Φικάρδου- Fikardou. Xωριό της επαρχίας Λευκωσίας, στη γεωγραφική περιφέρεια της Πιτσιλιάς, περί τα 32 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της πόλης της Λευκωσίας.
Το Φικάρδου είναι κτισμένο σε μέσο υψόμετρο 880 μέτρων. Το ανάγλυφο του χωριού είναι τραχύ και βουνίσιο με στενές βαθιές κοιλάδες και απότομες πλαγιές. Στις κοιλάδες ρέουν μικρά ρυάκια που τροφοδοτούν τον Κούτη, παραπόταμο του ποταμού Μερίκα. Απ' όλες τις πλευρές του οικισμού ξεπροβάλλουν ψηλές βουνοκορφές που το ύψος τους ξεπερνά τα 1.000 μέτρα.
Από γεωλογικής απόψεως, στη διοικητική έκταση του χωριού κυριαρχούν οι λάβες και οι διαβάσες του Οφιολιθικού Συμπλέγματος του Τροόδους. Πάνω στα πετρώματα αυτά αναπτύχθηκαν φαιοχώματα και πυριτιούχα εδάφη. Το Φικάρδου δέχεται μια μέση ετήσια βροχόπτωση περί τα 550 χιλιοστόμετρα. Στην περιοχή του καλλιεργούνται τα αμπέλια οινοποιησίμων ποικιλιών, οι αμυγδαλιές και οι ελιές. Η μεγαλύτερη έκταση του χωριού είναι ωστόσο ακαλλιέργητη και καταλαμβάνεται από ποικίλη άγρια βλάστηση.
Το Φικάρδου περιλαμβάνεται στο Σχέδιο Ενιαίας Αγροτικής Αναπτύξεως Πιτσιλιάς και έχει ωφεληθεί από αυτό με τη βελτίωση αγροτικών δρόμων και την κατασκευή εγγειοβελτιωτικών έργων.
Η οδική σύνδεση του Φικάρδου με τα γύρω χωριά γίνεται με ελικοειδείς δρόμους, εξαιτίας του βουνίσιου ανάγλυφου της περιοχής. Στα βόρεια συνδέεται με το χωριό Κλήρου (περί τα 7,5 χμ.) και στα δυτικά με το χωριό Γούρρι (περί τα 2 χμ.).
Το χωριό γνώρισε πληθυσμιακές αυξομειώσεις. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία οι πλήρεις απογραφές πληθυσμού έχουν ως ακολούθως:
Χρονολογία | Κάτοικοι |
---|---|
1881 | 64 |
1891 | 66 |
1901 | 68 |
1911 | 107 |
1921 | 133 |
1931 | 122 |
1946 | 120 |
1960 | 81 |
1973 | 32 |
1976 | 28 |
1982 | 13 |
1992 | 8 |
2001 | 3 |
2011 | 15 |
2021 | 25 |
Ονομασία
Τόσο το Φικάρδου όσο και τα άλλα δυο χωριά που βρίσκονται στην ίδια περιοχή, διασώζουν ονόματα μεσαιωνικών οικογενειών της Κύπρου: το χωριό Λαζανιάς παραπέμπει στο επώνυμο της βασιλικής οικογένειας της Κύπρου της περιόδου της Φραγκοκρατίας (ντε Λουζινιάν), το χωριό Γούρρι φέρει το επώνυμο της μεσαιωνικής οικογένειας Γούρρι, και τέλος το χωριό Φικάρδου διασώζει το επώνυμο της μεσαιωνικής οικογένειας Φικάρδο. Γνωστότερο μέλος της οικογένειας Φικάρδο ήταν ο ευγενής Θωμάς Φικάρδος, των τελευταίων χρόνων της περιόδου της Φραγκοκρατίας.
Βλέπε λήμμα: Θωμάς Φικάρδος
Φαίνεται ότι ολόκληρη η μεγάλη ορεινή περιοχή της Κύπρου βόρεια και βορειοδυτικά του μοναστηριού της Παναγίας του Μαχαιρά ήταν, κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, χωρισμένη σε τρία μεγάλα φέουδα εκ των οποίων το ένα ανήκε στη βασιλική οικογένεια της Κύπρου, το δεύτερο στην οικογένεια των Γούρρι και το τρίτο στην οικογένεια των Φικάρδο. Θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι τα τρία αντίστοιχα χωριά αποτελούσαν οικισμούς στους οποίους διέμεναν οι δουλοπάροικοι οι εργαζόμενοι στα κτήματα της περιοχής.
Ιστορικά στοιχεία
Στο χωριό δεν διασώζονται οποιαδήποτε μνημεία των Μεσαιωνικών χρόνων. Φαίνεται ότι δεν υπήρχαν εδώ σημαντικά οικοδομήματα αλλά φτωχικά σπίτια δουλοπάροικων και εγκαταστάσεις για τις διάφορες γεωργικές εργασίες. Ωστόσο ολόκληρο το χωριό μπορεί να χαρακτηριστεί ως ωραίο μνημείο αυθεντικής λαϊκής κυπριακής αρχιτεκτονικής του 19ου αιώνα.
Βλέπε λήμμα: Λαϊκή αρχιτεκτονική
Υπάρχουν και μερικά αρχαιότερα κτίσματα, του 18ου αιώνα, περιλαμβανομένης της εκκλησίας του χωριού που είναι αφιερωμένη στους Αγίους Δώδεκα Αποστόλους. Πρόκειται για μικρό ξυλόστεγο ναό που φαίνεται ότι είχε μεν κτιστεί κατά τα τελευταία χρόνια της Φραγκοκρατίας (β' μισό του 15ου αιώνα, εποχή κατά την οποία έζησε ο Θωμάς Φικάρδος, προφανώς ιδιοκτήτης της περιοχής) αλλά είχε ριζικά ανακαινιστεί τον 18ο αιώνα. Η ανακαίνιση δεν άλλαξε τον αρχιτεκτονικό τύπο ή τον χαρακτήρα του ναού. Στον R. Gunnis (1936) είχε φανεί ελκυστική η εκκλησία αυτή, όπως γράφει, αλλά τον είχε εντυπωσιάσει και το «σπίτι του ιερέα» που ήταν κτισμένο στον ίδιο ρυθμό όπως η εκκλησία και το οποίο περιγράφει ο G. Jeffery (1918). Ο R. Gunnis αναφέρει μια εξαιρετική εικόνα των αποστόλων Πέτρου και Παύλου, του 1741, που είχε δει στην εκκλησία.
Εκτός από την εκκλησία, εξαιρετικό ενδιαφέρον, από απόψεως λαϊκής αρχιτεκτονικής, παρουσιάζει ολόκληρο το χωριό που δεν δέχθηκε σημαντικές επεμβάσεις κι αλλοιώσεις κατά τον 20ό αιώνα. Τα περισσότερα σπίτια του χωριού είναι διώροφα, κτισμένα με τοπικό πέτρωμα (κυρίως με σκληρές πέτρες, τις λεγόμενες σιερόπετρες) και πλιθάρι. Τα διώροφα σπίτια αποτελούνται από την κατοικία στον όροφο και αποθήκες, εργαστήρια και στάβλους στο ισόγειο. Οι ισόγειοι χώροι έχουν οριζόντια οροφή (δώμαν) που ήταν κατάλληλη για διάφορες χρήσεις, όπως λ.χ. το άπλωμα των σταφυλιών για σταφιδοποίηση ή άλλων ειδών για αποξήρανση. Οι στέγες είναι κεραμιδένιες, όπου δεν υπάρχει δώμαν. Στα ισόγεια αρκετών σπιτιών σώζονται πολλά πιθάρια καθώς κι εγκαταστάσεις για παραγωγή κρασιού, όπως ληνοί για πάτημα των σταφυλιών. Οι δρόμοι του χωριού είναι στενοί και λιθόστρωτοι.
Αρχαίο μνημείο
Ολόκληρο το χωριό έχει κηρυχθεί το 1978 ως αρχαίο μνημείο και με τη φροντίδα του Τμήματος Αρχαιοτήτων μερικά από τα σπίτια του έχουν συντηρηθεί και αναπαλαιωθεί, όπως η «Οικία Κατσινιόρου», σε περίοπτη θέση στο βόρειο άκρο του οικισμού, την οποία περιγράφει ο G. Jeffery (Historic Monuments of Cyprus, 1918), γράφοντας ότι, κατά προφορική παράδοση, είχε αρχικά κτιστεί από κάποιο ιερέα του χωριού. Συντηρημένο κι επισκευασμένο το οικοδόμημα αυτό, αποτελεί σήμερα ζωντανό και όμορφο δείγμα αγροτικού παραδοσιακού κυπριακού σπιτιού. Άλλο αξιόλογο οικοδόμημα που επίσης συντηρήθηκε κι αναπαλαιώθηκε από το Τμήμα Αρχαιοτήτων είναι η γειτονική προς την «Οικία Κατσινιόρου» γνωστή ως «Οικία Αχιλλέα Δημήτρη». Και οι δυο αυτές οικίες αποτελούνται από ισόγειο και όροφο. Σημαντικό γεγονός αποτελεί η βράβευση των δυο αναστηλωμένων αυτών οικιών του Φικάρδου με το διεθνές βραβείο Europa Nostra. Και οι δυο αποτελούν αρχαία μνημεία Α' Πίνακα (=μνημεία που αποτελούν κρατική ιδιοκτησία).
Άλλα μνημεία Β' Πίνακα (=μνημεία που ανήκουν σε ιδιώτες) κι έχουν συντηρηθεί και αναπαλαιωθεί με τη φροντίδα του Τμήματος Αρχαιοτήτων είναι το καφενείο του Γιαννακού, ο μικρός ληνός του Ν. Κουτσαγκά, η οικία Κουτσαγκά, η οικία Α. Χουβαρντά κ.α.
Ωστόσο τα περισσότερα από τα σπίτια του Φικάρδου παραμένουν άδεια και εγκαταλειμμένα , αρκετά δε απ' αυτά μισοερειπωμένα.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια