Phoenicopterus ruber. Οικογένεια: Phoenicopteridae. Ένα από τα πιο μεγάλα πουλιά που επισκέπτονται κάθε χρόνο την Κύπρο, όταν μεταναστεύουν. Πολλά όμως παραμένουν για να διαχειμάσουν στις δυο αλυκές του νησιού, κάποτε δε εμφανίζονται και στον υδατοφράκτη των Κουκλιών και στις λίμνες Αμμοχώστου και Παραλιμνίου όταν υπάρχει πολυομβρία.
Όλο το σώμα του πουλιού αυτού είναι κάτασπρο, αλλά με λαμπερό κοκκινωπό χρώμα στις φτερούγες. Όταν πετά, οι άκρες των φτερούγων του φαίνονται μαύρες. Έχει πολύ μακρύ λαιμό. Το ράμφος του είναι μεγαλύτερο από την κεφαλή κι έχει παράξενο καμπύλο σχήμα και μαύρο - κοκκινωπό χρώμα. Χαρακτηρίζεται επίσης κι από τα πολύ μακριά πόδια του που είναι επίσης κοκκινωπά όταν το πουλί είναι ενήλικο (μετά το δεύτερο έτος της ηλικίας του). Η κόρη των ματιών του είναι κίτρινη. Το μέγεθος του φθάνει τα 130 εκατοστόμετρα.
Όταν πετά, έχει εκτεταμένα τα μακριά του πόδια και τον επίσης μακρύ λαιμό προς τα έξω. Περπατά σιγά και νωχελικά, αλλά και με σταθερά μεγάλα βήματα. Όταν τρώει, έχει πάντοτε την άκρη του καμπύλου ράμφους του μέσα στη λάσπη των ρηχών νερών των λιμνών, απ' όπου μαζεύει την τροφή του. Τρέφεται με υδρόβια ζωύφια, νύμφες εντόμων και υδρόβια φυτά. Στις δυο αλυκές της Κύπρου η κυρίως τροφή του είναι ένα είδος μικρής γαρίδας που αφθονεί σ' αυτές, η γαρίδα Artemia sulina.
Το χρώμα του νεαρού πουλιού είναι γκριζοκαφέ με μαυρειδερές τις φτερούγες. Μόνο κατά τον δεύτερο χρόνο της ηλικίας του αρχίζουν να κοκκινίζουν οι φτερούγες του, οπότε φαίνεται σαν να είναι διαφορετικό είδος πουλιού.
Φωλιάζει στις λίμνες, κτίζει τη φωλιά του με πηλό, μέσα στο νερό, και γεννά ένα μόνο αυγό κάθε φορά. Φωλιάζει στις εκβολές του ποταμού Ροδανού στη Γαλλία, στη νοτιοανατολική Ρωσία, στη βορειοδυτική Περσία, στο Μαρόκο και στην Τυνησία. Διαχειμάζει επίσης στην Εγγύς και Μέση Ανατολή, μέχρι το Δέλτα του Νείλου στην Αίγυπτο και την Αραβική χερσόνησο. Στην Κύπρο αρχίζει να έρχεται μετά τα πρωτοβρόχια του φθινοπώρου, οπότε αρχίζουν οι αλυκές να γεμίζουν με νερό αλλά και να εκκολάπτεται σ' αυτές η μικροσκοπική γαρίδα που αποτελεί για τους φλαμίγκος αγαπημένη τροφή. Συνήθως τα πρώτα πουλιά έρχονται στις δυο αλυκές κατά τα μέσα του Οκτωβρίου, αν και κάποτε κι νωρίτερα. Μάλιστα θεάθηκαν να περνούν από τη χερσόνησο του Ακρωτηρίου ακόμη και κατά τις αρχές του Σεπτεμβρίου. Ο αριθμός τους, βασικά στις δυο αλυκές, αυξάνεται κατά τον Δεκέμβρη και τον Γενάρη. Μερικές φορές στην αλυκή της Λεμεσού ο αριθμός των φλαμίγκος ξεπερνά τις 15.000, ενώ στην αλυκή της Λάρνακας τις 4.000. Αυτά τα πουλιά που παραμένουν στην Κύπρο για να διαχειμάσουν, αρχίζουν να φεύγουν κατά τα μέσα του Μαρτίου.
Το πουλί αυτό ήταν γνωστό στους αρχαίους Έλληνες με την ονομασία φοινικόπτερος. Όμως από τους αρχαίους συγγραφείς το αναφέρει μόνο ο Αριστοφάνης.
Μέχρι και πρόσφατα πιστευόταν από ξένους πτηνολόγους ότι οι φλαμίγκος που διαχειμάζουν στην Κύπρο έρχονται μόνο από τη Ρωσία, ακολουθώντας την οδό μέσω των Δαρδανελλίων και της Μικράς Ασίας. Όμως μελέτες και παρατηρήσεις που έγιναν από τον Πτηνολογικό Σύνδεσμο Κύπρου μετά την ίδρυση του, το 1970, απέδειξαν ότι έρχονται στην Κύπρο τόσο από τη Ρωσία όσο κι από την Ισπανία, τη Γαλλία και αλλού. Τούτο απεδείχθη από εντοπισμό πουλιών που έφεραν δακτυλίδια και που είχαν δακτυλιωθεί τόσο στη Ρωσία όσο και στη Γαλλία και στην Ισπανία. Τέτοια δακτυλίδια είναι δυνατό να εντοπισθούν, στα πόδια των πουλιών, με τη χρήση πολύ ισχυρού τηλεσκοπίου.
Οι φλαμίγκος είναι πουλιά προστατευόμενα. Το κρέας τους δεν τρώγεται.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια