Εξέχουσα πνευματική φυσιογνωμία της Κύπρου. Γεννήθηκε στην Πάφο το 1895 και πέθανε το 1950. Έζησε στο Κτήμα (Πάφο) που στα χρόνια του ήταν η πιο απομονωμένη από όλες τις πόλεις της Κύπρου, χωρίς βιβλιοθήκες και πνευματικά ιδρύματα και με λιγοστούς ανθρώπους των γραμμάτων και του πνεύματος. Παρά την αντιξοότητα αυτή του περιβάλλοντος, ο Λοΐζος Φιλίππου κατόρθωσε με την έντονη δραστηριότητά του να μεταβάλει την Πάφο σε μιαν αξιόλογη πνευματική κονίστρα.
Φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο Κτήματος, στο Παγκύπριο Γυμνάσιο και στο Παγκύπριο Διδασκαλείο. Εργάστηκε ως δάσκαλος στην Πάφο και στη συνέχεια σπούδασε νομικά στην Αθήνα.
Αν και νομικός το επάγγελμα, προσέφερε τις πνευματικές του υπηρεσίες στην κυπριακή ιστορική και φιλολογική έρευνα. Το μνημειώδες έργο του για την ιστορία των ελληνικών γραμμάτων στην Κύπρο κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας αποτελεί μόνιμο απόκτημα της Κυπριολογίας. Στο έργο αυτό, που έτυχε του πρώτου βραβείου του φιλολογικού διαγωνισμού του αρχιεπισκόπου
Κυρίλλου Γ', αποθησαυρίσθηκαν όσες πηγές κατέστη δυνατόν να ανιχνευθούν σχετικά με την πνευματική επιβίωση του κυπριακού Ελληνισμού κατά τους σκοτεινούς χρόνους της δουλείας. Χωρίς τις επίμονες και ενδελεχείς έρευνες του Λοΐζου Φιλίππου οι πηγές αυτές θα χάνονταν ανεπανόρθωτα για τον ιστορικό. Το επόμενο μεγάλο συνθετικό έργο του, που δημοσιεύθηκε μεταθανατίως, κάλυπτε την ιστορία της Εκκλησίας Κύπρου επί Τουρκοκρατίας. Είναι το πρώτο επί του θέματος που πραγματεύθηκε τα δεδομένα υπό το φως των ορθοδόξων εκκλησιαστικών πηγών αποδίδοντας την ιστορική εικόνα της Εκκλησίας εκ των ένδον.
Η δράση του Λοΐζου Φιλίππου δεν περιορίζεται εν τούτοις στον ερευνητικό τομέα. Εξαιρετικά σημαντική υπήρξε η δράση του στον εθνικό και εν γένει στον δημόσιο τομέα. Κατά τα έτη 1914-1919 δίδαξε τα ελληνικά γράμματα στο Γυμνάσιο Πάφου. Ίδρυσε το Ελληνικό Προσκοπικό Σώμα Πάφου, του οποίου διετέλεσε έφορος και αρχηγός. Διαμένοντας στην Αθήνα για συμπλήρωση των νομικών σπουδών του το 1919-1920 χρημάτισε αντιπρόσωπος των Κυπρίων και αντιπρόεδρος της Επιτροπής Αλυτρώτων Φοιτητών. Ως μέλος διαφόρων επιτροπών και οργανώσεων αποτελούσε τη ψυχή των δραστηριοτήτων και συνέβαλλε ενεργά και έμπρακτα στην προαγωγή των κοινών υποθέσεων. Έτσι, στην έκκληση της Εκκλησίας κατά το 1917 περί παροχῆς βοηθείας ὑπέρ τῆς χειμαζομένης Ἁγιοταφικῆς Ἀδελφότητος διενήργησε εράνους, των οποίων το προϊόν διεβιβάσθη μέσω της Μητροπόλεως Πάφου. Ἡ πατριωτική του δρᾶσις ἒν τε τῇ πόλει καί ἐπαρχίᾳ Πάφου ἐγένετο πολυμερής καί ζωηρά, επισημαίνει ο Κυπριακός Φύλαξ (αριθμ. 637).
Η καθαρά εθνική δράση του Λοΐζου Φιλίππου εκδηλώνεται ποικιλοτρόπως. Υπήρξε μέλος της Παγκυπρίου Εθνοσυνελεύσεως που συνήλθε στις 10 Οκτωβρίου 1921 στη Λευκωσία και που διαδήλωσε ὡς ἀναλλοίωτον πόθον τοῦ Κυπριακοῦ λαοῦ τήν Ἓνωσιν, καθιερώνοντας ταυτόχρονα την πολιτική της αποχής. Σαν μέλος της Επιτροπής Επαρχιακού Αγώνος Πάφου οργάνωσε διδασκαλικά συνέδρια με σκοπό την ενίσχυση του εθνικού αγώνα και την τόνωση του εθνικού φρονήματος, κατά δε τα έτη 1924-1925 έδρασε ως μέλος του Εθνικού Συμβουλίου. Εργάσθηκε σκληρά για την αποκατάσταση των Μικρασιατών προσφύγων, διεξήγαγε το 1928 εράνους για την ελληνική αεροπορία, και σαν ταμίας διαφόρων σωματείων και οργανώσεων μάζεψε με έκκλησή του το ποσόν των £700 σαν συμβολή στην αντικατάσταση του τορπιλλισθέντος πολεμικού «Έλλη» το 1940.
Ο Κινύρας
Η πολιτιστική του δράση εκδηλώνεται με την ίδρυση του Γυμναστικού Συλλόγου «Κινύρας» στις 26 Μαρτίου 1933 που διακρίθηκε για την αθλητική και πνευματική του δράση και του οποίου διετέλεσε επί δεκαπενταετία πρόεδρος. Διοργάνωσε δυο φορές τους Παγκύπριους αγώνες στην Πάφο και πολλές φορές Παμπάφιους ναυτικούς και παναγροτικούς αγώνες, φιλολογικά μνημόσυνα και διαλέξεις, ανάμεσα στις οποίες προέχουν οι μεγάλης σημασίας για την εποχή τους Διαλέξεις περί τῶν κορυφαίων Κυπρίων φιλοσόφων καί πεζογράφων, που εξεδόθησαν σε δυο τόμους και επέσυραν το σχόλιο της Ἐφημερίδος τῶν Ἑλληνικῶν Σπουδῶν του Λονδίνου ότι αποτελούν «ευπρόσδεκτο δείγμα της διανοητικής δραστηριότητας της Κύπρου».
Η Εφημερίδα Πάφος
Εργάσθηκε ζωηρά για την ανάδειξη των αρχαιολογικών θησαυρών και των φυσικών καλλονών της επαρχίας Πάφου, και ίδρυσε το 1936 το Επαρχιακό Αρχαιολογικό Μουσείο Πάφου, του οποίου υπήρξε επίτιμος έφορος μέχρι του θανάτου του. Συνέβαλε συγχρόνως στην προβολή της κυπριακής λαϊκής τέχνης με την ίδρυση Μουσείου Λαϊκής Τέχνης στη Γεροσκήπου. Η δημόσια και η πολιτιστική του δράση συμβάδιζαν. Όργανο της πρώτης ήταν η εφημερίδα Πάφος της οποίας διετέλεσε εκδότης και συντάκτης επί είκοσι σχεδόν χρόνια. Όργανο της δεύτερης το ομώνυμο φιλολογικό περιοδικό, που εξέδιδε σε συνεργασία με τον λογοτέχνη Άντη Περνάρη. Η δεύτερη αυτή Πάφος ήταν, με τα Κυπριακά Γράμματα που εκδίδονταν στη Λευκωσία, ο φορέας της πνευματικής κίνησης της Κύπρου.
Τα στοιχεία αυτά συνθέτουν την πολύπλευρη προσωπικότητα του Λοΐζου Φιλίππου, μιας μορφής που άφησε τη σφραγίδα της στην εθνική και πνευματική ιστορία του κυπριακού Ελληνισμού.
Ο Λοΐζος Φιλίππου δεν διαχώριζε ανάμεσα σε θεωρία και πράξη. Στο όλο έργο του η φιλολογική και ιστορική έρευνα ήταν συνυφασμένη με την εθνική ύπαρξη του κυπριακού Ελληνισμού, την εθνική αποκατάσταση του οποίου έταξε ως τον ανώτερο στόχο της σταδιοδρομίας και των δραστηριοτήτων του.
Εκδομένα έργα του: