Παραδοσιακό κυπριακό παρασκεύασμα, που κατασκευάζεται από όλες τις οικοκυρές τις ημέρες του Πάσχα. Πιστεύεται ότι η φλαούνα αποτελεί χριστιανική συνέχιση ενός αρχαίου ελληνικού εθίμου, της κατασκευής ενός είδους γλυκίσματος από ξηρούς καρπούς που λεγόταν παλάθη. Μάλιστα κατά τον Κυριάκο Χατζηιωάννου (Τά ἐν Διασπορᾷ, Β', 1979, σσ. 56-65), η ονομασία φλαούνα προήλθε από την αρχαία ελληνική παλάθη (παλάθη > flado > fladoonis > φλαούνα). Η αρχαία ελληνική παλάθη προσφερόταν στα παιδιά που τριγύριζαν κι έψαλλαν στα σπίτια για να καλωσορίσουν τα χελιδόνια και, κατ' επέκταση, την άνοιξη. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι και πρόσφατα ακόμη η φλαούνα προσφερόταν επίσης ως φιλοδώρημα στα παιδιά ή και σε μεγάλους που τριγύριζαν στα σπίτια για ν' αναγγείλουν, τραγουδώντας, την Ανάσταση του Χριστού ή και να ξυπνήσουν τους νοικοκυραίους για να πάνε στην εκκλησία το βράδυ της Ανάστασης.
Η φλαούνα είναι, πάντως, γλύκισμα και κατασκευάζεται μόνο στην Κύπρο. Οι οικοκυρές τη φτιάχνουν τη Μεγάλη Εβδομάδα, συνήθως τη Μεγάλη Πέμπτη ή Μεγάλη Παρασκευή, ακόμη και το Μεγάλο Σάββατο, σίγουρα όμως πριν από την Ανάσταση. Δεν τρώγεται, ωστόσο, πριν από την Ανάσταση, γιατί δεν είναι νηστίσιμη, αλλ' αμέσως μετά. Παλαιότερα πολλοί έπαιρναν φλαούνες μαζί τους στην εκκλησία το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, μαζί με κόκκινα αυγά, για να φάνε αμέσως μετά τον Καλό Λόγο κι αφού τσουγκρίσουν και τ' αυγά.
Η φλαούνα αποτελείται από ζύμη παραγεμισμένη με φουκόν. Ο λεγόμενος φουκός, δηλαδή η γέμιση, είναι μείγμα από τριμμένο τυρί, μαζί με προζύμι, που ζυμώνεται με σπασμένα και καλά χτυπημένα αυγά. Αφού παρασκευασθεί το μείγμα αυτό, στη συνέχεια ζυμώνεται αλεύρι με νερό (συνήθως το νερό είναι αγιασμένο) και παρασκευάζεται η ζύμη. Η ζύμη κόβεται σε μικρά κομμάτια που το καθένα ανοίγεται σε φύλλο. Στη συνέχεια στο κέντρο του φύλλου τοποθετείται λίγη ποσότητα από φουκόν και το φύλλο κλείνεται έτσι που να δίνει τετράγωνο ή στρογγυλό ή τριγωνικό κατασκεύασμα. Δεν κλείνεται ποτέ εντελώς και στο επάνω μέρος αφήνεται άνοιγμα γιατί, όταν ο φουκός (η γέμιση) ψηθεί, θα φουσκώσει και θα διασταλεί προς τα επάνω.
Είναι σημαντικό ότι ο φουκός παρασκευάζεται μια μέρα πιο πριν κι αφήνεται «να μπει», δηλαδή να «ζυμωθεί» με την ενέργεια του προζυμιού. Την επόμενη μέρα ξαναπλάθεται με την προσθήκη και άλλων χτυπημένων αυγών, για να μη είναι σκληρός, όπως και με προσθήκη κανέλας, μαστίχας κι άλλων μπαχαρικών. Κατά προτίμηση, στον φουκόν προστίθενται και σταφίδες.
Η φλαούνα στη συνέχεια πασπαλίζεται με σησάμι. Ψήνεται δε στον παραδοσιακό κυπριακό φούρνο. Πριν μπει στον φούρνο, η κάθε φλαούνα αλείβεται με χτυπημένα αυγά. Πολλοί συνήθιζαν να κατασκευάζουν και μικρότερες φλαούνες για τα παιδιά, με «χερούλι» από ζυμάρι στο επάνω μέρος, ή και με τοποθέτηση ενός κόκκινου αυγού στο κέντρο, που κι αυτό ψήνεται μαζί στον φούρνο. Η συνηθισμένη τετράγωνη φλαούνα είναι διαστάσεων περίπου 18x18 εκατοστομέτρων, ανάλογες δε είναι κι εκείνες που έχουν τριγωνικό ή κυκλικό σχήμα.
Σε παλαιότερες εποχές στα χωριά η μυρωδιά από τους φούρνους όπου ψήνονταν οι φλαούνες γέμιζε την ατμόσφαιρα. Η φλαούνα είναι εύγευστο αλλά και θρεπτικό ιδιαίτερα αγαπητό στους Κυπρίους πασχαλινό έδεσμα. Κατά τα τελευταία χρόνια μικρές φλαουνούδες κατασκευάζονται ολόχρονα από τα ζαχαροπλαστεία. Πραγματικές φλαούνες όμως είναι οι μεγάλες, που εξακολουθούν να κατασκευάζονται για το Πάσχα και καταναλώνονται για αρκετές μέρες μετά τη σημαντική αυτή γιορτή.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια