Κύπριος αγωνιστής στην ελληνική επανάσταση του 1821. Για τον ίδιο και τη συμμετοχή του στην ελληνική επανάσταση γνωρίζουμε από τα σωζόμενα πιστοποιητικά και δυο αιτήσεις του, που είχε υποβάλει το 1864 και το 1865 στην κυβέρνηση, αιτούμενος οικονομική βοήθεια. Στην αίτηση που είχε υποβάλει το 1865, έγραφε ότι τότε ήταν 70 χρόνων, άρα είχε γεννηθεί το 1795. Δεν είναι γνωστό από ποιο μέρος της Κύπρου καταγόταν. Αναφέρει όμως ότι αμέσως μετά την έναρξη της ελληνικής επανάστασης αποφάσισε να πάει στην Ελλάδα και ν' αγωνιστεί εθελοντικά, κι ότι εγκατέλειψε «τήν ἰδιωτικήν πατρίδα του Κύπρον», το 1822, δηλαδή σε ηλικία 27 χρόνων.
Στην Ελλάδα υπηρέτησε υπό τις διαταγές διαφόρων οπλαρχηγών μέχρι το τέλος της επανάστασης, με τον βαθμό του πεντηκοντάρχου (ήταν, δηλαδή, κατώτερος αξιωματικός, διοικητής 50 ανδρών). Διέθεσε μάλιστα ο ίδιος τα χρήματά του όλα για τη συντήρηση της ομάδας που διοικούσε. Αγωνίστηκε υπό τις διαταγές διαφόρων οπλαρχηγών όπως ο Καραϊσκάκης, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ο Χατζή Χρίστος, ο Ανδρέας Λόντος κ.α. Πολέμησε στις μάχες του Νεοκάστρου, των Αθηνών, του Φαλήρου (όπου σκοτώθηκε ο Καραϊσκάκης), της Χίου κ.α. Για τις υπηρεσίες του τού απονεμήθηκε το χάλκινον αριστείον, που όμως δεν τον ικανοποίησε, όπως αναφέρει στην αίτησή του της 26.6.1865, γιατί το παράσημο αυτό δινόταν σε απλούς αγωνιστές ενώ ο ίδιος ήταν αξιωματικός. Γι’ αυτό θεωρεί τον εαυτό του αδικημένο και παραγνωρισμένο.
Μετά το τέλος του αγώνα παρέμεινε στην απελευθερωμένη Ελλάδα όπου δημιούργησε οικογένεια. Στην αίτηση που υπέβαλε το 1865 έγραφε επίσης ότι δεν μπορούσε μόνος του να συντηρείται πλέον, ούτε επίσης να συντηρεί τη γριά σύζυγό του και τα παιδιά του. Αναφέρει το όνομα μιας κόρης του, που λεγόταν Κατίγκω και το 1865 ήταν 24 χρόνων «ἐν ὥρᾳ γάμου», γι’ αυτό παρακαλεί την κυβέρνηση για βοήθεια προς τον ίδιο και για προικοδότηση της κόρης του. Ήταν τότε κάτοικος της κοινότητας Προνοίας, στην περιοχή του Ναυπλίου. Θα πρέπει να παρέμεινε εκεί μέχρι το τέλος της ζωής του. Δεν γνωρίζουμε πότε πέθανε.