 1960, ο σερ Χιου Φουτ παρέμεινε κυβερνήτης της Κύπρου, επιφορτισμένος με την ευθύνη εφαρμογής των συμφωνιών (Βίντεο Ψηφιακός Ηρόδοτος-Αρχείο ΡΙΚ) για συγκρότηση της ανεξάρτητης (αλλά συμβατικά δεσμευμένης κατά διάφορους τρόπους) Κυπριακής Δημοκρατίας. Ταυτόχρονα διαπραγματεύθηκε με τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο τις λεπτομέρειες εκείνες των συμφωνιών που σχετίζονταν άμεσα με τα συμφέροντα της Μεγάλης Βρετανίας στην Κύπρο, όπως για παράδειγμα το είδος, την έκταση και τα δικαιώματα των αγγλικών στρατιωτικών βάσεων που θα παρέμεναν στο νησί και που ακόμη υφίστανται.

 

Ο σερ Χιου Φουτ παρέδωσε επίσημα την εξουσία, στις 16 Αυγούστου του 1960 (Βίντεο Ψηφιακός Ηρόδοτος-Αρχείο ΡΙΚ) στον πρώτο Κύπριο πρόεδρο αρχιεπίσκοπο Μακάριο και στον πρώτο Κύπριο αντιπρόεδρο Φαζίλ Κουτσιούκ σηματοδοτώντας την Περίοδο της Ανεξαρτησίας. (Βίντεο Ψηφιακός Ηρόδοτος-Αρχείο ΡΙΚ)  Αργότερα η Μεγάλη Βρετανία τίμησε τον σερ Χιου Φουτ για την προσφορά του, απονέμοντάς του τον τίτλο του λόρδου Κάραντον.

 

Πέθανε στις 5 Σεπτεμβρίου 1990, σε ηλικία 82 χρόνων (είχε γεννηθεί το 1908).

 

 

Πηγή:

  1. Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image
Image